Εξώφυλλο

Αριάδνη

Μορφές και Θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας

της Δήμητρας Μήττα

ΔΕΣΜΟΙ

 

Δομικές αντιστοιχίες στις θυσίες Ιφιγένειας και Πολυξένης

 

Ο Άγγελος ανακοινώνει στην Κλυταιμνήστρα τα σχετικά με τη θυσία της κόρης της Ιφιγένειας:

 

Καλή κυρά μου, θα τα μάθεις όλα·

θα σου τα πω εξαρχής, αν δε σκοντάψει

ο νους μου, ως θα μιλώ, και με μπερδέψει.

Όταν, την κόρη σου οδηγώντας, στο άλσος

και στο ανθισμένο φτάσαμε λιβάδι

της Άρτεμης, κόρης του Δία, που εκεί ήταν

συγκεντρωμένος ο στρατός, Αργείοι

μαζεύονταν πολλοί. Την κόρη ως είδε

o βασιλιάς προς το άλσος να βαδίζει

για σφαγή, αναστενάζει, το κεφάλι

γυρίζει από την άλλη, με το ιμάτιο

τα μάτια του σκεπάζει και δακρύζει.

Εκείνη τότε στάθηκε κοντά του

και μίλησε: «Πατέρα, ήρθα σ' εσένα·

για την πατρίδα, για όλη την Ελλάδα

αυτοθέλητα δίνω το κορμί μου·

στο βωμό της θεάς ας μ' οδηγήσουν,

και, αφού ο χρησμός το ορίζει, ας με θυσιάσουν.

Όσο από μένα, ευτυχισμένοι να είστε·

και νικητές γυρίστε στην πατρίδα.

Αργείος κανείς να μη μ' αγγίξει· δίνω

σιωπηλή και με θάρρος το λαιμό μου.»

Θάμασαν όλοι, τέτοια ακούοντας λόγια,

την αρετή της κόρης και την τόλμη.

Και στάθηκε ο Ταλθύβιος - έργο του ήταν -

στη μέση και σιωπή προστάζει σε όλους.

Απ' το φηχάρι κοφτερό μαχαίρι

έβγαλε ο μάντης Κάλχας, σε πανέρι

το απόθεσε χρυσό, και την κοπέλα

στεφάνωσε- και πήρε του Πηλέα

ο γιος τον αγιασμό και το πανέρι,

ράντισε το βωμό ένα γύρο και είπε:

«Ω φόνισσα αγριμιών, κόρη του Δία,

εσύ που λαμπερό μέσα στη νύχτα

φως γυροφέρνεις, δέξου τη θυσία

που των Αχαιών σ' εσέ ο στρατός προσφέρνει,

μαζί του κι ο Αγαμέμνονας, κοπέλας

αμόλυντο αίμα απ' τον ωραίο λαιμό της,

και κάμε καλοτάξιδα τα πλοία,

κι εμείς της Τροίας να πάρουμε το κάστρο.»

Ατρείδες και στρατός σταθήκαμε όλοι

σκυμμένοι χάμω. Πήρε ο ιερέας

το μαχαίρι κι αφού είπε μιαν ευχή

κοίταζε το λαιμό, πού να χτυπήσει·

εγώ βαθιά πονούσα και σκυμμένος

στεκόμουν· κι άξαφνα έγινε το θάμα.

Ξεκάθαρα όλοι ακούσανε το χτύπο

της μαχαιριάς, αλλά κανείς δεν είδε

που χώθηκε η κοπέλα μες στο χώμα.

Φωνάζει κι ο ιερέας κι ο στρατός όλος,

θάμα θεϊκό κι ανέλπιστο σαν είδαν,

που να το βλέπεις και να μην πιστεύεις·

καταγής σπαρταρούσε μια πελώρια

κι ωραιότατη λαφίνα, κι ο βωμός

απ' το αίμα που πηδούσε ραντιζόταν.

Και με χαρά μεγάλη λέει ο Κάλχας:

«Των Παναχαιών πολέμαρχοι, το θύμα

βλέπετε αυτό, το λάφι το βουνίσιο,

που το 'βαλε η θεά μπρος στο βωμό της;

Δέχεται κάλλιο αυτό παρά την κόρη,

μη μολυνθεί ο βωμός μ' ανθρώπινο αίμα.

Το 'λαβε με χαρά και μας χαρίζει

καλό ταξίδι και εισβολή στην Τροία,

θάρρος λοιπόν όλ' οι άντρες, και τραβήξτε

για τα καράβια· σήμερα είν' ανάγκη

ν' αφήσουμε τον κόρφο της Αυλίδας,

του Αιγαίου για να περάσουμε το κύμα.»

Κι όταν καλά μες στου Ηφαίστου τη φλόγα

κάηκε όλο το σφαχτό, για το ταξίδι

εδεήθη του στρατού, σαν που είναι η τάξη.

Εμένα ο Αγαμέμνονας με στέλνει

να τα ιστορήσω να σου πω ποια μοίρα

οι θεοί στην κόρη δίνουνε, ποια δόξα,

που αμάραντη θα μείνει στην Ελλάδα.

Και λέω εκείνο που είδα: το κορίτσι

στους θεούς έχει πετάξει, δίχως άλλο.

Μη θλίβεσαι· το χόλιασμα παράτα

που για τον άντρα σου είχες· όσα κάνουν

οι θεοί αναπάντεχα είναι στους ανθρώπους,

κι εκείνους που αγαπούνε τους γλιτώνουν.

Η μέρα η σημερνή την κόρη σου είδε

και να πεθαίνει και να ζει όμως πάλι.

(Ευρ., Ιφιγένεια εν Αυλίδι 1540-161, μετ. Τ. Ρούσος)

 

Ο Ταλθύβιος (Άγγελος) ανακοινώνει στην Εκάβη τα σχετικά με τη θυσία της κόρης της Πολυξένης:

 

[…] Το πλήθος

του αχαϊκού στρατού ήταν συναγμένο

για τη σφαγή της κόρης μπρος στον τύμβο-

ο γιος του Αχιλλέα, την Πολυξένη

παίρνοντας απ' το χέρι, τήνε βάζει

πάνω στου τάφου την κορφή· κοντά τους

κι εγώ· ξεδιαλεγμένα παλικάρια,

των Αχαιών τα πρώτα, ακολουθούσαν

για να κρατούν, καθώς θα σπαρταρούσε,

την κόρη σου. Ένα ολόχρυσο κροντήρι

στο χέρι του σηκώνει του Αχιλλέα

ο γιος, χοές να κάνει στο νεκρό του

πατέρα, και μου γνέφει να κηρύξω

στο στράτευμα όλο να σωπάσει· κι είπα

τα λόγια τούτα ως βγήκα ανάμεσά τους.

«Σωπάτε οι Αχαιοί, σιωπή ας κρατήσει

ο στρατός όλος, σιωπή, σωπάστε»·

έτσι έκανα το πλήθος να ησυχάσει.

Εκείνος τότε λέει: «Γιε του Πηλέα,

πατέρα μου, από μένα δέξου ετούτες

τις προσφορές που τους νεκρούς ευφραίνουν

κι έξω απ' τον Άδη τους καλούν· το μαύρο,

καθάριο έλα να πιεις αίμα της κόρης

που σου προσφέρω εγώ με το στρατό μας·

γίνε σε μας καλόβολος και λύσε

τις άγκυρες και τα σκοινιά της πρύμης

και κάμε να γυρίσουμε απ' την Τροία

με γυρισμό καλό όλοι στην πατρίδα.»

Τόσα είπε κι ο στρατός δεήθηκε όλος.

Ύστερα το χρυσό σπαθί χουφτώνει

και το τραβά απ' τη θήκη, στων Αργείων

τα παλικάρια γνέφοντας να πιάσουν

την κόρη· αυτή σαν το 'νιωσε, τους λέει:

«Αργίτες που κουρσέψατε τη γη μου,

με τη δικιά μου θέληση πεθαίνω·

κανένας το κορμί μου να μην αγγίζει·

άφοβα θα σας δώσω το λαιμό μου.

Στ' όνομα των θεών, για να πεθάνω

λεύτερη, μη μου δέσετε τα χέρια·

το 'χω ντροπή στον Άδη να με κράζουν

εμένα σκλάβα, μια βασιλοπούλα».

Και τότε με φωνές τήνε παίνεψαν

κι ο ρήγας Αγαμέμνονας τους νέους

επρόσταξε ν' αφήσουν την παρθένα.

Του πρώτου αυτοί γρικώντας βασιλέα

την προσταγή, την άφησαν αμέσως.

Το λόγο του όταν άκουσε κι εκείνη,

τα πέπλα της αδράχνει κι απ' την άκρη

του ώμου σκίζοντάς τα ως τα λαγόνια,

μπροστά στον αφαλό, μαστούς και στέρνο,

πανέμορφα σαν άγαλμα, τα δείχνει·

και γονατίζοντας στη γης ετούτα

τα πάρα θαρρετά λόγια του λέει:

«Να, παλικάρι, αν θες, εδώ στο στήθος

να με χτυπήσεις, χτύπα με, κι αν πάλι

στη ρίζα θέλεις του λαιμού μου, νάτος,

είναι έτοιμος κι αυτός». Εκείνος τότε

δίβουλος απ' τη λύπη του γι' αυτήνε,

με το σπαθί της κόβει το λαρύγγι

και το αίμα σαν κρουνός αναπηδούσε.

Ωστόσο, αυτή πεθαίνοντας νοιαζόταν

σεμνόπρεπα να πέσει και να κρύψει

όσα απ' τα μάτια των αντρών ταιριάζει

να κρύβονται. Κι αφού ξεψύχησε έτσι

με τη θανατερή χτυπιά, οι Αργίτες

μπήκαν σε ξέχωρο ο καθένας κόπο·

άλλοι ρίχνανε φύλλα στη σφαγμένη,

έφερναν άλλοι στο σωρό των ξύλων

κούτσουρα πεύκου, κι όποιος δε μοχθούσε,

τέτοια άκουγε πικρά λόγια από κείνον

που κουραζόταν: «Στέκεις, κακομοίρη,

δεν έχεις ούτε πέπλο ούτε στολίδι

για την παρθένα; Δε θα πας να δώσεις

κάτι γι' αυτήν που τόσο έδειξε θάρρος

και μια ψυχή γενναία;» Ανιστορώντας

ετούτα για την κόρη σου που σφάξαν,

θαρρώ πως είσαι η πιο ευτυχισμένη

μάνα για τα λαμπρά σου τα βλαστάρια,

μα σύγκαιρα κι η πιο δυστυχισμένη.

(Ευρ., Εκάβη 518-580, μετ. Τ. Ρούσσος)

 

Η τύφλωση του Πολυμήστορα και ο φόνος των παιδιών του

 

[…] ήταν

κάποιος Πολύδωρος, γιος της Εκάβης,

ο πιο μικρός· αυτόν από την Τροία

τον έστειλε ο πατέρας του σε μένα

σπίτι μου να τον θρέψω, τι φοβόταν

ο Πρίαμος το πάρσιμο της πόλης.

Αυτόν τον σκότωσα· άκου για ποιο λόγο,

πόσο καλά και φρόνιμα έχω πράξει.

Φοβήθηκα ο εχθρός σου, αυτό τ' αγόρι,

μη μείνει ζωντανό και ξαναχτίσει,

μαζεύοντας λαό, πάλι την Τροία

και μήπως οι Αχαιοί μαθαίνοντάς το,

πως κάποιο ζει απ' του Πρίαμου τα τέκνα,

ξανάρχονταν στη χώρα της Φρυγίας

με στόλο αρματωμένο, και τους κάμπους

ερήμαζαν κουρσεύοντας της Θράκης.

Και τότε εμείς οι γείτονες της Τροίας

θα πάσχουμε, όπως τώρα, βασιλιά μου.

Η Εκάβη, μόλις έμαθε του γιου της

την τύχη τη θανάσιμη, εδωπέρα

μ' αυτήν την αφορμή μ' έχει ξεσύρει,

για να μου πει πως τάχα μες στην Τροία

του Πρίαμου χρυσάφι ήταν κρυμμένο

σε θήκες· μοναχό με τα παιδιά μου

με μπάζει μες στις τέντες, να μη μάθει

γι' αυτά κανένας άλλος. Στο κρεβάτι

καθίζω· Τρωαδίτισσες κοντά μου,

δεξιά κι αριστερά, κάθισαν πλήθος

σα να 'μουν φίλος· παίνευαν της Θράκης

τον αργαλειό τα ρούχα μου κοιτώντας·

άλλες τα δυο θρακιώτικα κοντάρια

βλέποντας, απ' αυτά με ξαρματώσαν.

Όσες ήταν μανάδες, τα παιδιά μου

θαυμάζοντας τα παίζανε στα χέρια

κι η μια στην άλλη τα 'δινε, ώσπου φτάσαν

να βρίσκονται μακριά από το γονιό τους.

Κι ύστερα από τις ήσυχες κουβέντες

βγάλανε -πώς σου φαίνεται;- μαχαίρια

που τα 'χαν μες στα πέπλα τους κρυμμένα.

Κι άλλες τους γιους μου αμέσως μαχαιρώνουν,

άλλες, θαρρείς κι ήταν εχθροί, μου πιάνουν

χέρια και πόδια και μου τα βαστάνε·

ζητώντας να συντρέξω τα παιδιά μου,

αν προσπαθούσα να σηκώσω το κεφάλι,

μου πιάναν τα μαλλιά και με κρατούσαν·

κι αν πάσκιζα τα χέρια να κουνήσω,

από το πλήθος τους ο δόλιος δεν μπορούσα

να καταφέρω τίποτα. Στο τέλος,

η πιο μεγάλη συμφορά μου απ' όλες,

φριχτό κακό μου κάναν με περόνες

τις κόρες διατρυπάνε των ματιών μου

και τα ματώνουν· ύστερα το σκάσαν

απ' τις σκηνές. Εγώ πηδώντας πάνω

σαν το θεριό τις σκύλες κυνηγάω

τις φόνισσες, γκρεμίζοντας, χτυπώντας.

Αυτά έχω πάθει, θέλοντας να κάνω

καλό, Αγαμέμνονα, σε σε, δικό σου

σκοτώνοντας εχθρό. Για να μην πάνε

τα λόγια μου σε μάκρος, αν κανένας

ή πριν, ή τώρα, ή αύριο τις γυναίκες

κακολογήσει, εγώ με δυο κουβέντες

μόνο θα πω όλα αυτά. Μια τέτοια φύτρα

ούτε στεριά ούτε θάλασσα έχει θρέψει·

όποιος μαζί μ' αυτές είχε να κάνει,

πολύ καλά θα το γνωρίζει ετούτο.

(Ευρ., Εκάβη 1113-1161, μετ. Τ. Ρούσσος)[8]

 

Η Πολυξένη στον Οδυσσέα

 

Σε βλέπω, Οδυσσέα, να κρύβεις το χέρι σου στο ρούχο σου.

Σε βλέπω να στρέφεις το πρόσωπο,

μήπως κι αγγίξω τα γένια σου.

