ΔΕΣΜΟΙ
Το όνειρο της Εκάβης
… όταν ήταν να γεννήσει το δεύτερο παιδί η Εκάβη, είδε στον ύπνο της ότι γέννησε ένα δαυλό αναμμένο που διαμοιραζόταν σε ολόκληρη την πόλη και την έκαιγε. Όταν ο Πρίαμος έμαθε από την Εκάβη το όνειρό της, κάλεσε τον γιο του Αίσακο· γιατί ήξερε να εξηγεί τα όνειρα, τέχνη που έμαθε από τον Μέροπα, παππού του, από την πλευρά της μάνας του. Αυτός είπε ότι το παιδί θα γινόταν η καταστροφή της πατρίδας του και τον συμβούλευσε να το αφήσει έκθετο. Και ο Πρίαμος, όταν γεννήθηκε το παιδί, το έδωσε σε έναν δούλο, που ονομαζόταν Αγέλαος, να το μεταφέρει στην Ίδη και να το αφήσει εκεί. (Απολλόδωρος 3.12)
Έλενος
Μάντις ἦν τις εὐγενής,
Πριάμου μὲν υἱός, ὄνομα δ᾽ ὠνομάζετο
Ἕλενος, ὃν οὗτος νυκτὸς ἐξελθὼν μόνος,
ὁ πάντ᾽ ἀκούων αἰσχρὰ καὶ λωβήτ᾽ ἔπη
δόλιος Ὀδυσσεὺς εἷλε, δέσμιόν τ᾽ ἄγων
ἔδειξ᾽ Ἀχαιοῖς ἐς μέσον, θήραν καλήν·
(Σοφ., Φιλοκτ. 604-609)
Η Κασσάνδρα στα τείχη
Και όταν στον Ξάνθον έφθασαν, διογέννητο ποτάμι,
ο Ερμής οπίσω εγύρισε στες κορυφές του Ολύμπου,
και η χρυσόπεπλη Ηώς την γην εφώτιζ' όλην,
κι εκείνοι με το λείψανο που εφέρναν τα μουλάρια
με δάκρυα, με ξεφωνητά τραβούσαν προς την πόλιν
και δεν τους νόησε κανείς παρά η Κασσάνδρα μόνη,
η κόρη οπού της χρυσής ομοίαζε Αφροδίτης.
Είχε ανεβεί στην Πέργαμον κι εκείθ' είδε στ' αμάξι
τον ποθητόν πατέρα της μαζί με τον Ιδαίον,
και ως είδε τον κειτάμενον στο νεκρικό του στρώμα
μες στ' άλλο αμάξι, έσκουζεν η κόρη και στην πόλιν
έβαλε το ξεφωνητό: «Ω Τρώισσες, ω Τρώες,
κοιτάτ' εκεί τον Έκτορα που άλλοτε απ' την μάχην
να σας γυρίζει ζωντανός ευφραίνετο η καρδιά σας
οπού τον είχεν ο λαός χαρά κι ελπίδα μόνην».
(Όμ., Ιλ. Ω 693-707, μετ. Ι. Πολυλάς)
Οθρυονέας
Και τότε με τους Δαναούς ο Ιδομενεύς, αν κι ήταν
μισοασπρομάλλης όρμησε κι εσκόρπισε τους Τρώας.
Τον Οθρυονέα φόνευσε, που απ' τα Καβήσια μέρη
στην Τροίαν ήλθε, ως άκουσε την φήμην του πολέμου,
και του Πριάμου την καλήν απ' όλες θυγατέρα,
Κασσάνδραν, νύμφην άπροικα ζητούσε κι έργον μέγα
υπόσχονταν, τους Δαναούς να διώξει από την Τροίαν.
Και ο γέρος Πρίαμος ρητώς την κόρην του υπεσχέθη·
κι εκείνος εις τον λόγον του θαρρώντας πολεμούσε·
τον λόγχισεν ο Ιδομενεύς ενώ με υψηλό βήμα
κινούσεν, ουδέ ο θώρακας εκράτησε την λόγχην
ο χάλκινος, κι η άκρη της του εμπήχθη στην γαστέρα·
χάμω με βρόντον έπεσε κι εκείνος εκαυχήθη:
«Οθρυονέα, των θνητών θα σε κηρύξω πρώτον,
αν όσ' ανάλαβες σωστά τελειώσεις του Πριάμου,
αφού την θυγατέρα του κι εκείνος σου υποσχέθη.
