LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "πρίαμαι"
- *πρίᾰμαι (περάω), ελλιπές αποθ., από το οποίο σχηματίζεται το ἐπριάμην (αόρ. βʹ του ὠνέομαι)· βʹ ενικ. ἐπρίω, Επικ. γʹ ενικ. πρίατο· προστ. πρίασο, πρίω· υποτ. πρίωμαι, βʹ ενικ. πρίῃ· ευκτ. πριαίμην· απαρ. πρίασθαι (όχι πριάσθαι)· μτχ. πριάμενος· 1. έχω πουλήσει κάτι σε κάποιον, αγοράζω, ψωνίζω, σε Όμηρ., Αττ.· με δοτ. της αξίας, πρίαμαι κτεάτεσσιν ἑοῖσιν, αγοράζω με τα χρήματα κάποιου, σε Ομήρ. Οδ.· με γεν., πρίαμαι θανάτοιο, εξαγοράζω με τον θάνατό του, σε Πίνδ.· πρίαμαί τι ταλάντου, σε Ξεν.· πρίαμαι πολλοῦ, στον ίδ.· μεταφ., οὐδενὸς λόγου πρίασθαι, δεν θα το αγόραζα ούτε σε ελάχιστη τιμή, σε Σοφ.· πρίαμαί τιπαρά τινος, σε Ηρόδ.· πρίαμαι τίμιον τοὔλαιον, το αγοράζω ακριβά, σε Αριστοφ. 2. εκμισθώνω τους φόρους, σε Ξεν.