Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐπαλλάσσω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐπ-αλλάσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -άξω, παρακ. -ήλλᾰχα, Παθ. -ήλλαγμαι, αόρ. αʹ και βʹ Παθ. -ηλλάχθην, -ηλλάγην [ᾰ]· εναλλάσσω, μεταβάλλω, πολέμοιο πεῖραρ ἐπαλλάξαντες, τραβώντας εναλλάξ το σχοινί του πολέμου πότε από εδώ, πότε από εκεί, δηλ. πολεμώντας με αμφίβολη έκβαση — Παθ., διασταυρώνομαι, τοποθετούμαι εναλλάξ, σε Ξεν.· ποὺς ἐπαλλαχθεὶς ποδί, πόδια στενά συνδεδεμένα, σε Ευρ.· μπλέκομαι, περιπλέκομαι, σε Ξεν.