Ομοίαν θα εκτελούσαμε κι εμείς υπόσχεσίν μας·
απ' τ' Άργος θα σου φέρναμε του Ατρείδη θυγατέρα
στα κάλλη της ασύγκριτην, γυναίκα να την έχεις,
την πυργωμένην Ίλιον αν συ μας εκπορθήσεις.
Στες πρύμνες ακολούθα εμέ να ειπούμε δια τους γάμους,
να ιδείς τι δώρα νυφικά δίδομ' εμείς γενναία».
Είπε και τον ποδόσερνε στην ταραχήν της μάχης.
(Όμ., Ιλ. Ν 361-383, μετ. Ι. Πολυλάς)
Οι γάμοι της Κασσάνδρας
Κρατάτε ψηλά τους πυρσούς,
φωτίστε· σας φέρνω το φως·
φωτίζω κι αγιάζω
-κοίταξε, κοίτα-
με λαμπάδες αυτόν το ναό.
Ω! Υμέναιε αφέντη· καλότυχος
ο γαμπρός και καλότυχη εγώ
που θα πάω στο Άργος νυφούλα
σ' ενός βασιλιά το κρεβάτι.
Ω! Υμέναιε, Υμέναιε αφέντη.
Εσύ μάνα, με δάκρυ και βόγγους
το νεκρό μου γονιό, τη μυριάκριβη
πατρίδα θρηνείς και στενάζεις
κι εγώ για το γάμο μου
τις λαμπάδες ανάβω, το φως
να φωτίσει, να λάμψει
για τη χάρη σου, Υμέναιε,
για τη χάρη σου, Εκάτη,
σκορπίζω το φως, καθώς είναι
στις παρθένες συνήθεια
που νυφούλες στο γάμο πηγαίνουν.
(Ευρ., Τρ. 308-341, μετ. Τ. Ρούσσος)
Λυκόφρονος Αλεξάνδρα
H Αλεξάνδρα δεν είναι άλλη από την Κασσάνδρα, την κόρη του Πριάμου. H Κασσάνδρα-Αλεξάνδρα φυλακίζεται -προφανώς για να μη χρησμολογεί δημοσίως- την ημέρα που ο Πάρης-Αλέξανδρος ξεκινά το μοιραίο ταξίδι για τη Σπάρτη. H έγκλειστη Κασσάνδρα εκφέρει ένα μακρύ, προφητικό μονόλογο (1474 στ. σε ιαμβικό τρίμετρο). Ο Φύλακας ακούει τα λόγια της και μεταφέρει στον Πρίαμο όσα συγκράτησε από «μια φωνή / που θύμιζε της μαύρης Σφίγγας τη μιλιά». Ακολουθεί η εκτενής προφητεία: αρχίζει από την άλωση της Τροίας, περνά στους Νόστους και στις συνέπειες από την άλωση της Τροίας και περατώνεται με τις συγκρούσεις Ασίας - Ευρώπης (31-1450). Ακολουθεί ο θρήνος της Αλεξάνδρας, επειδή οι προφητείες της δεν γίνονται πιστευτές (1451-1460) και το ποίημα κλείνει με τον επίλογο του Φύλακα (1461-1474).
Λυκόφρονος Αλεξάνδρα. Επιμέλεια - Εισαγωγή André Hurst, μτφρ. Φανή Παιδή. (Επιμέλεια σειράς Γεώργιος Α. Χριστοδούλου) Αθήνα : Στιγμή, 2004.
Ο μάντης Μέροπας προβλέπει τον χαμό των παιδιών του
και να μη παν εξόρκιζε ο γέρος τα παιδιά του
στον ανδροφθόρον πόλεμον· και αυτοί δεν τον ακούσαν,
ότ' οι κακές τους έσερναν μαύρου θανάτου μοίρες.
