LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "σκιερός"
- σκῐερός ή σκιᾰρός, -ά, -όν (σκιά),· 1. σκιερός, αυτός που παρέχει σκιά, σε Όμηρ., Πίνδ. κ.λπ. 2. αυτός που βρίσκεται στη σκιά, που καλύπτεται από σκιά, σύσκιος, σε Ησίοδ., Πίνδ. 3. σκοτεινός, σκουρόχρωμος, σε Ανθ.