LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "δῆλος"
- Δῆλος, ἡ, Δήλος, ένα από τα νησιά των Κυκλάδων, τόπος γέννησης του Απόλλωνα και της Άρτεμης, σε Ομήρ. Οδ.· ονομάζεται επίσης Ὀρτυγία (πιθ. από το δῆλος, εξαιτίας του μύθου ότι έγινε ορατή όταν αναδύθηκε από τη θάλασσα).
- δῆλος, -η, -ον και -ος, -ον, Επικ. δέελος· I. κυρίως, ορατός, ευκρινής, εμφανής, φανερός, σε Ομήρ. Ιλ.· II. διαυγής νοητικά, σαφής, πασιφανής, εμφανής, πασίδηλος, κατάδηλος, σε Ομήρ. Οδ.· δῆλός εἰμι, με μτχ.· δῆλός ἐστιν ἀλγεινῶς φέρων, δηλ. είναι φανερό, ότι δυσαρεστήθηκε, σε Σοφ.· δῆλοίεἰσι μὴ επιτρέψοντες, είναι σαφές ότι δεν θα επιτρέψουν, σε Θουκ.· επίσης, με αιτ. στην ιδιωματική φράση, δῆλόν (ἐστιν) ὅτι..., βλ. δηλονότι. III. το δῆλον μόνο του, χρησιμ. όπως το δηλαδή· αὐτὸς πρὸς αὐτοῦ· δῆλον..., μόνος του, είναι φανερό, σε Σοφ.· επίσης, δῆλονδέ, εισάγει απόδειξη, σε Θουκ. (αμφίβ. προέλ.).