Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "αὐτ-άρκης"

Βρέθηκε 1 λήμμα
αὐτ-άρκης, -ες (ἀρκέω), επαρκής από μόνος του, αυτός που έχει αρκετά εφόδια από μόνος του, ανεξάρτητος από τους άλλους, σε Ηρόδ., Πλάτ.· νηδὺς αὐτάρκης, αυτός που ενεργεί από μόνος του, σε Αισχύλ.· χώρααὐτάρκης, χώρα που προμηθεύει τον εαυτό της, ανεξάρτητη από εισαγωγές, σε Θουκ.· αὐτάρκης πρός τι, αρκετά δυνατός σε ένα πράγμα, στον ίδ., Ξεν.· με απαρ., ικανός να κάνει ένα πράγμα για τον εαυτό του, σε Δημ.· αὐτάρκης βοή, δυνατή και ρωμαλέα φωνή, σε Σοφ.