Μη με φοβάσαι. Απ' την οργή του Διός της ικεσίας σ' απαλλάσσω.

Θα υποκύψω στην ανάγκη και μαζί σου θα 'ρθω.

Λαχταρώ να πεθάνω. Αν αρνηθώ το θάνατο,

θα πουν πως είμαι γυναίκα δειλή και πως παλεύω για να σώσω τη ζωή μου.

Όμως γιατί να ζω; Είχα πατέρα μου της Φρυγίας τον άνακτα.

Ήταν αυτή πρώτη μεγάλη τύχη·

Με τις καλές ελπίδες ύστερα μεγάλωσα

ότι θα γίνω νύφη βασιλιάδων· ο ζήλος των γαμπρών μεγάλωνε ,

που μάλωναν ποιος θα με κάνει ρήγισσα στ' αρχοντικό του.

Ήμουν η κόρη που καμάρωναν μέσα στην Τροία γυναίκες και παρθένες

και φάνταζα θεά θνητή.

Τώρα είμαι μια σκλάβα· και μόνο την ανοίκεια τη λέξη «σκλάβα»

να στοχάζομαι,

ο έρωτας με πιάνει του θανάτου.

Αν κάποιος αφέντης ωμός μ' αγοράσει,

πληρώνοντας ασήμι και χρυσό,

εμέ, την αδελφή του Έκτορος, κι άλλων πολλών ηρώων

θα μ' αναγκάζει να ζυμώνω ψωμί,

να σαρώνω το πάτωμα, ορθή στον αργαλειό να ρίχνω τη σαΐτα

και να περνώ τις μέρες μου φαρμακωμένη;

Και κάποιος δούλος αγοραστός να μαγαρίζει το κρεβάτι μου,

που κάποτε το στόλιζα για βασιλιάδες;

Ποτέ!

Να μη δώσουν να δουν τα μάτια μου μιας τέτοιας μέρας το φως.

Καλύτερα στον Άδη να προσφέρω το κορμί μου.

Πάρε με, Οδυσσέα, και σφάξε με.

Ελπίδας ίχνος δεν υπάρχει πουθενά

που να υπόσχεται στο μέλλον σωτηρία.

Μητέρα, μην πεις, μην κάνεις τίποτε να μ' εμποδίσεις.

Συναίνεσε στο θάνατό μου

προτού με βρουν ντροπές που δε μ' αξίζουν.

Όποιος δεν έχει συνηθίσει τη γεύση της συμφοράς, στο τέλος τη συνηθίζει,

όμως τον γονατίζει το άλγος της δουλείας.

Γι' αυτό και προτιμά το θάνατο αντίς για τη ζωή.

Είναι μεγάλος ο καημός να ζεις στην καταφρόνια.

(Ευρ., Εκάβη 342-378, μετ. Κ.Χ. Μύρης)

 

Απόλλωνας - Κασσάνδρα, Πολύιδος - Μίνωας, Μελάμποδας: Μαντικοί βίοι παράλληλοι

 

Ο Γλαύκος, σε πολύ μικρή ηλικία, κυνηγώντας ένα ποντίκι έπεσε σε ένα πιθάρι γεμάτο μέλι και πέθανε.[9] Το παιδί έγινε άφαντο και ο Μίνωας, αφού το αναζήτησε παντού, ζήτησε χρησμό από τους μάντεις, για να μπορέσει να το βρει. Και οι Κούρητες του είπαν ότι στα κοπάδια του έχει έναν τρίχρωμο ταύρο και ότι αυτός που θα μπορέσει να περιγράψει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα χρώματά του θα του παραδώσει το παιδί ζωντανό. Στη συγκέντρωση, λοιπόν, των μάντεων, ο Πολύιδος, ο γιος του Κοιρανού, παρομοίασε το χρώμα του ταύρου με του βατόμουρου[10]· αναγκασμένος να βρει το παιδί, με κάποια μαντεία το βρήκε. Όταν ο Μίνωας του είπε ότι πρέπει να παραλάβει το παιδί, και μάλιστα ζωντανό, κλείστηκε μέσα μαζί με το νεκρό παιδί. Και εκεί που καθόταν τελείως αμήχανος, είδε ένα φίδι να προχωρά προς το νεκρό σώμα του παιδιού· το χτύπησε με πέτρα και το σκότωσε, επειδή φοβήθηκε μήπως και ο ίδιος πεθάνει αν πάθει κάτι το νεκρό σώμα. Ύστερα όμως ήρθε και άλλο φίδι που μόλις είδε νεκρό το πρώτο έφυγε· επέστρεψε όμως φέρνοντας ένα βοτάνι που το άπλωσε πάνω σε όλο το σώμα του άλλου φιδιού· όταν του έβαλε το βοτάνι, το φίδι αναστήθηκε. Έκπληκτος ο Πολύιδος με ό,τι έβλεπε, έβαλε το ίδιο βοτάνι στο σώμα του Γλαύκου και τον ανέστησε. Ο Μίνωας πήρε το παιδί του, όμως ύστερα από αυτό δεν άφηνε τον Πολύιδο να επιστρέψει στο Άργος, προτού διδάξει τη μαντική τέχνη στον Γλαύκο · αναγκαστικά λοιπόν ο Πολύιδος του τη δίδαξε. Όμως όταν ήταν να αποπλεύσει, ζήτησε από τον Γλαύκο να φτύσει μέσα στο στόμα του· μόλις το έκανε αυτό ο Γλαύκος, λησμόνησε τη μαντική τέχνη. (Απολλόδωρος 3.17-20)

 

Ο Κρηθέας, αφού ίδρυσε την Ιωλκό, παντρεύτηκε την Τυρώ, κόρη του Σαλμωνέα, από την οποία απέκτησε τον Αίσονα, τον Αμυθάονα, τον Φέρητα. Ο Αμυθάων, λοιπόν, που εγκαταστάθηκε στην Πύλο, παντρεύτηκε την Ειδομένη, κόρη του Φέρητα, που του χάρισε δύο αγόρια, τον Βίαντα και τον Μελάμποδα· αυτός ο τελευταίος ζούσε στους αγρούς και μπροστά το σπίτι του υπήρχε μια βαλανιδιά που πάνω της ήταν μια φιδοφωλιά· όταν οι υπηρέτες σκότωσαν τα φίδια, αυτός μάζεψε ξύλα κι έκαψε τα ερπετά, κράτησε όμως και έθρεψε τα φιδάκια. Όταν αυτά μεγάλωσαν, κάποια φορά, την ώρα που αυτός κοιμόταν, στάθηκαν στο πλάι πάνω από τους δυο του ώμους, και καθάριζαν τ' αυτιά του με τη γλώσσα τους. Αυτός πετάχτηκε πάνω και στάθηκε έντρομος, καθώς καταλάβαινε τις φωνές των πουλιών που πετούσαν από πάνω του, και μαθαίνοντας από αυτά τα μελλούμενα τα προέλεγε στους ανθρώπους. Απέκτησε μάλιστα και την ικανότητα να μαντεύει από τα σφάγια, κι όταν κάποτε συναντησε τον Απόλλωνα στην περιοχή του Αλφειού, έγινε ύστερα άριστος μάντις.[11] (Απολλόδωρος19.11)

 

Σημειώσεις

9. Είναι διαπιστωμένη η ταφή των νεκρών σε πιθάρια κατά τη μινωική εποχή, όπως και η ταρίχευση με μέλι, γνωστή στους λαούς της Μεσογείου. Ο μύθος αντανακλά μια λατρευτική παράδοση για τον θάνατο και την αναγέννηση της ζωής αλλά αποτελεί και αναπαράσταση του τρόπου ταφής και της ταρίχευσης.

10. Λεγόταν ότι η αγελάδα άλλαζε χρώμα τρεις φορές την ημέρα ανά τέσσερις ώρες. Στην αρχή ήταν άσπρη, ύστερα κόκκινη και στο τέλος μαύρη, όπως ακριβώς και το βατόμουρο.

11. Τα φίδια παίζουν ρόλο σημαντικό στους μύθους και άλλων μάντεων (Ίαμος, Μόψος, Πολύιδος, Τειρεσίας).

 

Ηροφίλη

 

Γεννήθηκε στη Μαρπησσό της Τρωάδας από μια Νύμφη και ένα βοσκό της Ίδης, τον Θεόδωρο. Δεύτερη ηλικιακά από τις Σίβυλλες προέβλεψε ότι η καταστροφή της Τροίας θα ερχόταν από γυναίκα της Σπάρτης. Ταξίδεψε σε πολλά μέρη, την Κλάρο, τη Σάμο, τη Δήλο, τους Δελφούς, και προφήτευε κάθε φορά πάνω σε μια πέτρα που κουβαλούσε μαζί της. Πέθανε στην Τρωάδα και έδειχναν τον τάφο της στο δάσος του Σμινθίου Απόλλωνα.

 

Ο Πρίαμος στη Φρυγία

 

και στης Φρυγίας μια φορά τ' αμπελοφόρα μέρη

επήγα κι είδα πληθυσμόν Φρυγών των ιππομάχων,

που τότ' εστρατοπέδευαν στες όχθες του Σαγγάρου,

του θείου Μύγδονος λαοί συνάμα και του Οτρέως,

ότι βοηθός τους έφθασα κι εγώ να πολεμήσω,

όταν αυτοί τες ίσανδρες κτυπούσαν Αμαζόνες·

(Όμ., Ιλ. Γ 184-189)

 

Θυσίες και όρκοι: Πρίαμος και Αγαμέμνων

 

Και οι κήρυκες τες προσφορές της ένορκης θυσίας,

δύο κριάρια κι έν' ασκί γλυκό κρασί γεμάτο,

μέσ' απ' την πόλιν έφερναν· και ο κήρυξ ο Ιδαίος

έναν κρατήρα ολόκληρον με τα χρυσά ποτήρια.

Κι εσίμωσε στον γέροντα και τον παρακινούσε:

« Σήκω», του είπε, « ω Πρίαμε, σε προσκαλούν οι πρώτοι

των Τρώων και των Αχαιών να κατεβείς να κάμεις

μ' αυτούς θυσίαν ένορκην· θα πολεμήσουν τώρα

ο Πάρις και ο Μενέλαος με τα μακριά κοντάρια·

και όποιος νικήσει από τους δυο θα λάβει την Ελένην

με όσους έχει θησαυρούς· κι εμείς οι άλλ' ειρήνην

θα ομόσωμεν ασάλευτην και θα χαρούν οι Τρώες

την κάρπιμη Τρωάδα τους κι εκείνοι οπίσω στ' Άργος

και στην ομορφοπάρθενην θα γύρουν Αχαΐαν».

Και ο γέροντας επάγωσε και των συντρόφων είπε

ευθύς να ζέψουν τ' άλογα και ανέβηκε μαζί του

ο Αντήνωρ εις την άμαξαν και ο Πρίαμος οπίσω

τα χαλινάρια ετέντωνε και τ' άλογα τους φέραν

από τες Πύλες τες Σκαιές στην πεδιάδα κάτω·

και άμ' έφθασαν εις τους στρατούς κατέβηκαν και οι δύο

κι εβάδιζαν ανάμεσα των Αχαιών και Τρώων.

Σηκώθη τότε ο κραταιός Ατρείδης και σιμά του

σηκώθη ο θείος Οδυσσεύς· οι κήρυκες εφέραν

των θείων όρκων τα σφαχτά και αφού μες στον κρατήρα

εσυγκεράσαν το κρασί, το νίψιμο κατόπι

εις τες παλάμες έχυναν των θείων βασιλέων·

κι έσυρ' ο Ατρείδης μάχαιραν που πάντοτ΄ εκρεμόταν

εις την λαβήν του ξίφους του και απόκοψε τες τρίχες

απ' των κριών τες κεφαλές, και αφού τες διαμοιράσαν

οι κήρυκες στους αρχηγούς των Αχαιών και Τρώων,

ψηλά τα χέρια σήκωσεν ο Ατρείδης κι εδεήθη:

«Δία πατέρα, δοξαστέ, μεγάλε, όπου δεσπόζεις

από την Ίδην, κι Ήλιε, που ακούς και βλέπεις όλα,

και ποταμοί, και γη, και σεις θεοί, που εκεί στον Άδη

κάθ' επιόρκου την ψυχήν ως πρέπει τιμωρείτε,

γίνεσθε τώρα μάρτυρες και φύλακες των όρκων·

ανίσως τον Μενέλαον ο Πάρις θανατώσει

με όλους της τους θησαυρούς θα έχει την Ελένην

κι εδώθ' εμείς θα φύγουμε με τα γοργά καράβια·

κι αν ο ξανθός Μενέλαος τον Πάριν θανατώσει

εκείνην με τους θησαυρούς οι Τρώες θ' αποδώσουν

και θα πληρώσουν πρόστιμον, ως πρέπει των Αργείων,

που και στες άλλες γενεές να φθάσει τ' άκουσμά του,

κι αν ύστερ' απ' τον θάνατον του Πάριδος δεν θέλουν

να το πληρώσει ο Πρίαμος και οι παίδες του Πριάμου,

θα μείνω εδώ τον πόλεμον ν' ακολουθήσ' ωσότου

μου πληρωθεί το πρόστιμο και βρω του αγώνος άκρην».

Είπε και με το αλύπητο μαχαίρι τα κριάρια

έσφαξε και σπαρταριστά ξαπλώθηκαν στο χώμα

χωρίς πνοήν, άμα ο χαλκός την δύναμιν τους πήρε·

και απ' τον κρατήρα παίρνοντας κρασί με τα ποτήρια

το χύναν και προσεύχονταν και Αχαιοί και Τρώες

και αυτές προφέρναν τες ευχές: «Ω ύψιστε Κρονίδη,

και όλοι οι αθάνατοι θεοί, των δολερών που πρώτοι

επιορκήσουν ο μυελός να ρεύσει καθώς ρέει

τούτ' οπού χύνω το κρασί, και αυτών και των παιδιών τους

και αγκάλες άλλων να χαρούν τα έρμα θηλυκά τους».

Είπαν, αλλ' όμως την ευχήν δεν έστερξε ο Κρονίδης.

Και ο Δαρδανίδης Πρίαμος εμπρός εις όλους είπε:

«Ακούσετέ με, Αχαιοί, ακούσετέ με, Τρώες,

θα γύρω εγώ στην Ίλιον την πολυανεμισμένην,

ότι η καρδιά δεν μου βαστά τον ποθητόν υιόν μου

να ιδώ με τον Μενέλαον στον φονικόν αγώνα·

μόν' οι αθάνατοι θεοί κι εξόχως ο Κρονίδης

γνωρίζ' εις ποίον διόρισε τον θάνατον η μοίρα».

(Οδ., Ιλ. Γ 245-309, μετ. Ι. Πολυλάς)

 

Η οργή του Πρίαμου

 

Κι έδιωχνε από την αίθουσαν όλους ομού τους Τρώας:

«Ω λώβες, σύρετ' από 'δω! Τα σπίτια σας δεν έχουν

λύπην και αυτά και ήλθετε να πλήξετε κι εμένα;

Μικρή σας φαίνεται η πληγή, που μου 'δωκε ο Κρονίδης,

να χάσω το καλύτερον απ' όλα τα παιδιά μου;

Θα το αισθανθείτε γρήγορα και σεις που αυτός εχάθη

όταν σας κόψουν εύκολα των Αχαιών οι λόγχες.