(Ομ., Ιλ. Β 832-834, μετ. Ι. Πολυλάς)
Έπιασαν εις μιαν άμαξαν έξοχ' αγόρια δύο
του Περκωσίου Μέροπος, που εξαίσιος ήταν μάντης,
και αυτός ποσώς δεν άφηνε τα τέκνα του να υπάγουν
στον ανδροφθόρον πόλεμον· αλλά δεν υπακούσαν
ότι τους έφερναν αυτού μαύρες θανάτου μοίρες.
Εκείνους τότ' εφόνευσεν ο δοξαστός Τυδείδης
κι επήρε τα λαμπρ΄ άρματα·
(Όμ., Ιλ., Λ 328-334, μετ. Ι. Πολυλάς)
Η ίδρυση του μαντείου του Απόλλωνα στην Κλάρο
Κολοφώνιοι δὲ τὸ μὲν ἱερὸν τὸ ἐν Κλάρῳ καὶ τὸ μαντεῖον ἐκ παλαιοτάτου γενέσθαι νομίζουσιν· ἐχόντων δὲ ἔτι τὴν γῆν Καρῶν ἀφικέσθαι φασὶν ἐς αὐτὴν πρώτους τοῦ Ἑλληνικοῦ Κρῆτας, Ῥάκιον καὶ ὅσον εἵπετο ἄλλο τῷ Ῥακίῳ [καὶ ὅσον τι] πλῆθος, ἔχον τὰ ἐπὶ θαλάσσῃ καὶ ναυσὶν ἰσχῦον· τῆς δὲ χώρας τὴν πολλὴν ἐνέμοντο ἔτι οἱ Κᾶρες. Θερσάνδρου δὲ τοῦ Πολυνείκους καὶ Ἀργείων ἑλόντων Θήβας [καὶ] ἄλλοι τε αἰχμάλωτοι καὶ ἡ Μαντὼ τῷ Ἀπόλλωνι ἐκομίσθησαν ἐς Δελφούς· Τειρεσίαν δὲ κατὰ τὴν πορείαν τὸ χρεὼν ἐπέλαβεν ἐν τῇ Ἁλιαρτίᾳ. ἐκπέμψαντος δὲ σφᾶς ἐς ἀποικίαν τοῦ θεοῦ, περαιοῦνται ναυσὶν ἐς τὴν Ἀσίαν, καὶ ὡς κατὰ τὴν Κλάρον ἐγένοντο, ἐπεξίασιν αὐτοῖς οἱ Κρῆτες μετὰ ὅπλων καὶ ἀνάγουσιν ὡς τὸν Ῥάκιον· ὁ δὲ-μανθάνει γὰρ παρὰ τῆς Μαντοῦς οἵτινές τε ἀνθρώπων ὄντες καὶ κατὰ αἰτίαν ἥντινα ἥκουσι- λαμβάνει μὲν γυναῖκα τὴν Μαντώ, ποιεῖται δὲ καὶ τοὺς σὺν αὐτῇ συνοίκους. (Παυσ. 7.3.1.1 -7.3.2.8)
[Οι Κολοφώνιοι πιστεύουν ότι το ιερό και το μαντείο στην Κλάρο ιδρύθηκαν στα πολύ παλιά χρόνια. Ισχυρίζονται ότι, όταν ακόμη είχαν έρθει στη χώρα οι Κάρες, οι πρώτοι Έλληνες που έφτασαν εκεί ήταν Κρήτες με αρχηγό τον Ράκιο που τον ακολουθούσε και άλλο μεγάλο πλήθος. Αυτοί κατέλαβαν τα παραθαλάσσια και είχαν ισχυρό στόλο. Αλλά το μεγαλύτερο μέρος της χώρας εξακολουθούσαν να το κατέχουν οι Κάρες. Όταν ο Θέρσανδρος, ο γιος του Πολυνείκη, και οι Αργείοι κατέλαβαν τη Θήβα, μεταξύ των άλλων αιχμαλώτων που έφεραν στον Απόλλωνα στους Δελφούς ήταν και η Μαντώ. Τον Τειρεσία τον βρήκε ο θάνατος κατά την πορεία στην Αλιαρτία. Και όταν ο θεός τους έστειλε μακριά να ιδρύσουν αποικία, διαπεραιώθηκαν με τα πλοία στην Ασία, αλλά όταν ήρθαν στην Κλάρο, οι Κρήτες τους επιτέθηκαν με όπλα και τους οδήγησαν στον Ράκιο. Αυτός, μαθαίνοντας από τη Μαντώ ποιοι είναι και γιατί είχαν έρθει, πήρε για γυναίκα του τη Μαντώ και τους επέτρεψε να εγκατασταθούν στη χώρα του και να συγκατοικήσουν.]
