LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "Κῶς"
- Κῶς, Επικ. Κόως, ἡ, γεν. Κῶ, το νησί Κως, απέναντι από την Καρία, σε Όμηρ.· Κόωνδε, προς την Κω, σε Ομήρ. Ιλ.
- κῶς, I. Ιων. αντί πῶς. II. εγκλιτ. κως, Ιων. αντί πως.