LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "χάσκω"
- χάσκω (√ΧΑ ή ΧΑΝ), μεταγεν. ενεστ. χαίνω, μέλ. χᾰνοῦμαι, αόρ. βʹ ἔχᾰνον, παρακ. κέχηνα, υπερσ. ἐκεχήνειν, Δωρ. και αρχ. Αττ. 'κεχήνη· I. 1. Λατ. hio, ανοίγω, χάσκω, τότε μοι χάνοι εὐρεῖα χθών, τότε η γη άνοιξε για μένα, δηλ. για να με καταπιεί, σε Ομήρ. Ιλ.· πρὸς κῦμα χανών, λέγεται για κάποιον που πνίγεται, σε Ομήρ. Οδ. 2. στέκομαι με το στόμα ανοιχτό (σε κωμική εκδοχή), χάσκοντες κούφαις ἐλπίσι τερπόμεθα, σε Σόλωνα· ὅτε δὴ 'κεχήνη, όταν καθόμουν με το στόμα ανοιχτό, σε Αριστοφ.· ομοίως, πρὸς ταῦτα κεχηνώς, στον ίδ.· κεχηνότες, χάσκωντες ανόητα, στον ίδ. 3. χασμουριέμαι (από πλήξη, ανία, κόπωση), σε Αριστοφ. II. σπανιότερα, μιλώ με ανοιχτό το στόμα, αρθρώνω, Λατ. hisco, με αιτ., τὰ δεινὰ ῥήματα χανεῖν, σε Σοφ.· τοῦτ' ἐτόλμησεν χανεῖν, σε Αριστοφ.