Αποτελέσματα για: "Η"
Βρέθηκαν 11 λήμματα [1 - 11]
-
Η, η, ἦτα, τό, άκλιτο, το έβδομο γράμμα του ελλ. αλφαβ.· ως αριθμητικό, ηʹ = ὀκτώ και ὄγδοος, αλλά ͵η = 8.000. Ο μεγαλογραφούμενος τύπος του Ήτα (Η) ήταν ένα διπλό ε και πιθανώς προφερόταν ως μακρό ε, πρβλ. δῆλος (από το δέελος). Το παλιό αλφάβητο είχε μόνο ένα σημάδι (Ε) για τον ήχο ε, τον βραχύ και τον μακρό, μέχρι τη στιγμή που εισήχθησαν τα μακρά φωνήεντα η και ω, από το Σαμιακό αλφάβητο επί άρχοντος Ευκλείδη το 403 π.Χ., αν και το Η χρησιμ. ως φωνήεν και πριν από αυτόν. Το στοιχείο Η, προτού παραστήσει το μακρό ε, παρίστανε το πνεύμα της δασείας, όπως ΗΟΣ αντί ὅς(το οποίο παραμένει στο Λατινικό Η). Όταν το Η χρησιμ. για να παραστήσει το μακρό ε κόπηκε ταυτόχρονα σε δύο τμήματα, έτσι ώστε το
-
ἤ, Επικ. επίσης ἠέ, σύνδεσμος με δύο κύριες λειτουργίες, συγκριτική και διαζευκτική.
Α. ΔΙΑΖΕΥΚΤΙΚΟΣ, ἤ, είτε, ή, Λατ. vel, ενώνει μία ή περισσότερες λέξεις ή προτάσεις που διαφέρουν από την πρώτη· ἤκουσας ἢ οὐκ ἤκουσας ἢ κωφῇ λέγω;, σε Αισχύλ.· ἤ..., ἤ..., εἴτε..., εἴτε... Λατ. aut..., aut..., σε Όμηρ. κ.λπ. I. σε πλάγιες ερωτήσεις, εἰ..., ἤ..., ἐάν..., ἤ..., Λατ. utrum..., an..., εἰδῶμεν εἰ νικῶμεν ἢ νικώμεθα, σε Αισχύλ.· αλλά στον Όμηρ. το ἤ..., ἤ (ή ἦ) χρησιμ. αντί για το εἰ, Λατ. an, εἰπὲ ἤ..., πες αν..., σε Ομήρ. Οδ. Β. ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΟΣ, παρά, Λατ. quam, σε Όμηρ. κ.λπ.· έπειτα από επίθετα σε θετικό βαθμό που ενέχουν σύγκριση, όπως τα: ἄλλος, ἕτερος, ἀλλοῖος, διπλάσιος, ἐναντίος, ἴδιος, πολλαπλάσιος, και έπειτα από τα επιρρ. πρίν, πρόσθεν· ομοίως, έπειτα από ρήματα που δηλώνουν σύγκριση, βούλεσθαι ἤ..., επιθυμώ περισσότερο από το να...· φθάνειν ἤ..., έρχομαι γρηγορότερα από..., νωρίτερα από..., κ.λπ. I. Το ἤ μερικές φορές ενώνει δύο συγκριτικά που αναφέρονται στο ίδιο υποκείμενο· ἐλαφρότεροι εἶναι ἢ ἀφνειότεροι, να είναι πιο ελαφριοί παρά πλούσιοι, σε Ομήρ. Οδ.· ταχύτερα ἢ σοφώτερα, σε Ηρόδ. II. σπάνια, ύστερα από υπερθ., πλεῖστα θωμάσια ἔχειΑἴγυπτος ἢ ἄλλη πᾶσα χώρη, στον ίδ. III. Το ἤ συχνά παραλείπεται με αριθμητικά όταν προηγούνται τα συγκριτικά πλέων, ἐλάττων, μείων, όπως· ἔτη πλέω ἑβδομήκοντα, σε Πλάτ. (όταν τα ἢ οὐ, ἢ οὐκ συμπίπτουν στον ίδιο στίχο, τα δύο μόρια προφέρονται ως μία συλλαβή).
-
ἤ, επιφώνημα, στόχο έχει να επισύρει την προσοχή κάποιου σε κάτι· ἤ, ἤ, σιώπα, σε Αριστοφ.
-
ἦ, επίρρ. με δύο κύριες σημασίες, βεβαιωτική και ερωτηματική. I. ΒΕΒΑΙΩΤΙΚΟ· Για να επιβεβαιώσει έναν ισχυρισμό· αληθινά, βεβαίως, με ασφάλεια, πράγματι, τω όντι, σε Όμηρ. κ.λπ.· συχνά επιτεταμ. συνοδευμένο από άλλα μόρια, όπως: ἦ ἄρα, ἦ δή, ἦ δή που, ἦ μάλα, κ.λπ.· χρησιμ. επίσης για να εκφράσει αμφιβολία, ἦ που· ο πιο ισχυρός από τους συνδυασμούς αυτούς είναι το ἦ μήν, Ιων. και Επικ. ἦ μέν, ἦ μάν, που χρησιμ. σε ισχυρές επιβεβαιώσεις και όρκους· σύ μοι ὄμοσσον, ἦ μέν μοι πρόφρων ἔπεσιν καὶ χερσὶν ἀρήξειν, σε Όμηρ. κ.λπ. II. ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΟ· Σε ερωτημ. προτάσεις· Λατ. num? = παρακαλώ; δεν είναι έτσι; επίσης, ἦ οὐκ...;, Λατ. nonne? Συχνά προστίθενται σε αυτό τα μόρια· ἦ, ἦ ἄρ, ἦ ῥα, ἦ ἄρα δή, κ.λπ.
-
ἦ, αντί ἔφη, γʹ ενικ. παρατ. ή αορ. βʹ του ἠμί.
-
ἦ, Αττ. συνηρ. τύπος από το Ιων. ἔα, παρατ. του εἰμί (Λατ. sum).
-
ᾖ, γʹ ενικ. υποτ. Ενεργ. ενεστ. του εἰμί (Λατ. sum).
-
ἡ, θηλ. του άρθρου ὁ· στον Όμηρ. επίσης αντί αὕτη.
-
ἥ, θηλ. της αναφορ. αντων. ὅς.
-
ᾗ, δοτ. θηλ. ενικ. της κτητ. αντων. ὅς, ἥ, ὅν, δικός του, δική του, δικό του.
-
ᾗ, δοτ. θηλ. ενικ. της αναφορ. αντων. ὅς, ἥ, ὅ, σε Όμηρ.· συχνά με επιρρημ. σημασία· I. χρησιμοποιείται για τόπο, σε όποιο μέρος, όπου, συγγενές με το δεικτικό τῇ, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. II. 1. χρησιμοποιείται για τρόπο, όπως, ᾗ καὶ Λοξίας ἐφήμισεν, σε Αισχύλ., Θουκ. κ.λπ. 2. γι' αυτό, εξαιτίας αυτού, Λατ. quare, στον ίδ. 3. = καθ' ὅτι, ὡς, Λατ. qua, quatenus, σε Ξεν. III. συνδυαζόμενο με υπερθ.· ᾗ ἐδύνατο τάχιστα, όσο γρήγορα μπορούσε, στον ίδ.· ᾗ ῥᾶστά τε καὶ ἥδιστα, στον ίδ.