
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "βιβρώσκω"
- βιβρώσκω, μέλ. βρώσομαι, αόρ. αʹ ἔβρωσα, Επικ. αόρ. βʹ ἔβρων, παρακ. βέβρωκα· συγκεκ. τύπος μτχ. βεβρώς, -ῶτος· τύπος Ευκτ. βεβρώθοις, όπως αν προερχόταν από παρακ. βέβρωθα, απαντά σε Ομήρ. Ιλ.· Παθ. μέλ. βεβρώσομαι, αόρ. αʹ ἐβρώθην, παρακ. βέβρωμαι (√ΒΟΡ, βλ. βορ-ά, Λατ. vor-o), τρώω, κατατρώω· βεβρωκὼς κακὰ φάρμακ', σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., τρώγω από κάποιο πράγμα, τρώγω μέρος πράγματος· βεβρωκὼς βοός, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., τρώγομαι· χρήματα βεβρώσεται, θα αφανισθούν, θα καταφαγωθούν, στο ίδ.