Αμφιάραος, Εριφύλη, Άδραστος
Διωγμένος […] ο Πολυνείκης από τη Θήβα, κατέφυγε στο Άργος παίρνοντας μαζί του το περιδέραιο και το πέπλο [της Αρμονίας]. Τότε βασιλιάς του Άργους ήταν ο Άδραστος, ο γιος του Ταλαού· νύχτα πλησίασε ο Πολυνείκης στα ανάκτορά του και ήρθε στα χέρια με τον Τυδέα, τον γιο του Οινέα, εξόριστο από την Καλυδώνα. Και όπως ακούστηκαν άξαφνα φωνές φάνηκε ο Άδραστος και τους χώρισε· τότε θυμήθηκε κάποιο μάντη που του είχε πει ότι θα παντρέψει τις θυγατέρες του με κάπρο και λιοντάρι και τους πήρε και τους δυο για γαμπρούς του· γιατί πάνω στις ασπίδες τους είχαν ο ένας προτομή κάπρου, ο άλλος λιονταριού. Και ο μεν Τυδέας πήρε για γυναίκα του τη Δηιπύλη, ο δε Πολυνείκης την Αργείη, ενώ ο Άδραστος υποσχέθηκε και στους δύο να τους επαναφέρει στις πατρίδες τους. Και έσπευσε να εκστρατεύσει καταρχάς εναντίον των Θηβών και για τον σκοπό αυτό συγκέντρωνε τα παλικάρια.
Αλλά ο Αμφιάραος, ο γιος του Οϊκλέα, που ήταν μάντης και ήξερε ότι ήταν γραφτό όλοι όσοι συμμετάσχουν στην εκστρατεία να πεθάνουν εκτός από τον Άδραστο, δίσταζε να πάρει μέρος και απέτρεπε και τους υπόλοιπους. Και ο Πολυνείκης κατέφυγε στον Ίφι, τον γιο του Αλέκτορα, και ζητούσε να μάθει πώς ο Αμφιάραος θα εξαναγκαζόταν να εκστρατεύσει· και εκείνος του απάντησε ότι προϋπόθεση ήταν να πάρει το περιδέραιο η Εριφύλη. Ο Αμφιάραος λοιπόν απαγόρευσε στην Εριφύλη να δεχτεί δώρα από τον Πολυνείκη, ο Πολυνείκης όμως, αφού της έδωσε το περιδέραιο, απαιτούσε από αυτήν να πείσει τον Αμφιάραο να εκστρατεύσει. Γιατί ήταν στο χέρι της· γιατί, όταν κάποτε ανέκυψε μια διαφορά ανάμεσα σε αυτόν και τον Άδραστο και εκείνη τη διευθέτησε, ορκίστηκε σε μελλοντικές διαφορές με τον Άδραστο να βάλει την Εριφύλη κριτή. Όταν λοιπόν ήταν να γίνει η εκστρατεία εναντίον των Θηβών, και ο Άδραστος συνηγορούσε, ενώ ο Αμφιάραος ήταν αντίθετος, η Εριφύλη, αφού πήρε το περιδέραιο, τον έπεισε να εκστρατεύσει μαζί με τον Άδραστο. Και ο Αμφιάραος, εξαναγκασμένος πια να εκστρατεύσει, έδωσε εντολή στα παιδιά του, όταν ενηλικιωθούν να σκοτώσουν τη μητέρα τους και να εκστρατεύσουν εναντίον των Θηβών.
