
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "Στύξ"
- Στύξ, ἡ, γεν. Στῠγός (στυγέω), Στύγα, δηλ. Μισητή, ποταμός του Κάτω Κόσμου, στον οποίο οι θεοί στον Όμηρο έδιναν τους ιερότερους όρκους τους, σε Ομήρ. Ιλ.
- στύξαιμι, ευκτ. αορ. αʹ του στῠγέω.