LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "κοινωνός"
- κοινωνός, ὁ και ἡ (κοινός)· I. 1. σύντροφος, συμμέτοχος, συνέταιρος, τινος, σε κάτι, σε Αισχύλ. κ.λπ.· ὁ τοῦ κακοῦ κ., συνεργός στο κακό, σε Σοφ.· επίσης, τινι, σε κάτι, σε Ευρ. 2. απόλ., μέτοχος, κοινωνός, σε Πλάτ., Δημ. II. ως επίθ., κοινός, σε Ευρ.