Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Σ"

Βρέθηκαν 3.064 λήμματα [381 - 400]
σίνομαι[ῑ], Επικ. βʹ ενικ. σίνηαι· Ιων. παρατ. σινέσκετο, -οντο· μέλ. σινήσομαι· γʹ πληθ. αορ. αʹ ἐσίναντο, Ιων. -έατο· I. προκαλώ σε κάποιον βλάβη ή ζημιά, βλάπτω, λυμαίνομαι, ληστεύω, λεηλατώ, σε Ομήρ. Οδ.· καταστρέφω, στο ίδ.· λεηλατώ, λαφυραγωγώ ή ερημώνω μια χώρα, αφανίζω ή καταστρέφω τις σοδειές, σε Ηρόδ. II. γενικά, πλήττω, βλάπτω, ζημιώνω, σε Ησίοδ., Ηρόδ.· κατά τον πόλεμο, τραυματίζω, βασανίζω, σε Ηρόδ., Ξεν.
σίνος[σῐ], -εος, τό, I. βλάβη, ζημιά, όλεθρος, τραυματισμός, σε Ηρόδ. II. λέγεται για πράγματα, όλεθρος, φθορά, δυστυχία, μάστιγα, σε Αισχύλ.
σίντης, -ου, (σίνομαι), καταστροφικός, ολέθριος, κλέφτης, αρπακτικός, λέγεται για άγρια θηρία, σε Ομήρ. Ιλ.
Σίντιες, οἱ (σίνομαι), Σίντιες, αρχαιότατοι κάτοικοι της Λήμνου που ήταν πειρατές, σε Όμηρ.
σίντωρ, -ορος, , = σίντης, σε Ανθ.
Σίνων, -ωνος, (σίνομαι), Σίνων (δηλ. ο Ολέθριος), Έλληνας που έπεισε τους Τρώες να δεχθούν μέσα στα τείχη τους τον Δούρειο Ίππο, σε Σοφ.
Σῐνώπη, , Σινώπη, πόλη της Παφλαγονίας στη Μαύρη Θάλασσα, σε Ηρόδ.· Σινωπεύς, -έως, , κάτοικος της Σινώπης, σε Ξεν. κ.λπ.· ἡ Σινωπίς ή Σινωπῖτις, η περιφέρεια της πόλης, σε Στράβ.
σίον, τό, είδος φυτού που φύεται στα έλη, νεροσέλινο, νεροκάρδαμο, σε Θεόκρ.
σιός, Λακων. και Βοιωτ. αντί θεός, σε Αριστοφ.
σίπυδνος, , = σιπύη, Ποιητής παρά Λουκ.
σῐπύη (ποτέ σιπύα), , δοχείο ή πιθάρι όπου φυλασσόταν το αλεύρι, κάδος για φύλαξη του αλευριού, πανέρι ή κοφίνι ψωμιού, σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).
σίραιον[ῐ], τό, νέας εσοδείας κρασί που «βράζει» στο βαρέλι, μούστος, πετιμέζι, Λατ. defrvtum, σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).
σῑρῐκόν, τό, μετάξι, βλ. σηρικός.
σιρός[ῐ], , αποθήκη ή δοχείο για τη φύλαξη σιτηρών, σε Δημ.
σῐσύμβριον, τό, = το επόμ., σε Αριστοφ.
σίσυμβρον[ῐ], τό, φυτό μέντα ή θυμάρι, είδος δυόσμου, σε Ανθ.
σῐσύρα[ῠ], , πανωφόρι από μαλλί κατσίκας, που χρησίμευε ως ένδυμα κατά τη διάρκεια της ημέρας και ως σκέπασμα τη νύχτα, κάπα, σε Αριστοφ.
σῐσῠριγχίον, τό, βολβοειδές φυτό του είδους της Ίριδας, σε Θεόφρ.
σίσυρνα, , = σισύρα, ένδυμα, χλαίνη από δέρμα ζώου, σε Ηρόδ.
σῐσυρνο-φόρος, -ον (φέρω), ντυμένος με πανωφόρι από δέρμα ζώου, σε Ηρόδ.