Και ο Άδραστος, αφού συγκέντρωσε στρατό με επτά αρχηγούς επικεφαλής, επιτάχυνε τον πόλεμο εναντίον των Θηβών. Και οι αρχηγοί ήταν οι εξής: ο γιος του Ταλαού Άδραστος, ο Αμφιάραος, γιος του Οϊκλή, ο Καπανέας, γιος του Ιππόνοου, ο Ιππομέδοντας, γιος του Αριστόμαχου, άλλοι πάλι λένε ότι ήταν του Ταλαού. Αυτοί ήταν από το Άργος, ενώ ο Πολυνείκης, ο γιος του Οιδίποδα από τη Θήβα, ο Τυδέας, γιος του Οινέα, από την Αιτωλία, ο Παρθενοπαίος, γιος του Μελανίωνα, από την Αρκαδία. Ορισμένοι δεν συμπεριλαμβάνουν τον Τυδέα και τον Πολυνείκη, ενώ συγκαταλέγουν τον γιο του Ίφι Ετέοκλο και τον Μηκιστέα.
[…] Όταν ήρθαν στον Κιθαιρώνα, έστειλαν τον Τυδέα να μηνύσει στον Ετεοκλή να παραδώσει την εξουσία στον Πολυνείκη, όπως είχαν συμφωνήσει. Αλλά ο Ετεοκλής αγνόησε το μήνυμα, και θέλοντας ο Τυδέας να δοκιμάσει τους Θηβαίους τους προκαλούσε έναν έναν σε μονομαχία και τους νίκησε όλους. Και αυτοί όπλισαν πενήντα άνδρες και του έστησαν ενέδρα την ώρα που αποχωρούσε· αλλά αυτός τους σκότωσε όλους, εκτός από τον Μαίονα [γιο, σύμφωνα με τη χαμένη τραγωδία του Ευριπίδη «Αντιγόνη» της Αντιγόνης και του Αίμονα]· ύστερα γύρισε στο στρατόπεδο. Οι Αργείοι, αφού οπλίσθηκαν, πλησίασαν στα τείχη, και καθώς οι πύλες ήταν επτά, ο Άδραστος τοποθετήθηκε μπροστά στις Ομολωίδες, ο Καπανέας στις Ωγυγίες, ο Αμφιάραος στις Προιτίδες, ο Ιππομέδων στις Ογκαΐδες, ο Πολυνείκης στις Υψίστες, ο Παρθενοπαίος στις Ηλέκτρες, ο Τυδέας στις Κρηνίδες. Όπλισε και ο Ετεοκλής τους Θηβαίους, και αφού όρισε ισάριθμους αρχηγούς, τους παρέταξε αντίστοιχα· στη συνέχεια ζήτησε χρησμό πώς θα μπορέσει να νικήσει τους εχθρούς. Μάντης στους Θηβαίους ήταν ο Τειρεσίας, γιος του Εύρη και της νύμφης Χαρικλώς, από τη γενιά του Οιδαίου του Σπαρτού, που είχε χάσει το φως του. […] Στους Θηβαίους, λοιπόν, που τον ρώτησαν έδωσε χρησμό ότι θα νικήσουν αν ο Μενοικέας, ο γιος του Κρέοντα, προσφέρει τον εαυτό του θυσία στον Άρη. Μόλις τ' άκουσε αυτό ο γιος του Κρέοντα, ο Μενοικέας, σφάχτηκε με το ίδιο του το χέρι μπροστά στις πύλες. Στη μάχη που ακολούθησε, οι Καδμείοι εκδιώχθηκαν μέχρι τα τείχη, και ο Καπανέας άρπαξε μια σκάλα και άρχισε να σκαρφαλώνει στα τείχη, όμως ο Δίας τον κατακεραύνωσε. Ύστερα από αυτό οι Αργείοι τράπηκαν σε φυγή. Και επειδή οι απώλειες ήταν μεγάλες, αποφάσισαν και τα δύο στρατόπεδα να μονομαχήσουν ο Ετεοκλής και ο Πολυνείκης για τη βασιλεία, και σκοτώνονται και οι δυο. [ …] (Απολλόδωρος (3.57-3.77)
Ο θάνατος του Αμφιάραου και το Αμφιάρειο
1. Στην εποχή μας οι Αθηναίοι κατέχουν την περιοχή του Ωρωπού, ανάμεσα στην Αττική και στην Ταναγρική γη, που αρχικά ήταν Βοιωτική· πολέμησαν πολλές φορές γι' αυτή, αλλά ποτέ δεν την εξασφάλισαν, μέχρι που ο Φίλιππος τους την παραχώρησε, όταν κατέλαβε τη Θήβα. Η πόλη είναι παραθαλάσσια. Δεν έχει τίποτα το εξαιρετικό, για να το αναφέρω. Υπάρχει ωστόσο σε απόσταση δώδεκα σταδίων από εκεί ένα ιερό του Αμφιάραου.
