Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Σίνις"

Βρέθηκε 1 λήμμα
σίνις[σῐ], -ιδος, , αιτ. σίνιν (σίνομαι), I. συλητής, αυτός που λυμαίνεται, που αρπάζει, λαφυραγωγεί, λεηλατεί, ερημώνει, βάνδαλος, καταστροφέας, σε Αισχύλ.· ως επίθ., καταστροφικός, ολέθριος· σίνις ἀνήρ, ως παράδειγμα για τη γλῶσσα (βλ. Αριστ. Περὶ Ποιητικῆς), Ποιητής παρ' Αριστ. Ρήτ. II. ως κύριο όνομα, Σίνις, ο Καταστροφέας, περίφημος ληστής στον Ισθμό της Κορίνθου, που είχε το προσωνύμιο Πιτυοκάμπτης, λόγω του τρόπου θανάτωσης των θυμάτων του, σε Ευρ., Ξεν.