LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "Ἄρειος"
- Ἄρειος[ᾰ], -ον και -α, -ον, Ιων. Ἀρήϊος, -η, -ον (Ἄρης)· I. αφιερωμένος στον Άρη, πολεμοχαρής, πολεμικός, φιλοπόλεμος, Λατ. Havortius, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. II. Ἄρειος πάγος, ὁ, δηλ. ο λόφος του Άρεως, που βρισκόταν απέναντι από τη δυτική πλευρά της Ακροπόλεως των Αθηνών· Ἀρήϊος πάγος, σε Ηρόδ.· επίσης Ἄρεος πάγος, (όπου το Ἄρεος είναι γεν. του Ἄρης), σε Σοφ., Ευρ. Στον λόφο αυτό συγκαλείτο το ανώτατο δικαστήριο, το οποίο εκδίκαζε υποθέσεις δολοφονιών καθώς και άλλων εκ προμελέτης εγκλημάτων κατά της ζωής, σε Δημ.