Αχ! να κλεισθούν τα μάτια μου προτού να ιδούν την πόλιν

να την πατήσουν οι εχθροί και να την ερημάζουν».

Είπε, και με το σκήπτρο του κτυπώντας τους ο γέρος

τους έβγαλε κι εφώναξε στα τέκνα του που εμείναν·

εννέα ήσαν· Έλενος και Πάρις και Αγάθων

και Πάμμων και Αντίφονος, Πολίτης, ο γενναίος

Δηίφοβος και Ιππόθοος και ο δοξασμένος Δίος.

Σ΄ όλους αυτούς εφώναζε: «Τι δεν με βοηθείτε,

κακά μου τέκνα, ελεεινά· να 'χετε όλοι αντάμα

αντί του Έκτορος χαθεί στες πρύμνες σκοτωμένοι·

οϊμένα τον βαριόμοιρον, δεν μόμεινε κανένα

απ' τα εξαίσια τέκνα μου που εδόξασαν την Τροίαν·

πού είναι ο Μήστωρ ο λαμπρός, ο ιππόμαχος Τρωίλος,

ο Έκτωρ, οπού εθέιζε μες στων θνητών τα γένη,

πόμοιαζε γέννημα θεού, και όχι θνητού στο θώρι,

και όλους τους αφάνισεν ο Άρης και απομείναν

οι αχρείοι, ψεύτες, στο χορό λαμπρότατοι τεχνίτες

και αρνιά κι ερίφια του κοινού ν' αρπάζουν μαθημένοι·

δεν πάτε να μου ζέψετε τ' αμάξι ευθύς και τούτα

επάνω του να θέσετε, να μη χρονοτριβήσω;»

(Όμ. Ιλ. 238-264, μετ. Ι. Πολυλάς)

 

Οι συνέπειες του πολέμου

 

Ο Πρίαμος απευθύνεται στον γιο του Έκτορα:

 

Εμένα καν τον κακορίζικο που ακόμα ζω σπλαχνίσου,

που μέσα στα βαθιά γεράματα του Κρόνου ο γιος μου γράφει

άραχλα τέλη, πλήθια ο δύστυχος σα δω κακά πιο πρώτα,

τους γιους να μου σκοτώνουν, σκλάβες τους τις κόρες να μου σέρνουν

και να κουρσεύουν το παλάτι μου· να σφεντονίζουν

κάτω στο χώμα τα παιδιά τ' ανήλικα μες στη σφαγή την άγρια,

και να τραβούν μεβιάς τις νύφες μου με τ' άνομά τους χέρια.

Στερνό και μένα μπρος στην ξώπορτα θα με τραβολογήσουν,

ωμό για να με φαν, οι σκύλοι μου, σύντας με κρούσει κάποιος

με το σπαθί για το κοντάρι του, και τη ζωή μου πάρει-

αυτοί που τάιζα στο τραπέζι μου, να μου φυλάν τις πόρτες·

και αφού ρουφήξουν πια το γαίμα μου με φρενιασμένα σπλάχνα,

θα ξαπλωθούν μπροστά στην ξώπορτα. Στο νιο ταιριάζουν όλα,

που ο κοφτερός χαλκός τον σπάραξε μες στη σφαγή και πέφτει,

κι ό,τι κι αν δείξει, είναι όλα του όμορφα, κι ας είναι σκοτωμένος.

Μα ενού γερόντου που σκοτώθηκεν οι σκύλοι σαν ντροπιάζουν

την άσπρη κεφαλή του, τ' άσπρα του γένια, τ' αχαμνά του,

χειρότερο κακό δε βρίσκεται για τους θνητούς τους έρμους!

(Χ 58-76, μετ. Ι. Πολυλάς)

 

Στην τραγική αυτή ρήση του Πριάμου περιγράφονται όλα τα δεινά που προκύπτουν από τον πόλεμο: 1) Σε μια λεηλασία βεβηλώνονται εκτός από τους δημόσιους και οι ιδιωτικοί χώροι μιας οικογένειας· 2) οι γυναίκες υφίστανται τη βία των νικητών, αιχμαλωτίζονται ή βιάζονται, όπως λ.χ. η Κασσάνδρα από τον Αίαντα τον Λοκρό· 3) το ίδιο και οι γιοι και τα παιδιά, ιδιαίτερα της βασιλικής οικογένειας, γιατί αποτελούν μελλοντικό κίνδυνο, όπως λ.χ. ο Τρωίλος και ο Αστυάνακτας, τον οποίο οι νικητές πέταξαν από τα τείχη της Τροίας στις μεταγενέστερες εκδοχές της άλωσης· 4) οι ηλικιωμένοι, αφού δουν όλες τις βιαιοπραγίες των νικητών, υφίστανται ατιμωτικό θάνατο.

 

Τα λύτρα του Πρίαμο για τον σκοτωμένο Έκτορα

 

[…] από τ' αρμάρια του εσήκωσε τα ωραία

σκεπάσματα και δώδεκα πέπλους λαμπρούς επήρε.

Και χλαίνες δώδεκα μονές, και τάπητες ομοίως

και τόσα επανωφόρια, τόσους κοντά χιτώνες

και δέκ' ακόμη τάλαντα χρυσάφι ζυγισμένο,

τέσσερους λέβητες και ομού δυο τρίποδες που ελάμπαν

κι ένα ποτήρι υπέρλαμπρο, βαρύτιμο που οι Θράκες

του είχαν δωρήσει τον καιρόν που επήγε απεσταλμένος·

και μηδ' εκείνο εκράτησεν ο γέρος, τόσην είχε

λαχτάραν το αγαπητό παιδί να ξαγοράσει.

(Όμ., Ιλ. Ω 228-237, μετ. Ι. Πολυλάς)

 

Το παλάτι του Πρίαμου

 

Και ως έφθασε στο μέγαρο τ' ωραίο του Πριάμου,

με σκαλισμένες αίθουσες κτισμένο, κι ήσαν μέσα

θάλαμοι καλοσκάλιστοι μαρμάρινοι πενήντα,

όλοι κτισμένοι σύνεγγυς· και αυτού μέσα εκοιμόνταν

με τες μνηστές γυναίκες των οι παίδες του Πριάμου·

και απ' τ' άλλο μέρος στην αυλήν, αντίκρυς, εις τ' ανώγι,

θάλαμοι καλοσκάλιστοι μαρμάρινοι εκτισθήκαν

δώδεκα σύνεγγυς και αυτοί· και αυτού πάλι εκοιμόνταν

με τες σεβάσμιες κόρες του οι αγαπητοί γαμβροί του

(Ιλ., Ζ 242-251, μετ. Ι. Πολυλάς)

 

Εκάβη

 

Η μαύρη κι άραχλη, να σύρω μεγάλη φωνή;

να σύρω μοιρολόι κι οδυρμό;

σκοτεινά γηρατειά, θεοσκότεινα,

σκλαβιά μου αφόρητη,

ασήκωτη σκλαβιά μου,

πού να ζητήσω καταφύγιο, σε ποιο παιδί μου;

σε ποια χώρα; ο γέροντάς μου χάθηκε

και τα παιδιά μου χάθηκαν·.

ποιο μονοπάτι να πάρω,

αυτό ή εκείνο;

ποιος δαίμονας και ποιος θεός θα τρέξει να με σώσει; […]

Δύσκολο πόδι μου πάγαινε,

πάγαινε τη γριά σε κείνο το πλατύσκαλο.

[…]

Είμαι γερόντισσα,

ένας κηφήνας,

αξιοθρήνητη,

σκιάς είδωλο,

προσωπείο θανάτου.

[…]

Γέρνω στη γη το κορμί μου,

γονατίζω τα γηρατειά μου

και με τα δυο μου χέρια

χτυπάω το χώμα.

(Ευρ., Εκ. 155-164· Τρωάδες, 190-193, 1305-1306, μετ. Κ.Χ. Μύρης)

 

Λαοδίκη

 

Ἐλέχθη δὲ καὶ περὶ Λαοδίκης ὅδε λόγος, ὡς ἄρα παραγενομένων ἐπὶ Ἑλένης ἀπαίτησιν Διομήδους καὶ Ἀκάμαντος πολλὴν ἐπιθυμίαν ἔχειν μιγῆναι παντάπασι νέῳ ὄντι Ἀκάμαντι· καὶ μέχρι μέν τινος ὑπ᾽ αἰδοῦς κατέχεσθαι, ὕστερον δὲ νικωμένην ὑπὸ τοῦ πάθους ἀνακοινώσασθαι Περσέως γυναικὶ (Φυλοβίη αὐτῇ ὄνομα) παρακαλεῖν τε αὐτὴν ὅσον οὐκ ἤδη διοιχομένῃ ἀρήγειν αὐτῇ. κατοικτείρουσα δὲ <αὕτη> τὴν συμφορὰν τῆς κόρης δεῖται τοῦ Περσέως, ὅπως συνεργὸς αὐτῇ γένηται ἐκέλευέ τε ξενίαν καὶ φιλότητα τίθεσθαι πρὸς τὸν Ἀκάμαντα. Περσεὺς δὲ τὸ μὲν καὶ τῇ γυναικὶ βουλόμενος ἁρμόδιος εἶναι, τὸ δὲ καὶτὴν Λαοδίκην οἰκτείρων πάσῃ μηχανῇ [ἐπὶ] τὸν Ἀκάμαντα εἰς Δάρδανον ἀφικέσθαι πείθει· καθίστατο γὰρ ὕπαρχος τοῦ χωρίου. ἦλθε καὶ Λαοδίκη ὡς εἰς ἑορτήν τινα σὺν ἄλλαις τῶν Τρῳάδων ἔτι παρθένος οὖσα. ἔνθα δὴ παντοδαπὴν θοίνην ἑτοιμασάμενος συγκατακλίνει καὶ τὴν Λαοδίκην αὐτῷ φάμενος μίαν εἶναι τῶν τοῦ βασιλέως παλλακίδων. καὶ Λαοδίκη μὲν οὕτως ἐξέπλησε τὴν ἐπιθυμίαν, χρόνου δὲ προϊόντος γίνεται τῷ Ἀκάμαντι υἱὸς Μούνιτος, ὃν ὑπ᾽ Αἴθρας τραφέντα μετὰ Τροίας ἅλωσιν διεκόμισεν ἐπ᾽ οἴκου. καὶ αὐτὸν θηρεύοντα ἐν Ὀλύνθῳ τῆς Θρᾴκης ὄφις ἀνεῖλεν. (Παρθένιος, Περί ερωτικών παθημάτων 16.1-4)

 

Έλενος

 

Μάντις ἦν τις εὐγενής,

Πριάμου μὲν υἱός, ὄνομα δ᾽ ὠνομάζετο

Ἕλενος, ὃν οὗτος νυκτὸς ἐξελθὼν μόνος,

ὁ πάντ᾽ ἀκούων αἰσχρὰ καὶ λωβήτ᾽ ἔπη

δόλιος Ὀδυσσεὺς εἷλε, δέσμιόν τ᾽ ἄγων

ἔδειξ᾽ Ἀχαιοῖς ἐς μέσον, θήραν καλήν·

(Σοφ., Φιλοκτ. 604-609)

 

Πολύδωρος

 

Στον Πριαμίδην έπειτα Πολύδωρον εχύθη·

τούτον από τον πόλεμον εμπόδιζε ο πατέρας,

ότ' ήταν το υστερόγεννο και αγαπητό παιδί του,

ανεμοπόδης φοβερός και τότε απ΄ αγνωσιά του

μες στους προμάχους έτρεχε να δείξει πόσο αξίζουν

τα πόδια του, ώσπου έχασε την ποθητήν ζωήν του.

Εκείνον ο πτερόποδος ακόντισε Πηλείδης

στα νώτα εμπρός του ως έφευγε, της ζώνης όπου οι κόμποι

χρυσοί τον διπλόν θώρακα κλεισμένον εκρατούσαν.

Και η λόγχη αντίκρυ σχίζοντας τον ομφαλόν του εβρήκε·

σκούζοντας εγονάτισε, το φως δεν είδε πλέον

και με τα χέρια τ΄ άντερα σκυμμένος εβαστούσε.

Άμ' είδε τον αυτάδελφον Πολύδωρον ο Έκτωρ

χάμω στην γην να στρέφεται με τ΄ άντερα στα χέρια,

θάμπωμα του 'λθε και μακράν ακόμη να γυρίζει

δεν έστερξε, αλλ' εχύθηκεν επάνω στον Πηλείδην

ωσάν φωτιά, τινάζοντας την λόγχην·

(Όμ., Ιλ. 407-423, μετ. Ι. Πολυλάς)

 

Αινείας και Πολύδωρος

 

Αφού αποφάσισαν οι επουράνιοι ν' αφανίσουν την Ασία και του Πρίαμου το ανεύθυνο έθνος, κι έπεσε το περήφανο Ίλιο κι όλη γκρεμισμένη καπνίζει η Ποσειδώνεια Τροία, οδηγούμαστε από τα σημάδια των θεών να ζητήσουμε χώρα της εξορίας μας μακρινή κι ερημικούς τόπους, και στόλο ναυπηγούμε κάτω από την ίδια Άνταντρο και τα βουνά της Φρυγικής Ίδας, μην ξέροντας, για πού μας φέρνουν οι μοίρες, πού θα μας οριστεί να σταθούμε· συγκεντρώνουμε τούς άντρες. Μόλις είχε πρωταρχίσει η άνοιξη κι ο πατέρας Αγχίσης διάταξε να σηκώνουμε τα πανιά στο πεπρωμένο, όταν με δάκρυα τις ακρογιαλιές της πατρίδας και τα λιμάνια αφήνω και τους κάμπους, όπου κάποτε η Τροία υπήρξε. Πλανιέμαι εξόριστος στο πέλαγο με τους συντρόφους και με το γιο μου και με τους σπιτικούς και τους μεγάλους θεούς.

Χώρα μακριά σ' απλόχωρους κάμπους η Μαβορτία καλλιεργιέται, οι Θράκες αλετρίζουν, που κάποτε βασίλευε ο άγριος Λυκούργος, παλιά φιλοξενία της Τροίας κι οι Εφέστιοί της σύμμαχοι των δικώ μας, όσο είχαμε τύχη. Φτάνω εδώ και στην καμπυλωτή αχτή στήνω στο πρώτο μας κάστρο βγαίνοντας με σημάδια εχθρικά κι από το δικό μου όνομα πλάθω το όνομα Αινειάδες.

