Αποτελέσματα για: "Σ"
Βρέθηκαν 3.064 λήμματα [381 - 400]
-
σίνομαι[ῑ], Επικ. βʹ ενικ. σίνηαι· Ιων. παρατ. σινέσκετο, -οντο· μέλ. σινήσομαι· γʹ πληθ. αορ. αʹ ἐσίναντο, Ιων. -έατο· I. προκαλώ σε κάποιον βλάβη ή ζημιά, βλάπτω, λυμαίνομαι, ληστεύω, λεηλατώ, σε Ομήρ. Οδ.· καταστρέφω, στο ίδ.· λεηλατώ, λαφυραγωγώ ή ερημώνω μια χώρα, αφανίζω ή καταστρέφω τις σοδειές, σε Ηρόδ. II. γενικά, πλήττω, βλάπτω, ζημιώνω, σε Ησίοδ., Ηρόδ.· κατά τον πόλεμο, τραυματίζω, βασανίζω, σε Ηρόδ., Ξεν.
-
σίνος[σῐ], -εος, τό, I. βλάβη, ζημιά, όλεθρος, τραυματισμός, σε Ηρόδ. II. λέγεται για πράγματα, όλεθρος, φθορά, δυστυχία, μάστιγα, σε Αισχύλ.
-
σίντης, -ου, ὁ (σίνομαι), καταστροφικός, ολέθριος, κλέφτης, αρπακτικός, λέγεται για άγρια θηρία, σε Ομήρ. Ιλ.
-
Σίντιες, οἱ (σίνομαι), Σίντιες, αρχαιότατοι κάτοικοι της Λήμνου που ήταν πειρατές, σε Όμηρ.
-
σίντωρ, -ορος, ὁ, = σίντης, σε Ανθ.
-
Σίνων, -ωνος, ὁ (σίνομαι), Σίνων (δηλ. ο Ολέθριος), Έλληνας που έπεισε τους Τρώες να δεχθούν μέσα στα τείχη τους τον Δούρειο Ίππο, σε Σοφ.
-
Σῐνώπη, ἡ, Σινώπη, πόλη της Παφλαγονίας στη Μαύρη Θάλασσα, σε Ηρόδ.· Σινωπεύς, -έως, ὁ, κάτοικος της Σινώπης, σε Ξεν. κ.λπ.· ἡ Σινωπίς ή Σινωπῖτις, η περιφέρεια της πόλης, σε Στράβ.
-
σίον, τό, είδος φυτού που φύεται στα έλη, νεροσέλινο, νεροκάρδαμο, σε Θεόκρ.
-
σιός, Λακων. και Βοιωτ. αντί θεός, σε Αριστοφ.
-
σίπυδνος, ἡ, = σιπύη, Ποιητής παρά Λουκ.
-
σῐπύη (ποτέ σιπύα), ἡ, δοχείο ή πιθάρι όπου φυλασσόταν το αλεύρι, κάδος για φύλαξη του αλευριού, πανέρι ή κοφίνι ψωμιού, σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).
-
σίραιον[ῐ], τό, νέας εσοδείας κρασί που «βράζει» στο βαρέλι, μούστος, πετιμέζι, Λατ. defrvtum, σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).
-
σῑρῐκόν, τό, μετάξι, βλ. σηρικός.
-
σιρός[ῐ], ὁ, αποθήκη ή δοχείο για τη φύλαξη σιτηρών, σε Δημ.
-
σῐσύμβριον, τό, = το επόμ., σε Αριστοφ.
-
σίσυμβρον[ῐ], τό, φυτό μέντα ή θυμάρι, είδος δυόσμου, σε Ανθ.
-
σῐσύρα[ῠ], ἡ, πανωφόρι από μαλλί κατσίκας, που χρησίμευε ως ένδυμα κατά τη διάρκεια της ημέρας και ως σκέπασμα τη νύχτα, κάπα, σε Αριστοφ.
-
σῐσῠριγχίον, τό, βολβοειδές φυτό του είδους της Ίριδας, σε Θεόφρ.
-
σίσυρνα, ἡ, = σισύρα, ένδυμα, χλαίνη από δέρμα ζώου, σε Ηρόδ.
-
σῐσυρνο-φόρος, -ον (φέρω), ντυμένος με πανωφόρι από δέρμα ζώου, σε Ηρόδ.