LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "γλύφω[ῠ]"
- γλύφω[ῠ], μέλ. γλύψω, αόρ. αʹ ἔγλυψα — Παθ., αορ. αʹ μτχ. γλυφθέν, αορ. βʹ γλυφέν [ῠ], παρακ. γέγλυμμαι (συγγενές προς το γλάφω), I. σκαλίζω, χαράσσω με μαχαίρι, σε Αριστοφ.· γλύφω σφρηγῖδας, τις εγχαράσσω, τις εντυπώνω, σε Ηρόδ.· λέγεται για γλύπτες, στον ίδ. II. σημειώνω, γράφω (πάνω σε αναθηματικές, κέρινες πλάκες), γλύφω τόκους, σε Ανθ.