Θυσίες στη Διωναία μητέρα και στους θεούς πρόσφερνα για να προστατέψουν τ' αρχινισμένα μας έργα κι άσπρον ταύρο στο βασιλιά των επουράνιων θυσίαζα στ' ακρογιάλι. Έτυχε να είναι ψήλωμα κοντά και στην κορφή του θάμνοι κρανιάς και μυρτιά τρομαχτική με τα πυκνά της κλαριά. Τη σίμωσα και την πράσινη χλωρασιά από το χώμα προσπαθώντας να ξεριζώσω, με τούς θαλερούς της κλώνους τους βωμούς να σκεπάσω, ανατριχιαστικό κι αλλόκοτο να ειπωθεί βλέπω σημάδι. Δηλαδή από τις σπασμένες ρίζες του πρώτου δέντρου που ξεριζώνεται από το έδαφος, μαύρου αίματος γλιστράνε σταγόνες και μια πήχτρα μόλεβε το χώμα. Ρίγος τα μέλη μου τραντάζει και το αίμα μου από το φόβο παγώνει. Ξανά κι άλλου δέντρου τόν τρυφερό κορμό προχωρώ ν' αποσπάσω και να ψάξω ως το βάθος τις κρυφές του σημαδιού αιτίες· μαύρο κι από του άλλου δέντρου τη φλούδα βγαίνει αίμα. Στριφογυρίζοντας πολλά στο μυαλό μου τις αγροτικές ικέτευα νεράιδες και το Θούριο πατέρα, που τη χώρα των Γετών προστατεύει, για να ξεδιαλύνουν σε καλό το σημάδι και δεξιά ναν τα φέρουν. Μα αφού με μεγαλύτερη ορμή ρίχνουμαι σε τρίτο κλαρί και πεσμένος στα γόνατα παλαίβω με τον αντιστεκούμενο άμμο -ναν το πω η ναν το σιωπήσω;- στεναγμός πολυδάκρυτος ακούγεται βαθειά από το ψήλωμα και φωνή βγαλμένη φτάνει στ' αφτιά μου: Γιατί εμέ το δύστυχο, Αινεία, με σπαράζεις; λυπήσου με πια στον τάφο μου· φυλάξου τ' αμόλυντα χέρια σου να μολέψεις. Η Τροία δε με γέννησε αλλόφυλο σ' εσένα και τούτο το αίμα από κλωνάρι δεν τρέχει. Αλίμονο! φύγε από τη σκληρή χώρα, απόφυγε την αχτήν την πλεονέχτρα. Γιατί εγώ είμαι ο Πολύδωρος. Εδώ σπάρσιμο από σιδερένιες σαΐτες που με διατρύπησαν με σκεπάζει και που ξεφύτρωσαν μυτερά κοντάρια». Τότε λοιπόν ζουλίστηκε το μυαλό μου και κιτρίνισα από φόβο διπλό κι οι τρίχες μου σηκώθηκαν κι η φωνή μου κόλλησε στο λάρυγγά μου.

Τούτον τον Πολύδωρο κάποτε με πολύ βάρος χρυσού ο δύστυχος ο Πρίαμος κρυφά τον εμπιστεύτηκε στο Θρακιώτη βασιλιά για ναν τον αναθρέψει, όταν δεν είχε πια καμιά εμπιστοσύνη στα όπλα της Δαρδανίας, κι έβλεπε να πολιορκιέται η πόλη. Εκείνος, μόλις οι δυνάμεις τσακίστηκαν των Τεύκρων κι η τύχη τους εγκατάλειψε, επειδή πήγε με το μέρος του Αγαμέμνονα και με τα νικηφόρα του όπλα, κάθε όσιο παραβιάζει, τον Πολύδωρο σφάζει και με τη βία βάνει στο χέρι το χρυσάφι. Σε τι τις καρδιές των θνητών δεν αναγκάζεις, καταραμένη πείνα του χρυσού; Αφού ο φόβος τα κόκαλά μου άφησε, στους διαλεχτούς του λαού προύχοντες, και πρώτα πρώ­τα στον πατέρα μου, τα σημάδια των θεών αναφέρνω, και ποια είν' η γνώμη τους ρωτώ. Σ' όλους η ίδια γνώμη είναι απ' την εγκληματική ν' αναχωρήσουμε γης, να εγκαταλείψουμε τη μο­λυσμένη φιλοξενία, και να δώσουμε τον αέρα στο στόλο. Λοι­πόν ξαναθάφτουμε τον Πολύδωρο και πελώριο τύμβο σηκώνουμε με χώμα· χτίζουμε βωμό στις κάτω ψυχές θλιβεροί από τις πένθιμες ταινίες και το μαύρο κυπαρίσσι κι ολόγυρα οι Ιλιάδες στέκουνται με ξέπλεκα μαλλιά, πως το καλεί η συνήθεια· χύνουμε από κύπελλα αφρισμένα από γάλα χλιαρό και ποτήρια από αίμα ιερό και την ψυχή στον τάφο κρύβουμε και για τε­λευταία φορά προσφωνούμε. (Βιργ., Αιν. 3.1-68, μετ. Θ.Δ. Τασόπουλου)

 

Τρωίλος

 

[…] φεύγοντας ο Τρωίλος ξαρμάτωτος, το δύστυχο τ' άγουρο παιδί, που κι αν και πιο αδύναμος αναμετρήθηκε με τον Αχιλλέα, σέρνεται από τ' άλογα και τ' ακυβέρνητο άρμα, τα χαλινάρια όμως κρατώντας· ο σβέρκος του και τα μαλλιά σέρνουνται στο χώμα και τρυπημένος με το κοντάρι σχεδιάζει πάνω στη γης. (Βιργ., Αιν. 3.1-68, μετ. Θ.Δ. Τασόπουλου)

 

Η Αθηνά Δηίφοβος

 

και στην ακούραστην φωνήν του Δηιφόβου [η Αθηνά] ομοιώθη.

Κι ήβρε τον θείον Έκτορα, πλησίασε και του 'πε:

«Στα στενά σ' έχει, αγαπητέ, ο γρήγορος Πηλείδης,

που ολόγυρα σε κυνηγά στα τείχη του Πριάμου·

αλλ' ας μείνομε ακλόνητοι μαζί ν' αντισταθώμεν».

Και ο μέγας της απάντησεν, ο λοφοσείστης Έκτωρ:

«Δηίφοβ· εγώ πάντοτε σε πρώτον αγαπούσα

απ' όσους γέννησ' αδελφούς η Εκάβη του Πριάμου,

αλλά τώρ' ακριβότερα θα σε τιμήσει ο νους μου.

Αφού μ' είδαν τα μάτια σου, να βγεις από το τείχος

ετόλμησες γι' αγάπη μου κι οι άλλοι μέσα μένουν».

Τότε η γλαυκόφθαλμη θεά σ' εκείνον απαντούσε:

«Αγαπητέ, και η σεβαστή μητέρα και ο πατέρας

και οι φίλοι όλοι αραδικώς θερμά μ' επαρακάλουν

να μείνω αυτού· τόσο πολύς όλους τους πήρε τρόμος.

Αλλά εμέ βασάνιζεν ο πόνος σου, αδελφέ μου.

Και ας πεταχθούμε τώρα ευθύς στην μάχην και ας βροντήσουν

γενναία τα κοντάρια μας, να ιδούμε αν ο Πηλείδης

τα αιματωμένα λάφυρα θα πάρει των κορμιών μας

στες πρύμνες ή απ' την λόγχην σου θα ξεψυχήσει εκείνος».

Είπε η θεά και δίβουλα ξεκίνησε αυτή πρώτη

και όταν αυτοί προχώρησαν κι ευρέθησαν αντίκρυ

ο Έκτωρ πρωτομίλησεν: «Εμπρός σου δεν θα φύγω,

Πηλείδη, πλέον ως προτού, που ολόγυρα εις τα τείχη

τρεις μ' εκυνήγησες φορές, και αντίκρυ εις την ορμήν σου

να μείνω δεν ετόλμησα· τώρα η ψυχή μου θέλει

αντίμαχα να σου στηθώ· θα πέσεις ή θα πέσω.

Και πρώτ' ας συμφωνήσουμε και μάρτυρες μεγάλοι

θα 'ναι οι θεοί και έφοροι στο λόγο που θα ειπούμε.

Άπρεπα εγώ το σώμα σου δεν θα χαλάσω, αν ίσως

μου δώσει ο Δίας δύναμιν και την ζωήν σου πάρω·

γυμνόν απ' τ' άρματα λαμπρά το σώμα σου, ω Πηλείδη,

θα δώσω εγώ των Αχαιών· όμοια και συ να πράξεις».

Μ' άγριο βλέμμ' απάντησεν ο γρήγορος Πηλείδης:

«Μη μου προφέρεις σύμβασες, ω Έκτωρ μισητέ μου,

λεοντάρια και άνθρωποι ποτέ δεν ώμοσαν ειρήνην,

λύκοι και αρνιά δεν γίνεται ποτέ να ομογνωμήσουν

αλλ' έχθραν έχουν άσπονδην κακήν ανάμεσόν τους.

Τόσο κι εγώ δεν δύναμαι ποτέ να σ' αγαπήσω

και όρκους δεν θα ομόσομε πριν ένας απ' τους δύο

χορτάσει με το αίμα του τον ανδρειωμένον Άρην.

Κάθε αρετήν πολεμικήν να θυμηθείς είν' ώρα

καλός να δείξεις λογχιστής και μαχητής ανδρείος·

αποφυγήν δεν έχεις πλια, στην λόγχην μου αποκάτω

θα σε δαμάσ' η Αθηνα· και θα πλερώσεις όλον

τον πόνον των συντρόφων μου που η λόγχη σου έχει σφάξει».

Είπε και το μακρόσκιον ξετίναξε κοντάρι.

Καθώς το είδε εκάθισε να το ξεφύγει ο Έκτωρ

κι επέταξε απ' επάνω του το χάλκινο κοντάρι

και αυτού στυλώθη μες στην γην κι η Αθηνά το παίρνει

και από τον Έκτορα κρυφά το δίδει του Αχιλλέως.

Ο Έκτωρ τότε ομίλησε στον άψογον Πηλείδην:

«Δεν πέτυχες, ισόθεε Πηλείδη, μήτε ο Δίας

σου είπε ακόμα, ως έλεγες, το πότε θ' αποθάνω.

Αλλ' έχεις λόγια στρογγυλά και κλεφτολόγος είσαι

να με δειλιάσεις, στην ψυχήν το θάρρος να νεκρώσεις.

Δεν φεύγω εγώ, την λόγχην σου στες πλάτες να μου εμπήξεις

αλλά στο στήθος, που άντικρυς προβάλλω, πέρασέ την,

αν τούτο θέλησε ο θεός· ωστόσο απ' την δικήν μου

φυλάξου, κι είθε ολόβολη στα σπλάχνα σου να φθάσει·

στους Τρώας ελαφρότερον θα κάμει τον αγώνα

ο θάνατός σου, ότι σ' εσέ την συμφοράν τους βλέπουν».

Είπε και το μακρόσκιον ξετίναξε κοντάρι

και του Πηλείδη επέτυχε στην μέσην την ασπίδα.

Αλλά τινάχθηκε μακράν απ' την ασπίδα εκείνο.

Χαμένο είδε τ' ακόντι του ο Έκτωρ κι εχολώθη,

κατηφιασμένος έμεινε, που άλλην δεν είχε λόγχην.

Κι έσυρε δυνατήν φωνήν να ειπεί του Δηιφόβου

κοντάρι να του φέρει ευθύς, και αυτός εκεί δεν ήταν.

Και ο Έκτωρ το εννόησε στο πνεύμα του και είπε:

«Το βλέπω, οϊμένα, που οι θεοί μ' εκάλεσαν στον Άδην·

τον ήρωα Δηίφοβον επίστευα κοντά μου

κι είναι στο τείχος· η Αθηνά μ' ετύφλωσε με δόλον.

Θάνατος τώρα μ' εύρηκε κακός, μακράν δεν είναι.

(Όμ., Ιλ. Χ 227-302, μετ. Ι. Πολυλάς)

 

Ο Διήφοβος στον Άδη

 

Kι ακόμα εδώ τον Πριαμήδη Δηίφοβο κομματιασμένο σ' όλο του το κορμί βλέπει κι άγρια ακρωτηριασμένο στο πρόσωπο, στο στόμα και τα δυο του τα χέρια, και στους κροτάφους που τους έλειπαν τα κομμένα αφτιά και την κουτσουρεμένη με ελεεινό τραύμα μύτη. Μόλις που τον γνώρισε δειλιασμένο και τη σκληρή να κρύβει τιμωρία, τέλος με γνώριμη φωνή του μιλάει: «Δηίφοβε οπλοδύναμε, γεννημένε απ' το ένδοξο αίμα του Τεύκρου, ποιος έτσι σκληρά διάλεξε να σε τιμωρήσει; Σε ποιον ήταν βολετό τόσο μεγάλο έγκλημα να σου κάμει; Σε μένα η φήμη τη μοιραία κείνη νύχτα έφερε πως αποκαμωμένος από την ατέλειωτη σφαγή των Πελασγών έπεσες τέλος πάνω σε σωρό ανάκατα πτωμάτων. Τότε εγώ κενοτάφιο στου Ροίτειου την αχτή έστησα και τρεις φορές τη Σκιά σου με μεγάλη φωνή εφώναξα. Τ' όνομά σου και τ' άρματα τον τόπο κατέχουν εσένα, φίλε, δε μπόρεσα να βρω κι απ' την πατρίδα αναχωρώντας να σε θάψω». Σ' αυτά ο Πριαμίδης απαντάει: «Τίποτε φίλε μου δεν παράλειψες. Όλα για το Δηίφοβο τα ταχτοποίησες και για τη σκιά του νεκρού του. Μα εμένα η μοίρα μου και το συφοριασμένο έγκλημα της Λακώνισσας σ' αυτές τις συφορές με βούλιαξαν· κείνη αυτά μου άφησε τα σημάδια. Γιατί πως τη στερνή μας νύχτα την περάσαμε σ' απατηλή χαρά, το ξέρεις· κι είναι μεγάλη ανάγκη ναν το θυμόμαστε. Όταν ο μοιραίος ίππος πηδώντας πέρασε πάνω από τα ψηλά Πέργαμα και φορτωμένος στην κοιλιά του έφερνε αρματωμένο πεζικό, εκείνη χορό καμόνοντας έσερνε ολόγυρα τις Τρωαδίτισσες που τραγουδούσαν το Βάκχο· δαδί αναμμένο στη μέση όντας κρατούσε αυτή πελώριο κι από την ψηλή τους Δαναούς την ακρόπολη καλούσε. Τότε εμέ βασανισμένο από έγνοιες και βάρυπνο ο άτυχος με κράτησε θάλαμος κι όταν ξάπλωσα γλυκός και βαθύς μ' έσφιξε ύπνος πάρα πολύ οιδίζοντας με ήσυχο θάνατο. Στ' αναμεταξύ η περίφημη σύζυγός μου ξεμακραίνει από το σπίτι τ' άρματά μου όλα και το πιστό μου σπαθί τα πάνω από το κεφάλι μου ξεκλέβει· μέσα στο σπίτι το Μενέλαο φωνάζει και τις πύλες ανοίγει, δηλαδή ελπίζοντας πως τούτο θα είναι ρουσφέτι μεγάλο στον άντρα που την αγαπούσε και πως έτσι θα είναι βολετό να σβηστεί το κακό της όνομα για το παλιό της έγκλημα. Μα γιατί ναν τα πολυλογώ; Πατάνε το σπίτι· ακολουθάει σύντροφος μαζί ο συμβουλάτορας των εγκλημάτων Αιολίδης. Θεοί, άμποτε στους Έλληνες να πληρώσετε τα τέτοια εγκλήματά τους, ανίσως με δίκαιο στόμα ζητώ τιμωρία. (Βιργ., Αιν. 6.494 κ.ε., μετ. Θ.Δ. Τασόπουλου)

 

Λυκόφρονος Αλεξάνδρα

 

H Αλεξάνδρα δεν είναι άλλη από την Κασσάνδρα, την κόρη του Πριάμου. H Κασσάνδρα-Αλεξάνδρα φυλακίζεται -προφανώς για να μη χρησμολογεί δημοσίως- την ημέρα που ο Πάρης-Αλέξανδρος ξεκινά το μοιραίο ταξίδι για τη Σπάρτη. H έγκλειστη Κασσάνδρα εκφέρει ένα μακρύ, προφητικό μονόλογο (1474 στ. σε ιαμβικό τρίμετρο). Ο Φύλακας ακούει τα λόγια της και μεταφέρει στον Πρίαμο όσα συγκράτησε από «μια φωνή / που θύμιζε της μαύρης Σφίγγας τη μιλιά». Ακολουθεί η εκτενής προφητεία: αρχίζει από την άλωση της Τροίας, περνά στους Νόστους και στις συνέπειες από την άλωση της Τροίας και περατώνεται με τις συγκρούσεις Ασίας - Ευρώπης (31-1450). Ακολουθεί ο θρήνος της Αλεξάνδρας, επειδή οι προφητείες της δεν γίνονται πιστευτές (1451-1460) και το ποίημα κλείνει με τον επίλογο του Φύλακα (1461-1474).

