LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "πρίω"
- πρίω, προστ. του ἐπριάμην (βλ. *πρίαμαι), πρβλ. πρίων.
- πρίω, προστ. πρῖε, παρατ. ἔπρῑον, αόρ. αʹ ἔπρῑσα — Παθ., αόρ. αʹ ἐπρίσθην, παρακ. πέπρισμαι· I. πριονίζω, κόβω, πρίω δίχα, κόβω στα δύο, σε Θουκ. — Παθ., κόβομαι σε κομμάτια, σε Ευρ. II. πρίειν τοὺς ὀδόντας, τρίζω ή δαγκώνω τα δόντια, σε Αριστοφ.· μεταφ. στην Παθ., εξοργίζομαι, σε Ανθ. III. αρπάζω κάτι με τα δόντια, δένω στερεά, ζωστῆρι πρισθεὶς ἱππικῶν ἐξ ἀντύγων, σε Σοφ.