Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "θάνατος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
θάνᾰτος, (θνῄσκω), I. 1. θάνατος, σε Όμηρ., κ.λπ.· θάνατος τινος, ο θάνατος που επαπειλείται από κάποιον, σε Ομήρ. Οδ.· θάνατόνδε, σε θάνατο, σε Ομήρ. Ιλ., κ.λπ. 2. στην Αττ., θάνατον καταγιγνώσκειν τινός, καταδικάζω κάποιον σε θάνατο, σε Θούκ.· θανάτου κρίνεσθαι, δικάζομαι για θάνατο, στον ίδ.· ελλειπτ., τὴν ἐπὶ θανάτῳ κεκοσμημένος, (ενν. στολήν), σε Ηρόδ.· δῆσαί τινα τὴν ἐπὶ θανάτου (ενν. δέσιν), στον ίδ.· τοῖς Ἀθηναίοις ἐπιτρέψαι περὶ σφῶν αὐτῶν πλὴν θανάτου, για κάθε τιμωρία πλην του θανάτου, σε Θουκ. 3. πληθ. θάνατοι, τρόποι θανάτου, σε Ομήρ. Οδ.· ή οι θάνατοι διαφόρων ανθρώπων ή ακόμα και ενός προσώπου, σε Τραγ.· II. ως κύρ. όνομα, Θάνατος, ο Θάνατος, ο δίδυμος αδελφός του Ύπνου, σε Ομήρ. Ιλ. III. = νεκρός, σε Ανθ. Π.