2. Λέγεται ότι τον Αμφιάραο, καθώς έφευγε από τη Θήβα, άνοιξε η γη στα δυο και τον κατάπιε μαζί με το άρμα του. Λένε πως αυτό δεν συνέβη εδώ αλλά στο λεγόμενο Άρμα, στον δρόμο από τη Θήβα στη Χαλκίδα. Οι κάτοικοι του Ωρωπού ήταν οι πρώτοι που πίστεψαν ότι ο Αμφιάραος ήταν θεός, αλλά έπειτα το πίστεψε όλη η Ελλάδα. Μπορώ ν' αναφέρω κατάλογο πολλών ανθρώπων της εποχής εκείνης, που τιμώνται στην Ελλάδα ως θεοί. Σε μερικούς, μάλιστα, έχουν αφιερωθεί και πόλεις. Ο Ελαιούντας στη Χερσόνησο αφιερώθηκε στον Πρωτεσίλαο, η Βοιωτική Λεβάδεια στον Τροφώνιο, ενώ στον Ωρωπό υπάρχει ναός του Αμφιάραου με άγαλμα από λευκό μάρμαρο.
3. Ο βωμός είναι χωρισμένος σε διάφορα τμήματα. Το ένα είναι του Ηρακλή, του Δία και του Παιώνα [θεραπευτή] Απόλλωνα, ενώ το άλλο των ηρώων και των συζύγων τους. Στο τρίτο τιμούν την Εστία, τον Ερμή, τον Αμφιάραο και τους γιους του Αμφιλόχου. Ο Αλκμαίωνας, εξαιτίας της αδικίας προς την Εριφύλη, δεν τιμάται ούτε με τον Αμφιάραο ούτε δίπλα στον Αμφίλοχο. Το τέταρτο τμήμα του βωμού είναι αφιερωμένο στην Αφροδίτη, στην Πανάκεια, στην Ιασώ, στην Υγεία και στην Αθηνά Παιωνία [θεραπεύτρια]. Το πέμπτο είναι αφιερωμένο στις Νύμφες, στον Πάνα και στους ποταμούς Αχελώο και Κηφισό. Για τον Αμφίλοχο οι Αθηναίοι έχουν βωμό και στην πόλη και στον Μαλλό της Κιλικίας υπάρχει το πιο αλάνθαστο μαντείο της εποχής μου.
4. Κοντά στον ναό στον Ωρωπό υπάρχει πηγή, που τη λένε του Αμφιάραου. Δεν θυσιάζουν ποτέ εκεί ούτε εξαγνίζονται ούτε χρησιμοποιούν το νερό της για εξαγνισμό με πλύσιμο των χεριών. Όταν όμως κάποιος θεραπεύεται από αρρώστια σύμφωνα με τον χρησμό του μαντείου, τότε ρίχνει στην πηγή ασημένια και χρυσά νομίσματα, επειδή πιστεύουν ότι από εκεί ξεπρόβαλε ο Αμφιάραος ως θεός. (Παυσ. 1. 34.1-4, μετ. ομάδα Κάκτου)
Η μεταμόρφωση της Δάφνης στις «Μεταμορφώσεις» του Οβιδίου. Έρως και πολιτική.
Η Δάφνη, θυγατέρα του Πηνειού, η πρώτη του Απόλλωνα αγάπη -
δεν το 'φερε η τύχη στα τυφλά, μόνο του Έρωτα θυμός αγριεμένος.
