Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀγοραῖος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀγοραῖος[ᾰγ], -ον, I. αυτός που προέρχεται ή ανήκει στην αγορά, σε Ηρόδ., Αττ.· Ἑρμῆς Ἀγοραῖος, ως προστάτης του εμπορίου, σε Αριστοφ. II. αυτός που συχνάζει στην αγορά κ.λπ.· ἀγοραῖοι, οἱ, αυτοί που σουλατσάρουν άσκοπα στην αγορά, οι αργόσχολοι, Λατ. circumforanei, subrostrani, σε Ηρόδ.· κατ' επέκταση, κοινοί άνθρωποι, όχλος, σε Αριστοφ. III. 1. γενικά, αυτός που ταιριάζει στην ἀγορά, πεπειραμένος, έμπειρος, επιδέξιος, ικανός στη δημόσια αγόρευση, ρητορεία, σε Πλούτ. 2. ἀγοραῖος (ενν. ἡμέρα), δικάσιμη ημέρα, σε Στράβ., Κ.Δ. 3. επίρρ. ἀγοραίως, με αγοραίο τρόπο, σε Πλούτ.