LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "βύβλος"
- βύβλος, ἡ, 1. Αιγυπτιακός πάπυρος, τη ρίζα και το τριγωνικό στέλεχος του οποίου έτρωγαν οι φτωχοί, σε Ηρόδ. 2. οι ινώδεις φλοιοί του φυτού, τους οποίους επεξεργάζονταν για την κατασκευή σχοινιών, στον ίδ.· πρβλ. βύβλινος. 3. εξωτερικό περίβλημα του παπύρου, που χρησιμοποιούνταν για γραφή, από όπου στον πληθ.· τα φύλλα της βύβλου, στον ίδ. 4. χαρτί, βιβλίο, στον ίδ.· με αυτή τη σημασία, περισσότερο συνηθισμένη γραφή είναι το βίβλος (βλ. αυτ.)· πληθ., βύβλα, τά, σε Ανθ.