Ήταν οι μέρες κείνες που ο θεός καμάρωνε σα νικητής του δράκου·
της Αφροδίτης σύντυχε το γιο, που τάνυζε χορδή πάνω στο τόξο,
και «τι μπερδεύεσαι με τ' άρματα εσύ, παλιόπαιδο», του είπε, «τ'
αντριωμένα;
Τέτοια μονάχα οι άντρες τα φορούν και στις δικές μου πρέπουνε τις
πλάτες.
Έχω σημάδι αλάθευτο - εχτρούς λαβώνω και θεριά αγριεμένα·
να τώρα δα τον Πύθωνα αυτόν, που σπειρωτός εμόλευε τον τόπο,
με σαϊτιές αμέτρητες εγώ τον έστρωσα στη γη τουμπανιασμένο.
Μόνη δουλειά σου εσένα το δαδί - ν' ανάβεις τις καρδιές, κι αυτό
σου φτάνει!
Μη θες απ' τα δικά μου μερτικό, κι εκεί που δε σε σπέρνουν μη φυτρώνεις!»
Είπε της Αφροδίτης το παιδί «ρίξε σαϊτιές στους πάντες και στα πάντα,
κι εγώ σ' εσένα, Απόλλωνα. Θεού κατώτερα τα ζωντανά της πλάσης,
κι η δόξα στο δικό σου μερτικό κατώτερη απ' τη δικά μου δόξα».
Τέτοια τα λόγια του Έρωτα. Μετά χτυπώντας τα φτερά του ανελήφθη
και με σβελτάδα στήθηκε ψηλά στου Παρνασσού τη δασωμένη ράχη.
Μες στη φαρέτρα βέλη δυο λογιώ, γι' άλλη δουλειά φκιαγμένο το καθένα:
φέρνει τον έρωτα το ένα στις καρδιές, τον έρωτα τον αποδιώχνει τ' άλλο.
Αυτό που φέρνει έρωτα χρυσό κι αστραφτερή στην άκρια του η μύτη,
το δεύτερο δεν είναι σουβλερό κι η αιχμή του στομωμένη με μολύβι.
Το στομωμένο το 'ριξε ο θεός στην Πηνειάδα κόρη, και το άλλο
τον Φοίβο βρήκε, κι η λαβωματιά πήγε βαθιά, ως μέσα στο μεδούλι.
Εκείνος νιώθει έρωτα, αυτή για έρωτες μήτε ν' ακούσει στέργει,
για τα βαθιά ρουμάνια έχει καημό, για τα θεριά που αγρεύει λάφυρά της,
και της παρθένας Άρτεμης πιστή, της Άρτεμης παθαίνεται να μοιάσει,
με την κορδέλα πιάνοντας ψηλά τ' ανάκατα κι αχτένιστα μαλλιά της.
Άντρες τη Δάφνη γύρεψαν πολλοί, μα σε πολλούς εγύρισε την πλάτη·
μακριά απ' των αντρών τη συντροφιά σε απάτητα λημέρια τριγυρνούσε,
Υμέναιος, αγάπες, παντρειά τι πα' να πει δεν έβαζε στο νου της.
Κι όλο ο γονιός της έλεγε «γαμπρό θα καρτερώ να φέρεις, θυγατέρα»,
κι όλο ο γονιός της έλεγε «ξεχνάς που μου χρωστάς εγγόνια, θυγατέρα».
Της φαίνονταν βαριά η παντρειά κι απόδιωχνε τη σκέψη της σα κρίμα
και της ντροπής μια ρόδινη χροιά απλώνονταν στην όμορφη θωριά της.
Σφίγγονταν στου πατέρα το λαιμό, τον χάιδευε με λόγια μελωμένα:
«Μια χάρη, πατερούλη, σου ζητώ, κόρη να μείνω πάντα και παρθένα·
το γύρεψε κι η Άρτεμη παλιά, κι είδε τέτοια χάρη απ' τον γονιό της».
Της έκανε κι εκείνος την καρδιά - μόνο που εσένα η ομορφιά σου, Δάφνη,
εμπόδιο θα σταθεί σ' αυτό που θες· είσαι ωραία, δε θα πιάσει η ευχή σου.
