Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πρίων"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
πρίων (Α), , γεν. πρίονος και πρίωνος· I. αυτός που πριονίζει, πριονιστής, σε Αριστοφ. II. πριόνι, σε Σοφ.· πρίων ὀδόντων, πριόνι από δόντια, δηλ. οδοντωτό πριόνι, σε Ανθ.· βλ. πρίων Β (, σε Αττ.· αλλά σε μεταγεν. ποιητές).
πρίων (Β), , κωμικό ουσ. από το πρίω, προστ. του ἐπριάμην, με λογοπαίγνιο στη λέξη πρίων, πριόνι, ὁ πρίων ἀπῆν, σε Αριστοφ.