LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "σφωέ"
- σφωέ, ονομ. και αιτ. δυϊκ. της προσ. αντων. του γʹ προσ.· δοτ. σφωΐν· αυτοί οι δύο, και οι δυο τους, μόνο σε αρσ. και θηλ., και πάντοτε εγκλιτ., σε Όμηρ.