LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἑσπέρα"
- ἑσπέρα, Ιων. -έρη, ἡ, Λατ. vespera, κυρίως θηλ. του ἕσπερος· I. (ενν. ὥρα), βράδυ, βραδάκι, δειλινό, σούρουπο, βραδιά, σε Ηρόδ.· ἑσπέρας, κατά το βραδάκι, σε Πλάτ. κ.λπ.· ἀπὸ ἑσπέρας εὐθύς, αμέσως μόλις νύχτωσε, μόλις έπεσε το σούρουπο, σε Θουκ·. πρὸς ἑσπέρᾳ, σε Αριστοφ.· ἐπὶ πρὸς ἑσπέραν ἦν, σε Ξεν.· ἑσπέρας γιγνομένης, σε Πλάτ. II. (ενν. χώρα), το δυτικό μέρος του κόσμου, Λατ. occidens, σε Ευρ.· ἡ πρὸς ἑσπέρην χώρη, η χώρα προς τα δυτικά, σε Ηρόδ.· τὸ πρὸς ἑσπέρης, στον ίδ.· τὰ πρὸς ἑσπέραν, σε Θουκ.