LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ῥάβδος"
- ῥάβδος, ἡ, I. 1. ραβδί, βέργα, μπαστούνι, ράβδος, Λατ. virga, σε Όμηρ., Ξεν. 2. μαγική ράβδος, όπως εκείνη της Κίρκης ή της Αθηνάς ή του Ερμή, σε Όμηρ. 3. ψαροκάλαμο, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, κλαδίσκος για το πιάσιμο των μικρών πουλιών, (ι)ξόβεργα, σε Αριστοφ. 4. ξύλο ακοντίου ή λαβή, στυλιάρι, σε Ξεν. 5. ράβδος, σκήπτρο ως σύμβολο αξιώματος, όπως το σκῆπτρον, σε Πίνδ. 6. ράβδος που κρατούσε ο ῥαψῳδός· απ' όπου, κατὰ ῥάβδον ἐπέων, κατά το μέτρο των ποιημάτων του (Ομήρου), σε Πίνδ. 7. ραβδί για μαστίγωση, ξυλοδαρμό, σωφρονισμό, σε Πλάτ.· αἱ ῥάβδοι, οι fasces των Ρωμαίων ραβδούχων, σε Πλούτ. 8. ποιμενική ράβδος. II. λωρίδα, ταινία ή κορδέλα, ζώνη, σε Ομήρ. Ιλ.