Λυκόφρονος Αλεξάνδρα. Επιμέλεια - Εισαγωγή André Hurst, μτφρ. Φανή Παιδή. (Επιμέλεια σειράς Γεώργιος Α. Χριστοδούλου) Αθήνα : Στιγμή, 2004.

 

Οθρυονέας

 

Και τότε με τους Δαναούς ο Ιδομενεύς, αν κι ήταν

μισοασπρομάλλης όρμησε κι εσκόρπισε τους Τρώας.

Τον Οθρυονέα φόνευσε, που απ' τα Καβήσια μέρη

στην Τροίαν ήλθε, ως άκουσε την φήμην του πολέμου,

και του Πριάμου την καλήν απ' όλες θυγατέρα,

Κασσάνδραν, νύμφην άπροικα ζητούσε κι έργον μέγα

υπόσχονταν, τους Δαναούς να διώξει από την Τροίαν.

Και ο γέρος Πρίαμος ρητώς την κόρην του υπεσχέθη·

κι εκείνος εις τον λόγον του θαρρώντας πολεμούσε·

τον λόγχισεν ο Ιδομενεύς ενώ με υψηλό βήμα

κινούσεν, ουδέ ο θώρακας εκράτησε την λόγχην

ο χάλκινος, κι η άκρη της του εμπήχθη στην γαστέρα·

χάμω με βρόντον έπεσε κι εκείνος εκαυχήθη:

«Οθρυονέα, των θνητών θα σε κηρύξω πρώτον,

αν όσ' ανάλαβες σωστά τελειώσεις του Πριάμου,

αφού την θυγατέρα του κι εκείνος σου υποσχέθη.

Ομοίαν θα εκτελούσαμε κι εμείς υπόσχεσίν μας·

απ' τ' Άργος θα σου φέρναμε του Ατρείδη θυγατέρα

στα κάλλη της ασύγκριτην, γυναίκα να την έχεις,

την πυργωμένην Ίλιον αν συ μας εκπορθήσεις.

Στες πρύμνες ακολούθα εμέ να ειπούμε δια τους γάμους,

να ιδείς τι δώρα νυφικά δίδομ' εμείς γενναία».

Είπε και τον ποδόσερνε στην ταραχήν της μάχης.

(Όμ., Ιλ. Ν 361-383, μετ. Ι. Πολυλάς)

 

Η Κασσάνδρα στα τείχη

 

Και όταν στον Ξάνθον έφθασαν, διογέννητο ποτάμι,

ο Ερμής οπίσω εγύρισε στες κορυφές του Ολύμπου,

και η χρυσόπεπλη Ηώς την γην εφώτιζ' όλην,

κι εκείνοι με το λείψανο που εφέρναν τα μουλάρια

με δάκρυα, με ξεφωνητά τραβούσαν προς την πόλιν

και δεν τους νόησε κανείς παρά η Κασσάνδρα μόνη,

η κόρη οπού της χρυσής ομοίαζε Αφροδίτης.

Είχε ανεβεί στην Πέργαμον κι εκείθ' είδε στ' αμάξι

τον ποθητόν πατέρα της μαζί με τον Ιδαίον,

και ως είδε τον κειτάμενον στο νεκρικό του στρώμα

μες στ' άλλο αμάξι, έσκουζεν η κόρη και στην πόλιν

έβαλε το ξεφωνητό: «Ω Τρώισσες, ω Τρώες,

κοιτάτ' εκεί τον Έκτορα που άλλοτε απ' την μάχην

να σας γυρίζει ζωντανός ευφραίνετο η καρδιά σας

οπού τον είχεν ο λαός χαρά κι ελπίδα μόνην».

(Όμ., Ιλ. Ω 693-707, μετ. Ι. Πολυλάς)

 

Οι γάμοι της Κασσάνδρας

 

Κρατάτε ψηλά τους πυρσούς,

φωτίστε· σας φέρνω το φως·

φωτίζω κι αγιάζω

-κοίταξε, κοίτα-

με λαμπάδες αυτόν το ναό.

Ω! Υμέναιε αφέντη· καλότυχος

ο γαμπρός και καλότυχη εγώ

που θα πάω στο Άργος νυφούλα

σ' ενός βασιλιά το κρεβάτι.

Ω! Υμέναιε, Υμέναιε αφέντη.

Εσύ μάνα, με δάκρυ και βόγγους

το νεκρό μου γονιό, τη μυριάκριβη

πατρίδα θρηνείς και στενάζεις

κι εγώ για το γάμο μου

τις λαμπάδες ανάβω, το φως

να φωτίσει, να λάμψει

για τη χάρη σου, Υμέναιε,

για τη χάρη σου, Εκάτη,

σκορπίζω το φως, καθώς είναι

στις παρθένες συνήθεια

που νυφούλες στο γάμο πηγαίνουν.

(Ευρ., Τρ. 308-341, μετ. Τ. Ρούσσος)

 

Έρωτες και απόγονοι του Πάρη

 

ἐκ δὲ Οἰνώνης καὶ Ἀλεξάνδρου παῖς ἐγένετο Κόρυθος. οὗτος ἐπίκουρος ἀφικόμενος εἰς Ἴλιον Ἑλένης ἠράσθη· καὶ αὐτὸν ἐκείνη μάλα φιλοφρόνως ὑπεδέχετο. ἦν δὲ τὴν ἰδέαν κράτιστος. φωράσας δὲ αὐτὸν ὁ πατὴρ ἀνεῖλεν. Νίκανδρος (F 108 Schn) μέντοι τὸν Κόρυθον οὐκ Οἰνώνης, ἀλλὰ Ἑλένης καὶ Ἀλεξάνδρου φησὶ γενέσθαι. (Ελλάνικος 1a,4,F.29.2-1a,4,F.29.6)

 

Ο Πάρης οπλισμένος και όμορφος

 

Αλλά δεν αργοπόρησε στα δώματά του ο Πάρις·

εζώσθη τα πολύχαλκα και υπέρλαμπρα άρματά του,

την πόλιν γοργά διάβηκεν, ως ήταν πτεροπόδης·

και ως όταν σπάσει τον δεσμόν καλοθρεμμένος ίππος,

βροντά τετραποδίζοντας στην ανοικτήν πεδιάδα,

να λούεται στο καθαρό ποτάμι μαθημένος·

την κεφαλήν κρατεί υψηλά, την χαίτην ανεμίζει,

και υπερηφανευόμενον στα κάλλη του τον φέρνουν

στες μαθημένες του βοσκές γοργά τα γόνατά του,

ομοίως απ' την Πέργαμον ο Πριαμίδης Πάρις

περήφανος κατέβαινε με πόδια φτερωμένα

και στ' άρματα ωσάν ήλιος λαμποκοπούσεν όλος.

 

Κι έβαλε την υπέρλαμπρην αρματωσιά του ο θείος

Αλέξανδρος, ο σύγκλινος της όμορφης Ελένης.

Τα σκέλη πρώτα με λαμπρές κνημίδες περιζώνει,

με τες περόνες αργυρές καλά θηλυκωμένες,

με θώρακα του αδελφού Λυκάονος ωραίον,

που στο κορμί του εταίριαζε, το στήθος περικλείει-

ξίφος ασημοκόμπωτον εκρέμασε απ΄ τους ώμους

χάλκινον, κι έπειτα τρανήν βαρύτατην ασπίδα.

Εις την ανδρείαν κεφαλήν καλόν έβαλε κράνος

και με την χαίτην σείονταν φρικτός. επάν' ο λόφος

και αρμόδιο στην παλάμην του δεινό κοντάρι επήρε.

(Ιλ. Ζ 501-514, Γ 328-338, μετ. Ι. Πολυλάς)

 

Συνομιλία Έκτορα - Πάρη

 

Τον θείον εύρηκε αδελφόν κει πόμελλε να στρέψει

απ' όπου με την ποθητήν γυναίκα του ομιλούσε.

Και πρώτος ο θεόμορφος Αλέξανδρος του είπε:

«Έγκαιρα δεν επρόφθασα, καθώς έχεις προστάξει,

ω σεβαστέ μου· σε κρατώ και συ πολύ σπουδάζεις».

Και προς αυτόν απάντησεν ο λοφοσείστης Έκτωρ:

«Γλυκέ μου, αν είναι δίκαιος, κανείς δεν θα σε ψέγει

στα έργα τα πολεμικά και ανδρειωμένος είσαι·

το θέλεις και οκνηρεύεσαι, και μέσα μου λυπούμαι,

όταν πολλούς ονειδισμούς εναντια σου προφέρουν

οι Τρώες που εξαιτίας σου βαρύν έχουν αγώνα.

Ας πάμε και θα διορθωθούν τούτ' αν θελήσει ο Δίας

να στήσομεν στα σπίτια μας ελεύθερον κρατήρα,

προσφοράν όλων των θεών μεγάλων, αιωνίων,

άμ' απ' την Τροίαν διώξομεν των Αχαιών τα πλήθη».

(Ιλ. Ζ 515-524, μετ. Ι. Πολυλάς)

 

Μονομαχία Πάρη - Μενέλαου

 

Πρώτος ο Πάρις έριξε το μακρινό κοντάρι

και του Ατρείδη εκτύπησε την κυκλωτήν ασπίδα·

δεν έσπασε την δυνατήν ασπίδα η χάλκιν' άκρη

κι ελύγισε· και δεύτερος ο Ατρείδης επετάχθη

και πρώτα ευχήθη μέσα του: «Κάμε, ω πατέρα Δία,

να εκδικηθώ τον άνθρωπο που αδίκησέ με πρώτα,

τον θείον Πάριν να σβησθεί στην λόγχην μου αποκάτω,

για να τρομάζει στο εξής καθένας ν' αδικήσει

τον άνθρωπον που σπίτι του φιλόξενα τον δέχθη».

Είπε και το μακρόσκιον ετίναξε κοντάρι

και του Αλεξάνδρου εκτύπησε την κυκλωτήν ασπίδα.

Έσπασε η λόγχ΄ η δυνατή την φωτεινήν ασπίδα,

και στον ωραίον θώρακα εμπήχθη πέρα πέρα·

και τον χιτώνα του 'σχισε στο μέρος της λαπάρας.

Έσκυψε και τον θάνατον εξέφυγεν ο Πάρις·

το ξίφος τ' ασημόκομπον εσήκωσεν ο Ατρείδης

κι εκτύπησε το μέτωπο της περικεφαλαίας·

το ξίφος τρίμματ' έγινε και του 'πεσε απ' το χέρι·

κι εστράφη προς τον ουρανόν κι εγόγγυσ' ο Ατρείδης

«Δία πατέρα, ποιος θεός ολέθριος είναι ως είσαι;

Θαρρούσα πως τον Πάριδα θ' αντικακώσω τώρα,

και ιδού το ξίφος μου ΄σπασε στα χέρια και την λόγχην

έριξ' απ' την παλάμην μου χωρίς να τον φονεύσω».

Και όρμησ' ευθύς, τον άρπαξεν απ' το δασύ του κράνος,

τον έστριψε, τον έσερνε στων Αχαιών τα πλήθη·

τον έπνιγε στον τρυφερόν λαιμό του ανεβασμένο

το πολυκέντητο λουρί της περικεφαλαίας·

κι είχε τον σύρει και λαμπρήν την δόξαν θ' αποκτούσε,

αλλ' έγκαιρα το ενόησεν η Αφροδίτ' η θεία

κι έκοψε αμέσως το λουρί, σκληρό βοδιού τομάρι·

άδειο το κράνος πήγαινε με τ' ανδρειωμένο χέρι

του Ατρείδη, ώσπου το πέταξε στων Αχαιών τα πλήθη·

κι οι σύντροφοι το εδέχθηκαν· κι όρμησε αυτός οπίσω

λυσσώντας με το χάλκινο κοντάρι να τον σχίσει.

(Ιλ., Γ 346-379, μετ. Ι. Πολυλάς)

 

Αφροδίτη: Πάρης και Ελένη

 

Αλλ' εύκολα, ωσάν θέαινα, τον σήκωσ' η Αφροδίτη·

με καταχνιά τον έζωσε και μες στον μυροβόλον

θάλαμον τον εκάθισε· κι η ίδια την Ελένην

εβγήκε να καλέσει ευθύς, και την εβρήκ' επάνω

στον πύργον κι είχε Τρώισσες πολλές ολόγυρά της.

Απ' το νεκτάριο φόρεμα την τράβηξε κι εφάνη

με την μορφήν γερόντισσας, οπού την είχε γνέστραν

η Ελένη στην πατρίδα της να της δουλεύει ωραία

κάθε πολύτιμο μαλλί και την υπερηγάπα·

με αυτήν ομοιώθηκε η θεά και της Ελένης είπε:

«Έλα και ο Πάρις σε καλεί στο σπίτι να γυρίσεις·

στον θάλαμον, στα τορνευτά κλινάρια λαμπροφόρος

αστράφτει από την ομορφιά· δεν θα 'λεγες πως ήλθε

εκείνος απ' τον πόλεμον, αλλ' ότ' ή θα πηγαίνει

εις τον χορόν, ή από χορόν ν΄ αναπαυθεί καθίζει».

