Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "προΐσχω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
προ-ΐσχω = προέχω, I. κρατώ προς τα εμπρός, προτείνω, λέγεται για αγόρια που παίζουν στην ποσίνδα, σε Ξεν.· κυρίως σε Μέσ., κρατώ μπροστά από κάποιον, κρατώ εμπρός, χεῖρας, σε Θουκ.· με γεν., κρατώ ενώπιον, τῶν ὄψεων τὰς χεῖρας, σε Πλούτ. II. μεταφ. στη Μέσ., 1. τοποθετώ μπροστά, χρησιμοποιώ ως πρόφαση, προφασίζομαι, ισχυρίζομαι, σε Ηρόδ., Θουκ. 2. προτείνω, προσφέρω, στο ίδ.