Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "βύβλινος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
βύβλινος, , -ον (βύβλος), φτιαγμένος από «βύβλο», σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.