Είπε και την ετάραξε μες στης καρδιάς τα βάθη˙

αλλ' άμα είδε της θεάς τα ερωτεμένα στήθη

και τον πανώραιον λαιμόν και των ματιών την λάμψιν

φόβος την πήρεν έξαφνα και προς εκείνην είπε:

«Παμπόνηρη, τι προσπαθείς μ' αυτά να με πλανέσεις;

Εις ποίαν χώραν μακρινήν ακόμη θα με βγάλεις,

στης Μαιονίας τον τερπνόν αέρα ή της Φρυγίας,

αν κάποιον έχεις ως και αυτού θνητόν αγαπημένον,

αφού τώρα ο Μενέλαος, που ενίκησε τον Πάριν,

βούλετ' εμέ την μισητήν να πάρει στην πατρίδα;

Δια τούτο εδώ κατέβηκες με δόλο να με πιάσεις;

Άμε, μαζί του κάθισε, μακράν των Αθανάτων,

και οι πόδες σου στον Όλυμπον να μη σε ξαναφέρουν,

αλλά να λιώνεσαι μ' αυτόν, να τον προσέχεις μείνε,

ως να θελήσει σύντροφον ή δούλην να σε κάμει.

Θα ήταν καταισχύνη μου να υπάγω εκεί που θέλεις,

να είμ' εκείνου ομόκλινη· και οι σεβαστές μητέρες

της Τροίας θα με ονείδιζαν και αρκούν όσα υποφέρω».

Οργίσθη και αποκρίθηκεν η Αφροδίτ' η θεία:

«Μη με θυμώνεις, δύστυχη, με αυτά και μ' αναγκάσεις,

αφού πολύ σ' αγάπησα, πολύ να σε μισήσω,

και ιδείς να σπείρω ανάμεσα των Αχαιών και Τρώων

έχθρητες νέες, φοβερές και κακοθανατίσεις».

Ετρόμαξε στον λόγον της η Ελένη και στον πέπλον

κλεισμένη τον ολόασπρον κατόπι της κινούσε

σιγά, χωρίς οι Τρώισσες ποσώς να το νοήσουν,

κι όταν στα δώματ΄ έφθασαν τα ωραία του Αλεξάνδρου,

αμέσως οι θεράπαινες στα έργα τους στραφήκαν,

και στον υψηλόν θάλαμον ανέβ' η γυνή θεία,

κι έπιασεν η φιλόγελη αθάνατη Αφροδίτη

ένα θρονί και το 'στησεν αντίκρυ του Αλεξάνδρου·

σ' αυτό η Ελένη εκάθισε, του Δία θυγατέρα,

κι ονείδιζε τον άνδρα της με αντίστροφο το βλέμμα:

«Ήλθες από τον πόλεμον, στον τόπον να 'χες μείνει

σφαγμένος απ' τον ήρωα που πρώτος μου ήταν άνδρας,

και όμως πρώτα επαίρεσο πως ήσουν και στα χέρια

και στο κοντάρι ανώτερος του ανδρείου Μενελάου·

εμπρός λοιπόν προκάλεσε και πάλιν τον ανδρείον

Μενέλαον στον πόλεμον· αλλά σε συμβουλεύω

να ησυχάσεις στο εξής, μη σαν μωρός θελήσεις

με τον ξανθόν Μενέλαον να κτυπηθείς και πάλιν,

μη πέσεις γρήγορα νεκρός στην λόγχην του αποκάτω».

Και ο Πάρις της απάντησε: «Γυνή, μη μ' ονειδίζεις

τόσο πικρά, και αν σήμερον μ΄ ενίκησεν ο Ατρείδης

με βοηθόν την Αθηναν, κι εγώ θα τον νικήσω

άλλην φοράν· ότι θεοί καλοί κι εμάς δεν λείπουν·

αλλ' έλα τώρα ερωτικά να γλυκοκοιμηθούμε·

ποτέ τόσον δεν άναψεν ο πόθος την ψυχήν μου,

μηδ' όταν απ' την Σπάρτην σου την πρόσχαρην σ' επήρα

τότε κι επλέαμε μαζί στα ποντοπόρα πλοία

κι έσμιξα ερωτικά μ' εσέ στην νήσο της Κρανάης,

όσο για σε τώρα γλυκός με συνεπαίρνει ο πόθος».

Είπε, στην κλίνην έπεσε κι εκείνη ευθύς κατόπι.

Κι ενώ εκείνοι επλάγιαζαν στην τορνευμένην κλίνην,

ωσάν θηρίον γύριζεν ο Ατρείδης μες στα πλήθη

κάπου να ιδεί τον Πάριδα, αλλά δεν εδυνήθη

των Τρώων και των βοηθών κανείς να φανερώσει

τον θεϊκόν Αλέξανδρον του θείου Μενελάου

κι όμως δεν θα τον έκρυβε κανένας απ' αγάπην,

ότι ως τον μαύρον θάνατον τον εμισούσαν όλοι·

(Ιλ., Γ 380-454, μετ. Ι. Πολυλάς)

 

Η Ανδρομάχη μιλά για το πατρικό της σπίτι

 

[…] έχασα πατέρα και μητέρα·

τον μέγαν Αετίωνα μου φόνευσεν ο θείος

Πηλείδης, όταν έριξε την πόλιν των Κιλίκων,

την Θήβην την υψίπυλον· αλλά τον εσεβάσθη

νεκρόν, δεν τον εγύμνωσε, και μ΄ όλην την λαμπρήν του

αρματωσιά τον έκαυσε κι εσήκωσέ του μνήμα,

κι ολόγυρά του εφύτευσαν πεύκα μεγάλα οι νύμφες

Ορεστιάδες, του Διός αιγιδοφόρου κόρες·

ήσαν επτά στο σπίτι μας γλυκείς αυτάδελφοί μου,

κι εις μιαν ημέραν όλοι ομού ροβόλησαν στον Άδη·

όλους τους εθανάτωσεν ο θείος Αχιλλέας

των μόσχων μέσα εις τες κοπές και των λευκών προβάτων.

Και την σεπτήν μητέρα μου, βασίλισσαν στην Θήβην,

δούλην εδώ την έφερε με τ' άλλα λάφυρά του.

Και αφού με δώρ' αμέτρητα κατόπι εξαγοράσθη,

την έσβησεν η Άρτεμις στο σπίτι του πατρός μου.

(Ιλ., Ζ 413-428, μετ. Ι. Πολυλάς)

 

Ο Έκτορας μιλά για την τύχη της Ανδρομάχης

 

Αλλά των Τρώων η φθορά δεν με πληγώνει τόσο

και του πατρός μου ο θάνατος και της σεμνής μητρός μου

και των γλυκών μου αδελφών, οπού πολλοί και ανδρείοι

από τες λόγχες των εχθρών θα κυλισθούν στο χώμα

όσ΄ ο καημός σου, όταν κανείς των Αχαιών σε πάρει

εις την δουλείαν, ενώ συ θα οδύρεσαι, θα κλαίεις,

εις τ΄ Άργος ξένον ύφασμα θα υφαίνεις προσταγμένη·

απ΄ την Υπέρειαν πηγήν ή από την Μεσσηίδα

νερό θα φέρνεις στανικώς, από σκληρήν ανάγκην·

κι ενώ συ κλαίεις θενά ειπούν: «Ιδέτε την συμβίαν

του Έκτορος που πρώτευε των ιπποδάμων Τρώων

στον πόλεμον, που ολόγυρα στην Ίλιον πολεμούσαν».

(Ζ 450-461)

 

Τα αισθήματα της Ανδρομάχης για τον Έκτορα

 

Έκτωρ, συ είσαι δι΄ εμέ πατέρας και μητέρα,

συ αδελφός, συ ανθηρός της κλίνης σύντροφός μου.

(Όμ. Ιλ., Ζ 427-428, μετ. Ι. Πολυλάς)

 

Ανδρομάχης αγών

 

κι απ' το χέρι του πιασμένη η Ανδρομάχη

εδάκρυσε και του ΄λεγεν: «Οϊμέ! Θα σ' αφανίσει

τούτη σου η τόλμη, ω τρομερέ· το βρέφος δεν λυπείσαι

τούτο κι εμέ την άμοιρην που χήρα σου θα γίνω

ογρήγορα, ότι ογρήγορα θα ορμήσουν όλοι αντάμα

να σε φονεύσουν οι Αχαιοί και άμα σε χάσω, κάτω

στον μαύρον Άδη ας κατεβώ, διότι αν αποθάνεις

και συ, καμιά παρηγοριά δι' εμέ δεν θ΄ απομείνει,

και πόνοι μόνον· […]

[…]

Αλλά λυπήσου μας, και αυτού μείνε στον πύργον, μήπως

ορφανό κάμεις το παιδί και χήραν την γυναίκα.

(Όμ. Ιλ., Ζ 404-413, 431-432, μετ. Ι. Πολυλάς)

 

Η Ανδρομάχη πρότυπο για την Αθηναία γυναίκα

 

Ποιές αρετές ζητούν απ᾽ τη γυναίκα;

στου αντρός μου αυτές το σπίτι ακολουθούσα.

Οποιανής πρώτα πρώτ᾽ αρέσει το έξω,

βγάζει όνομα κακό, κι ας βρίσκει ή όχι

σ᾽ αυτό ψεγάδι ο κόσμος· τέτοιον πόθο

650τον έδιωξα και σπίτι έμενα πάντα·

σε γυναικών κουσκουσουριές κλεισμένη

η πόρτα μου· κανόνιζα μονάχη

πώς να βαδίζω· δάσκαλός μου ο νους μου.

Στον άντρα μου μπροστά σιωπή, ησυχία·

ήξερα σε τί πράματα σωστό ήταν

τον άντρα να νικώ, και πότε πάλι

σ᾽ αυτόν ν᾽ αφήνω θα ᾽πρεπε τη νίκη.

Αυτών των αρετών μου η φήμη πήγε

ως τους Αχαιούς κι αυτό ήταν ο χαμός μου·

(Ευρ., Τρ. στ. 645-656, μετ. Θ. Σταύρου)

 

Αστυάνακτας - Έκτορας - Ανδρομάχη

 

[…] βαστούσε [η Ανδρομάχη] το μικρό μονάκριβο παιδί της,

τον Εκτορίδην, όμοιον με εύμορφον αστέρα·

Σκαμάνδριον ο πατέρας του, Αστυάνακτα τα πλήθη

τον λέγαν, ότι έσωζεν ο Έκτωρ την Τρωάδα.

Εκείνος χαμογέλασε κοιτώντας το παιδί του

ήσυχα·[…]

[ …]

Και ο μέγας Έκτωρ άπλωσε τα χέρια στο παιδί του·

Έσκουξ' εκείνο κι έγειρε στο στήθος της βυζάστρας·

φοβήθη τον πατέρα του καθώς είδε ν' αστράφτουν

τ' άρματα και απ' την κόρυθα της περικεφαλαίας

την χαίτην που τρομακτικώς επάνω του εσειόνταν·

εγέλασε ο πατέρας του και η σεβαστή μητέρα·

και ο μέγας Έκτωρ έβγαλε την περικεφαλαία

και καταγής την έθεσεν οπού λαμποκοπούσε.

Εφίλησε κι εχόρευσε στα χέρια το παιδί του

κι έπειτα ευχήθη στους θεούς κι είπε: «Ω πατέρα Δία,

κι όλ' οι επουράνιοι θεοί, δώσετε εις το παιδί μου

τούτο, ως εδώκατε εις εμέ, στο γένος του να λάμπει,

στ' άρματα μέγας, δυνατός στην Ίλιον βασιλέας,

και ως έρχεται απ' τον πόλεμον μ' άρματα αιματωμένα

εχθρού που εφόνευσε, να ειπούν: καλύτερος εδείχθη

και του πατρός του, και χαράν θα αισθάνεται η μητέρα».

Ως είπε αυτά, στην αγκαλιά της ποθητής συμβίας

το βρέφος έβαλε και αυτή στο μυροβόλο στήθος

το πήρε γελοκλαίοντας· […]

(Όμ. Ιλ., Ζ 400-405, 466-484, μετ. Ι. Πολυλάς)

 

Ο Νεοπτόλεμος σκοτώνει τον Αστυάνακτα

 

γυναῖκες δὲ αἱ Τρῳάδες αἰχμαλώτοις τε ἤδη καὶ ὀδυρομέναις ἐοίκασι. γέγραπται μὲν Ἀνδρομάχη, καὶ ὁ παῖς οἱ προσέστηκεν ἑλόμενος τοῦ μαστοῦ-τούτῳ Λέσχεως ῥιφθέντι ἀπὸ τοῦ πύργου συμβῆναι λέγει τὴν τελευτήν· οὐ μὴν ὑπὸ δόγματός γε Ἑλλήνων, ἀλλ᾽ ἰδίᾳ Νεοπτόλεμον αὐτόχειρα ἐθελῆσαι γενέσθαι- (Παυσ. 10.25.9)

 

Ο Πλάτωνας για τα ονόματα Σκαμάνδριος και Αστυάναξ

 

Ερμογένης.

Εγώ είμαι βέβαιος ότι, αν δίδουν ονόματα οι θεοί, τα δίδουν ορθώς. Αλλά ποία είναι αυτά που λέγεις;

 

Σωκράτης.

Δεν γνωρίζεις ότι περί του ποταμού της Τροίας, ο οποίος εμονομάχει με τον Ήφαιστον, λέγει ότι οι μεν θεοί τον ονομάζουν Ξάνθον, οι δε άνδρες Σκάμανδρον;

 

Ερμογένης.

Μάλιστα.

 

Σωκράτης.

Τι φρονείς λοιπόν; δεν νομίζεις ότι είναι ωραίον πράγμα να γνωρίζης, διατί άραγε είναι ορθόν να ονομάζωμεν εκείνον τον ποταμόν μάλλον Ξάνθον παρά Σκάμανδρον; Ή, αν θέλης περί του πτηνού, το οποίον λέγει ότι: «χαλκίδα» το ονομάζουν οι θεοί, οι δε άνθρωποι «κύμινδιν», δεν είναι σπουδαίον αυτό το μάθημα, όσον είναι ορθότερον αυτό το ίδιον πτηνόν να λέγεται «χαλκίς» παρά «κύμινδις»; Ή η Βατίεια και Μυρρίνη και πολλά άλλα του ιδίου ποιητού και άλλων; αλλά ίσως αυτά να είναι ανώτερα των δυνάμεων μας διά να τα εννοήσωμεν. Ο Σκαμάνδριος όμως και ο Αστυάναξ είναι ανθρωποειδέστερα διά να τα εξετάσωμεν κατά την γνώμην μου, και ευκολώτερον να εύρωμεν δι' αυτά τα οποία λέγει ότι είναι ονόματα του υιού του Έκτορος, ποία άραγε εννοεί ότι είναι η ορθότης αυτών; Βεβαίως θα γνωρίζης τους στίχους, εις τους οποίους υπάρχουν αυτά τα οποία λέγω.

 

Ερμογένης.

Βεβαιότατα.

 

Σωκράτης.

Πώς λοιπόν; νομίζεις ότι ο Όμηρος φρονεί ότι ορθότερον είναι βαλμένον εις το παιδί το όνομα Αστυάναξ παρά το όνομα Σκαμάνδριος;

 

Ερμογένης.

Δεν ημπορώ να σου ειπώ.

 

Σωκράτης.

Τότε κάμε την εξής σκέψιν· εάν σε ερωτήση κανείς, ποίαν γνώμην έχεις άραγε ότι οι φρονιμώτεροι δίδουν ορθότερον τα ονόματα ή οι ανοητότεροι.

 

Ερμογένης.

Είναι φανερόν, θα έλεγα, ότι οι φρονιμώτεροι δίδουν ορθότερον τα ονόματα.

 

Σωκράτης.

Και τι νομίζεις; αι γυναίκες των διαφόρων λαών είναι φρονιμώτεραι, εάν λάβωμεν τον μέσον όρον του φύλου των, ή οι άνδρες;

 

Ερμογένης.

Οι άνδρες.

 

Σωκράτης.

Δεν γνωρίζεις λοιπόν ότι ο Όμηρος λέγει ότι το μικρό παιδί του Έκτορος υπό των Τρώων ονομάζεται Αστυάναξ, εξ ου έπεται ότι Σκαμάνδριος ωνομάζετο υπό των γυναικών, αφού βέβαια οι άνδρες το ωνόμαζον Αστυάνακτα;

 

Ερμογένης.

Βέβαια έτσι θα είναι.

 

Σωκράτης.

Αι λοιπόν και ο Όμηρος δεν ενόμιζε τους Τρώας σοφωτέρους από τας γυναίκας των;

 

Ερμογένης.

Εγώ τουλάχιστον έτσι νομίζω.

 

Σωκράτης.

Επομένως το όνομα Αστυάναξ ενόμιζε ότι είναι δοσμένον ορθότερον εις το παιδάκι αυτό παρά το όνομα Σκαμάνδριος;

 

Ερμογένης.

Αυτό φρονώ.

 

Σωκράτης.

Ας εξετάσωμεν λοιπόν διά ποίον λόγον άραγε. Ή μήπως αυτός ο ίδιος κάλλιστα υποδεικνύει το διατί; διότι λέγει: Επειδή μόνος του έσωζε την πόλιν και τα υψηλά τείχη. Δι' αυτό λοιπόν, καθώς φαίνεται, είναι ορθόν τον υιόν του σωτήρος των να ονομάζουν Αστυάνακτα εκείνης της πόλεως, την οποίαν έσωζε ο πατήρ του, καθώς λέγει ο Όμηρος.

 

Ερμογένης.

Μου φαίνεται.

 

Σωκράτης.

Τώρα όμως τι φρονείς διά το σπουδαιότερον; διότι ούτε εγώ ο ίδιος ακόμη δεν ημπορώ να το εννοήσω, Ερμογένη μου. Αλλά μήπως συ το εννοείς;

 

Ερμογένης.

Όχι, μα τον Δία.

 

Σωκράτης.

Αλλ' άραγε, αγαπητέ μου, μήπως και εις τον Έκτορα ο ίδιος ο Όμηρος έδωκε το όνομα;

 

Ερμογένης.

Πώς αυτή η ερώτησις;

 

Σωκράτης.

Διότι και τούτο μου φαίνεται ότι είναι απαράλλακτον με το όνομα Αστυάναξ, και αυτά τα ονόματα φαίνονται ωσάν Ελληνικά. Διότι ο άναξ και ο Έκτωρ σχεδόν την ιδίαν σημασίαν έχουν, δηλαδή όταν κανείς είναι άναξ ως προς ένα πράγμα, είναι βεβαίως συγχρόνως και έκτωρ του ιδίου πράγματος, διότι είναι φανερόν ότι είναι κύριος αυτού και κατέχει και έχει αυτό. Ή μήπως σου φαίνομαι ότι δεν λέγω σπουδαία πράγματα, αλλά απατώ τον εαυτόν μου με την ιδέαν ότι σχεδόν εγγίζω τα ίχνη της γνώμης του Ομήρου ως προς την ορθότητα των ονομασιών;

 

Ερμογένης.

Όχι μα τον Δία, καθώς εγώ φρονώ, αλλ' ίσως εγγίζεις κάτι τι.

 

Σωκράτης.

Και ομολογουμένως είναι δίκαιον, καθώς μου φαίνεται, τον απόγονον του λέοντος να ονομάζωμεν λέοντα και τον απόγονον του ίππου ίππον. Δεν εννοώ αν τυχόν γεννηθή ως τέρας από τον ίππον διάφορον τι και όχι ίππος, αλλά αν είναι απόγονος της ιδίας γενεάς κατά την φύσιν, αυτό εννοώ. Δηλαδή εάν εις ίππος γεννήση απόγονον βοός κατά την φύσιν, αυτό δεν πρέπει να το ονομάσωμεν πώλον αλλά μόσχον, και πάλιν αν από άνθρωπον, νομίζω, δεν γεννηθή απόγονος ανθρώπου, δεν πρέπει το γεννηθέν να ονομασθή άνθρωπος, ομοίως δε και διά τα δένδρα και όλα τα άλλα πράγματα. Δεν συμφωνείς;

 

Ερμογένης.

Συμφωνώ.

 

Σωκράτης.

Καλά το είπες. Και πρόσεχε μήπως σε απατήσω. Διότι συμφώνως προς αυτόν τον λόγον, αν από ένα βασιλέα γεννηθή κανείς απόγονος, πρέπει να ονομασθή βασιλεύς. Τώρα όμως αν κανείς με άλλας και άλλας συλλαβάς λέγη το ίδιον πράγμα, δεν έχει σημασίαν, ούτε εάν προσετέθη κανέν γράμμα ούτε εάν αφηρέθη, πάλιν δεν έχει καμμίαν σημασίαν, εφ' όσον συγκρατείται η ουσία αυτού του πράγματος και εκφράζεται διά του ονόματος.

 

Ερμογένης.

Τι εννοείς με τούτο;

 

Σωκράτης.

Όχι τίποτε στρυφνόν, αλλά καθώς διά τα στοιχεία του αλφαβήτου γνωρίζεις ότι λέγομεν ονόματα, και όχι μόνα τα στοιχεία πλην τεσσάρων, δηλαδή του ε, του υ, του ο και του ω (4). Δι' όλα όμως τα άλλα φωνήεντα και σύμφωνα γνωρίζεις ότι τα προφέρομεν προσθέτοντες και άλλα γράμματα, και τα καθιστώμεν ονόματα. Και όμως εφ' όσον ενυπάρχει σαφώς η δύναμις αυτού, είναι ορθόν να του αποδίδωμεν εκείνο το όνομα το οποίον θα μας δείξη αυτό το πράγμα. Παραδείγματος χάριν το β βλέπεις ότι ενώ προσετέθη το η και το τ και το α δεν το έβλαψε διόλου, ώστε να μην εκφράζη με ολόκληρον το όνομά του την φύσιν εκείνου του στοιχείου, του οποίου ήθελε ο νομοθέτης. Τόσην τέχνην έδειξαν διά να θέσουν καλώς τα ονόματα εις τα γράμματα.

 

Ερμογένης.

Μου φαίνεται ότι λέγεις την αλήθειαν.

 

Σωκράτης.

Λοιπόν και περί βασιλέως δεν ισχύει ο ίδιος λόγος; Δηλαδή θα γεννηθή μίαν ημέραν από βασιλέα βασιλεύς, καθώς και από αγαθόν αγαθός, και από ωραίον ωραίος και ούτω καθεξής, από έκαστον γένος θα γεννηθή άλλος όμοιος απόγονος, έκτος εάν γεννηθή τέρας. Επομένως πρέπει να τα ονομάσωμεν με τα ίδια ονόματα. Επιτρέπεται όμως να τα τροποποιούμεν κατά τας συλλαβάς, ώστε εις τον μη πεπειραμένον να είναι δυνατόν να νομίση ότι είναι διάφορον το έν του άλλου ενώ είναι τα ίδια. Καθώς εις όλους ημάς τα φάρμακα των ιατρών τροποποιούμενα με χρωματισμούς και με αρώματα φαίνονται διάφορα, αν και είναι τα ίδια, ενώ εις τον ιατρόν, ο οποίος προσέχει εις την δύναμιν των φαρμάκων, φαίνονται τα ίδια και δεν αποπλανάται από τα δευτερεύοντα. Κατ' αυτόν δε τον τρόπον ίσως και ένας πεπειραμένος περί των ονομάτων προσέχει εις την δύναμιν αυτών και δεν αποπλανάται εάν προσετέθη κανέν γράμμα, ή μετετέθη, ή αφηρέθη, ή και αν ακόμη μέσα εις όλως διάφορα γράμματα έγκειται η δύναμις του ονόματος. Καθώς αυτό το οποίον προ ολίγου ελέγαμεν, ότι δηλαδή το όνομα Αστυάναξ και Έκτωρ κανέν κοινόν γράμμα δεν έχουν πλην του τ, και όμως έχουν την ιδίαν σημασίαν.[…]

(Πλ., Κρατ. 392-394, μετ. Κ. Ζάμπας, Αθήνα: Φέξης 1910 και internet archive )

 

Έκτορος και Αίαντος μονομαχία

 

το μακρόσκιον ετίναξε κοντάρι.

Και την φρικτήν του Αίαντος εκτύπησεν ασπίδα

και τον χαλκόν που όγδοος επτά σκεπάζει δίπλες·

τες έξι δίπλες έσχισε κι εστάθη στην εβδόμην

της λόγχης ο σκληρός χαλκός· και δεύτερος ο Αίας

ο θείος το μακρόσκιον ετίναξε κοντάρι,

κι εκτύπησε την στρογγυλήν του Έκτορος ασπίδα.

Τρύπησ' η λόγχ΄ η δυνατή την φωτεινήν ασπίδα,

και στον ωραίον θώρακα εμπήχθη πέρα πέρα,

και στο λαγγόνι του αντικρύ του σχίζει τον χιτώνα.

Έσκυψε και τον θάνατον απόφυγεν εκείνος.

Και απ' τες ασπίδες έσυραν τες λόγχες των και οι δύο˙

με ορμήν επέσαν και όμοιαζαν λεόντων ωμοφάγων,

ή αγριοχοίρων φοβερών που δύσκολα νικούνται·

και ο Έκτωρ πρώτος έκρουσε στην μέσην την ασπίδα,

και η λόγχη δεν την έσπασε, ώστ' εκυρτώθ' η άκρη·

τότε πηδώντας έμπηξε την λόγχην στην ασπίδα

του Έκτορος και απ' την ορμήν τον έκοψεν ο Αίας,

και τον λαιμόν του λάβωσεν η λόγχη κι έσταξ' αίμα.

Και όμως ο Έκτωρ μ' όλ' αυτά την μάχην δεν αφήνει.

Τραβιέται οπίσω κι απ' την γην με το τρανό του χέρι

πέτραν σηκώνει ολόμαυρην, μεγάλην και τραχείαν·

του Αίαντος την φοβερήν επτάδιπλην ασπίδα

μ' αυτήν κτυπά στον ομφαλόν κι εβρόντησε ο χαλκός της.

Βράχον πολύ τρανότερον εσήκωσεν ο Αίας·

σφενδονιστά τον έριξε μ' αμέτρητην ανδρείαν

κι έσπασεν η μυλόπετρα στα βάθη την ασπίδα·

ετρέκλισε και ανάσκελα ξαπλώθηκε από κάτω

εις την ασπίδα· κι έξαφνα τον όρθωσεν ο Φοίβος.

Και με τα ξίφη αντίστηθα να κτυπηθούν θα ορμούσαν,

αν του Διός οι μηνυταί και των θνητών ανθρώπων,

οι κήρυκες που έστελναν και Αχαιοί και Τρώες

ο Ιδαίος και Ταλθύβιος, άνδρες σοφοί και οι δύο

δεν πρόφθαναν στο μέσον των τα σκήπτρα των ν' απλώσουν·

(Όμ. Ιλ., Η 244-277, μετ. Ι. Πολυλάς)

 

Ο Έκτορας στα πλοία των Αχαιών

 

Με αυτό στον νουν έσπρωχνε ο Ζευς επάνω στα καράβια

τον Πριαμίδην Έκτορα που εμάνιζε και μόνος

ελύσσ΄ αυτός όσο λυσσά ο λογχοσείστης Άρης,

ή σ΄ όρος μεγαλόδενδρον φλόγα κακή θεριεύει·

αφροκοπά το στόμα του, κάτω από τ΄ άγρια φρύδια

τα μάτια του λαμποκοπούν, και, όπως πολεμούσε,

τρομακτικό στους μήλιγγες το κράνος εσειόνταν˙

είχε βοηθόν τον ίδιον Κρονίδη απ΄ τον αιθέρα,

οπού από τόσους ήρωες εδόξαζε κι ετίμα

εκείνον ότι λιγοστές είχε να ζήσ΄ ημέρες.

Ότ΄ ήδη εσήκων΄ η Αθηνά την σκοτεινήν ημέραν

επάνω του απ΄ την δύναμιν να πέσει του Αχιλλέως.

Και όπ΄ έβλεπε πυκνότερες τες καλοαρματωμένες

τάξες ανδρών δοκίμαζεν εδώ κι εκεί να σπάσει·

αλλά δεν το κατόρθωνεν μ΄ όσην και αν είχε λύσσαν

ότι βαστούσαν πυργωτοί σαν πήκτρα μορφωμένοι,

σαν βράχος που σ΄ ακρογιαλιά την κορυφήν του υψώνει,

άσειστος μένει στες ορμές των σφυρικτών ανέμων

και στα μεγάλα κύματα που επάνω του ξερνούνται.

Ομοίως άσειστ΄ οι Αχαιοί εδέχοντο τους Τρώας.

Και όλος ζωσμένος αστραπές έπεσε μες στο πλήθος

μ΄ όσην ορμήν τα κύματα μες στο καράβι πέφτουν

σφοδρά θρεμμένα άνεμον, που εγέννησαν τα νέφη˙

σκεπάζετ΄ όλο απ΄ τους αφρούς, ανέμου λύσσα τρίζει

εις τα πανιά και των ναυτών τρέμ΄ η καρδιά από φόβον,

τι ο θάνατος μια σπιθαμή μακριά τους είναι ακόμη·

όμοια σπαρτάριζε η καρδιά στων Αχαιών τα στήθη.

Και ως λέοντας κακόβουλος αν πέσει σ΄ αγελάδες

που άπειρες βόσκουν εις πλατύ ποτιστικό λιβάδι,

και τύχη ανήξερος βοσκός που δεν γνωρίζει ακόμη

να μάχεται με φονικό θεριό για τ΄ αγελάδια,

βαδίζει με τες ύστερες, βαδίζει με τες πρώτες

και ωστόσο αυτό στες μεσινές ορμά και τρώγει μίαν,

κι οι άλλες φεύγουν σκορπιστές˙ παρόμοια τους Αργείους

του Έκτορος και του Διός εκυνηγούσε ο τρόμος.

Τον Μυκηναίον φόνευσε τον Περιφήτην μόνον˙

[ …]

δόξαν τότ΄ έδωκε λαμπρήν του Έκτορος εκείνος

ότι ως εστράφη εκτύπησε στον γύρον της ασπίδος

οπού ως τες φτέρνες έφθανε προφυλακή στα βέλη˙

εμπλέχθη και ανασκέλησε˙ και ως έπεσε στο χώμα

τρομαχτικά στους μήλιγγες εκρότησε το κράνος.

Τον είδ΄ ο Έκτωρ κι έδραμε και του ΄μπηξε την λόγχην

στο στήθος και τον φόνευσε στα μάτια των συντρόφων,

κι εκείνοι, αν και περίλυποι, τον φίλον δεν βοηθήσαν,

ότι τον θείον Έκτορα ετρόμαζε η ψυχή τους.

Στα πλοία αντίκρυ εβρέθηκαν, κι εμπήκαν εις τον κύκλον

των ακρινών κατάγιαλα, κατόπι τους και οι Τρώες,

Και από τα πρώτα να συρθούν τους έφερεν η ανάγκη,

και στες σκηνές τους στάθηκαν αυτού συναθροισμένοι,

δεν εσκορπίσαν στον στρατόν, απ΄ εντροπήν και φόβον,

ως με ακατάπαυστην βοήν αντιπαρακινούντο,

και μάλιστα των Αχαιών το στήριγμα, ο Νηλείδης,

στ΄ όνομα των γονέων τους παρακαλούσεν όλους:

[…]

Και με βοήν τρομακτικήν φωνάζει [ο Αίας] τους Αργείους

να σώσουν τα καράβια τους και τες σκηνές· αλλ΄ ούτε

ο Έκτωρ πλέον έμενε στες φάλαγγες των Τρώων˙

αλλ΄ ως αετός ακράτητος που χύνετ΄, όπου βόσκουν

πτηνά μεγάλα και πολλά στου ποταμού την άκρην,

γερανών πλήθος, ή χηνών, ή κύκνων μακρολαίμων,

ίσια σ΄ ένα μαυρόπλωρο καράβι εχύθη ομοίως

ο Έκτωρ τότε και όπισθεν τον άμπωθε με χέρι

απέραντον ο βροντητής και όλα μαζί τα πλήθη.

Και πάλιν έγινεν αψιά προς τα καράβια μάχη.

[…] ο Έκτωρ

έπιασε καλοθάλασσο καράβι από την πρύμνην,

οπού τον Πρωτεσίλαον ανέβασε στην Τροία

αλλά δεν τον ξανάφερεν οπίσω εις την πατρίδα.

[ …]

Και ο Έκτωρ δεν απάφηνε την πρύμνην που ΄χε πιάσει,

και τ΄ ακροστόλι σφίγγοντας εφώναξε των Τρώων:

«Φέρτε φωτιά, και όλοι βοήν σηκώσετε πολέμου.

Όλα πλερών΄ η μέρ΄ αυτή που μας χαρίζ΄ ο Δίας,

τα πλοία να πατήσομε που αντίθετα μας ήλθαν

εδώ και πάμπολλα κακά μας έκαμαν ως τώρα.

Και οι γέροι πταίουν, που οι δειλοί, στες πρύμνες να βροντήσω

τον πόλεμον δεν μ΄ άφηναν και τον λαόν κρατούσαν.

Και αν τότε μας εζάλισε το πνεύμα ο βροντοφόρος,

ο ίδιος τώρα μας κινεί και σπρώχνει την ψυχήν μας».

Είπε, και αυτοί σφοδρότερα στους Αχαιούς ορμήσαν

και ο Αίας πλια δεν έμενε, πνιγμένος απ΄ τα βέλη·

(Όμ. Ιλ., Ο 603-727, μετ. Ι. Πολυλάς)

 

Ο Έκτορας νεκρός

 

[…] κι οι άλλοι ολόγυρα μαζώχτηκαν Αργίτες

και θώρουν του Έχτορα θαμάζοντας το ανάριμμα, το διώμα,

κι ούτ' ένας το κορμί του εζύγωσε χωρίς να το λαβώσει

[…]

Για δες που αγγίζουμε τον Έχτορα και δεν αγριεύει τώρα,

σαν τότε που μας άναβε άσπλαχνα τη φλόγα στ' άρμενά μας!»

Έτσι ο καθείς μιλώντας του 'δινε μια χτυπιά αποδίπλα.

(Όμ. Ιλ., Χ 369-71, 373-6, μετ. Ι. Πολυλάς)

 

Η κακοποίηση του νεκρού Έκτορα

 

[…] δουλειές αταίριαστες του Εχτόρου κάνει τότε:

των δυο ποδιών του πίσω ετρύπησε τα νεύρα, από τις φτέρνες

ως τ' αστραγάλια, και τους πέρασε λουριά βοδιού από μέσα[12],

και τα 'δεσε στο αμάξι, αφήνοντας να σούρνει η κεφαλή του.

[…]

Κι ως σούρνονταν [τα άλογα], η σκόνη εφούντωνε· τα μαύρα μαλλιά του

σκορπίζαν γύρα· το κεφάλι του στον κουρνιαχτό εβουλούσε,

που τόσες χάρες πριν το στόλιζαν, και τώρα ο Δίας αφήκε

οχτροί να το ντροπιάσουν άπρεπα στο γονικό του χώμα.

Έτσι στη σκόνη το κεφάλι του σουρνόταν όλο.

(Χ 395-406)[13]

 

Τότε μεμιάς στο αμάξι του έζευε τα γρήγορα άλογά του

τον Έχτορα ξοπίσω δένοντας, στη γη να βωλοσούρνει.

Και τρεις φορές το γύρο ως του 'κανε στου Πάτροκλου το μνήμα,

γύριζε πίσω στο καλύβι του· κι αυτόν τον παρατούσε

στον κουρνιαχτό απλωτό τ' απίστομα.

(Ω 14-8· πρβ. Ψ 13)

 

Σημειώσεις

12. Η πράξη αυτή θυμίζει τον τρόπο με τον οποίο ο Λάιος ακινητοποίησε τον μικρό Οιδίποδα, όταν ήταν να τον πετάξει στο βουνό (Σοφ., Οιδ. Τ. 717-8).

13. Και το λοφίο του Δόλοπα είχε πέσει στη σκόνη, λίγο πριν ο ίδιος σκοτωθεί από τον Μενέλαο (Ρ 538), το αίμα λέρωσε την όμορφη κόμη του Εύφορβου (Ρ 51 κ.ε.). Στερεότυπο είναι το μοτίβο της ανθρώπινης κόμης ή των λοφίων από χαίτη αλόγου που λερώνονται από τη σκόνη.

 

Ο Αριστοτέλης για την κακοποίηση του νεκρού Έκτορα

 

διὰ τί ὁ Ἀχιλλεὺς τὸν Ἕκτορα εἷλκε περὶ τὸν τάφον τοῦ Πατρόκλου παρὰ τὰ νενομισμένα ποιῶν εἰς τὸν νεκρόν; ἢ παρανομοῦσι τὰ αὐτὰ οὐχ οἱ ἀμυνόμενοι ἀλλ᾽ οἱ ἄρχοντες, ὁ δὲ Ἕκτωρ πρότερος ἐνεχείρησε λωβήσασθαι Πάτροκλον τὰ τοιαῦτα … ἔστι δὲ λύειν, φησὶν Ἀριστοτέλης, καὶ εἰς τὰ ὑπάρχοντα ἀνάγοντ᾽ ἔθη ὅτι τοιαῦτα ἦν, ἐπεὶ καὶ νῦν ἐν Θετταλίᾳ περιέλκουσι περὶ τοὺς τάφους. (Fragmenta varia 3.24.166.1-3.24.166.8)

 

Ο θρήνος της Ανδρομάχης

 

«Άνδρα μου, νέος πέθανες, κι εμέν΄ αφήνεις χήραν

στο σπίτι με το τρυφερό παιδί που εμείς οι δύο

οι άμοιροι εγεννήσαμεν· και δεν θα μεγαλώσει

οϊμένα, ότι γρήγορα τούτη θα πέσ΄ η πόλις

τώρα που εσύ εχάθηκες, ο στύλος της, η ασπίδα,

που τα παιδιά της έσωζες και τες σεμνές μητέρες,

που γρήγορα στα πλοία τους θενά μας ρίξουν όλες

και συ μαζί μου, τέκνον μου, θα είσαι να δουλεύεις

με κόπον σ΄ έργα ουτιδανά καταδυναστεμένος

κάτω από κύριον σκληρόν, αν πρώτα δεν σε ρίξει

από του πύργου την κορφήν να κακοθανατίσεις

κανείς οπού του φόνευσεν ο Έκτωρ τον πατέρα,

τον αδελφόν ή το παιδί, διότι από το χέρι

εκείνου πλήθος Αχαιών εδάγκασαν το χώμα.

Ότι ο πατέρας σου απαλός στον πόλεμον δεν ήταν·

για τούτο σήμερα ο λαός ολόκληρος τον κλαίει,

και λύπη θα ΄σαι αμίλητη, ω Έκτωρ, στους γονείς σου,

μόν΄ άλλος είναι ο πόνος μου˙ στην κλίνην σου, ω γλυκέ μου,

δεν πέθανες, το χέρι σου στο χέρι μου ν΄ απλώσεις,

και κάποιον λόγον φρόνιμον να βάλεις στην καρδιά μου

ημέρα νύκτα μες στον νου να το ΄χω και να κλαίω».

(Όμ. Ιλ., Ω 726-746, μετ. Ι. Πολυλάς)

 

Ο θρήνος της Εκάβης

 

«Έκτωρ, ω το ακριβότερο απ΄ όλα τα παιδιά μου,

και όταν μου εζούσες, οι θεοί, γλυκέ μου, σ΄ αγαπούσαν

και τώρα μες στον θάνατον ακόμη σε λυπούνται.

Τ΄ άλλα παιδιά μου, όσα ΄πιανεν ο γρήγορος Πηλείδης

απόπερ΄ απ΄ την θάλασσαν στα ξένα τα επουλούσε

στην Λήμνον την σκοταδερή, στην Σάμον και στην Ίμβρον·

και συ αφού σ΄ ενέκρωσεν η λόγχη του και γύρω

του φίλου οπού του εφόνευσες τον τάφον σ΄ έχει σύρει,

και όμως με αυτό δεν έκαμε τον φίλον ν΄ αναζήσει,

εμπρός μου τώρα δροσερός και ανέγγιχτος στο σπίτι

κείτεσαι, ωσάν τον άνθρωπον που την ψυχήν του επήρε

ο Φοίβος ο αργυρότοξος με τ΄ άλυπά του βέλη».

(Όμ. Ιλ., Ω 749-760, μετ. Ι. Πολυλάς)

 

Ο θρήνος της Ελένης

 

«Ω Έκτωρ μου, ο ακριβότερος των αδελφών του ανδρός μου,

κι είν΄ άνδρας μου ο θεόμορφος Αλέξανδρος που εμένα

εδώ στην Τροίαν έφερε˙ να΄χα πεθάνει πρώτα.

Χρόνοι επεράσαν είκοσιν αφ΄ ότου εκείθεν ήλθα

και άφησα την πατρίδα μου· και απ΄ τα δικά σου χείλη

λόγον ποτέ δεν άκουσα κακόν να με πικράνει.

Και αν κάποιος απ΄ τους αδελφούς ή από τες αδελφές σου

ή από τες συννυφάδες μου με απόπαιρνεν ή ακόμη

η πεθερά μου - ο πενθερός με αγάπα ωσάν πατέρας -

συ μόνος τον ημέρωνες με λόγια μελωμένα

με την αγαθοσύνην σου· για τούτο σένα κλαίω

και αντάμα εμέ την άμοιρην και σχίζεται η καρδιά μου.

Ότι κανείς δεν μόμεινεν εις όλην την Τρωάδα

να είναι φίλος της καρδιάς και μ΄ αποστρέφοντ΄ όλοι».

(Όμ. Ιλ., Ω 763-776, μετ. Ι. Πολυλάς)

 

Η ευσέβεια του Έκτορα

 

Ο Έκτορας απευθύνεται στη μητέρα του Εκάβη:

 

Αλλά συ τες γερόντισες πάρε σιμά σου και άμε

εις τον ναόν της Αθηνάς με αρώματα μαζί σου·

και απ΄ όσους πέπλους διαλεκτούς στο δώμα σου φυλάγεις

τον μέγαν, τον λαμπρότερον, τον ακριβότερόν σου˙

στης καλοπλέξουδης θεάς τα γόνατα να θέσεις,

και δώδεκα να υποσχεθείς χρονιάρικες μοσχάρες

θυσίαν, ίσως η θεά να ελεηθεί θελήσει

την πόλιν, τες γυναίκες μας και τα μικρά παιδιά μας,

και απ΄ την αγίαν Ίλιον μακρύνει τον Τυδείδην,

τον άγριον πολεμιστήν, δεινόν φυγής εργάτην.

Και στον ναόν της Αθηνάς συ πήγαινε, ω μητέρα,

(Όμ. Ιλ., Ζ 269-279, μετ. Ι. Πολυλάς)

8 Για τις παραστάσεις της Εκάβης και των Τρωάδων του Ευριπίδη δείτε και το Αρχείο του Εθνικού Θεάτρου, κυρίως τα προγράμματα.

9 Είναι διαπιστωμένη η ταφή των νεκρών σε πιθάρια κατά τη μινωική εποχή, όπως και η ταρίχευση με μέλι, γνωστή στους λαούς της Μεσογείου. Ο μύθος αντανακλά μια λατρευτική παράδοση για τον θάνατο και την αναγέννηση της ζωής αλλά αποτελεί και αναπαράσταση του τρόπου ταφής και της ταρίχευσης.

10 Λεγόταν ότι η αγελάδα άλλαζε χρώμα τρεις φορές την ημέρα ανά τέσσερις ώρες. Στην αρχή ήταν άσπρη, ύστερα κόκκινη και στο τέλος μαύρη, όπως ακριβώς και το βατόμουρο.

11 Τα φίδια παίζουν ρόλο σημαντικό στους μύθους και άλλων μάντεων (Ίαμος, Μόψος, Πολύιδος, Τειρεσίας).

12 Η πράξη αυτή θυμίζει τον τρόπο με τον οποίο ο Λάιος ακινητοποίησε τον μικρό Οιδίποδα, όταν ήταν να τον πετάξει στο βουνό (Σοφ., Οιδ. Τ. 717-8).

13 Και το λοφίο του Δόλοπα είχε πέσει στη σκόνη, λίγο πριν ο ίδιος σκοτωθεί από τον Μενέλαο (Ρ 538), το αίμα λέρωσε την όμορφη κόμη του Εύφορβου (Ρ 51 κ.ε.). Στερεότυπο είναι το μοτίβο της ανθρώπινης κόμης ή των λοφίων από χαίτη αλόγου που λερώνονται από τη σκόνη.