Την είδε ο Φοίβος και τη λαχταρά και θέλει για γυναίκα του τη Δάφνη -
ό,τι ποθεί το ελπίζει ο θεός, κι αν είναι ο ίδιος μάντης ξεγελιέται.
Πώς καίγονται οι καλαμιές μετά που οι θεριστές μαζώνουνε τα στάρια,
πώς καίγονται στους φράχτες τα ξερά από δαδί που άφηκε διαβάτης
ή στρατοκόπος που άναψε φωτιά και κίνησε χαράματα να φύγει,
παρόμοια και του Φοίβου η πυρκαγιά, ολάκερη η καρδιά του ένα καμίνι.
Από μακριά προσώρας την ποθεί κι η αγάπη του κρεμιέται στην ελπίδα.
Βλέπει τ' αχτένιστά της τα μαλλιά - «αν χτενιζόταν κιόλας», συλλογιέται,
«τι όμορφη θα φάνταζε!» Θωρεί τα δυο μεγάλα φωτεινά της μάτια
που λάμπουν σαν τ' αστέρια τ' ουρανού· το στόμα της θωρεί, τα δυο της
χείλη
που δε χορταίνει μόνο να κοιτά. Τα χέρια της, κι εκείνα τα παινεύει,
δάχτυλα σαν τα κρίνα και καρποί και μπράτσα γυμνωμένα ως απάνω,
και πιο πολύ παινεύει τα κρυφά. Όλα καλά, μόνο που εκείνη φεύγει
γρήγορη σαν τον άνεμο - θεού δεν την κρατούν τα χίλια παρακάλια:
«Νύμφη ωραία, κόρη ποταμού, δεν είμαι εχτρός για να σε κυνηγήσω!
Μακριά απ' τον λύκο τρέχουνε τ' αρνιά, τα ελάφια μακριά απ' το
λιοντάρι,
οι περιστέρες τρέμουν στο φτερό όταν πλακώσει άρπαγας γεράκι -
τρέχουνε να ξεφύγουν τον εχτρό· εγώ σ' ακολουθώ από αγάπη.
Πόσο φοβάμαι, πόσο ανησυχώ μη πέσεις καταγής, βάτοι κι αγκάθια
αναίτια μη σου βλάψουν τα σφυρά, να μην πονέσεις κι είμαι εγώ η αιτία.
Δύσβατος είναι ο τόπος και τραχύς· χαλάρωσε, μη παίρνεις τόση φόρα,
για φρέναρε κομμάτι το φευγιό, κι εγώ ξοπίσω αγάλια ακολουθάω.
Στάσου και ρώτα ποιος σ' αποζητά. Δεν είμαι εγώ χοντράνθρωπος
βουνίσιος,
μήτε τσομπάνης άξεστος· εγώ δε σαλαγάω κοπάδια με γελάδες.
Αστόχαστο κορίτσι, βιαστικό, ποιος είναι αυτός που αρνιέσαι, δεν το
ξέρεις·
αν ήξερες δε θα 'φευγες μακριά. Εγώ είμαι εκείνος που η Κλάρος,
η Τένεδος, τα Πάταρα, οι Δελφοί με ξέρουνε θεό και άρχοντά τους.
Γονιός μου ο Δίας· όσα έχουν συμβεί, συμβαίνουνε και μέλλουν να
συμβούνε
όλα τα φανερώνω - μουσική, τραγούδι, λύρα εγώ τα συνταιριάζω.
Σκοπεύω κι έχω σίγουρη σαϊτιά, μόνο που τώρα αλλουνού σαΐτα
πιο σίγουρη με πήρε στην καρδιά που έγνοια δεν τη βάραινε ως τα τώρα.
Εφεύρημα δικό μου η γιατρική, όλος ο κόσμος για γιατρό με ξέρει,
και τα βοτάνια τα ξαρρωστικά, όπου της γης όλα στους ορισμούς μου.
Όμως, για της αγάπης τον καημό, αλίμονο, δεν βρίσκεται βοτάνι,
κι εκείνος που γιατρεύει αλλουνούς, τον εαυτό του δεν μπορεί να γιάνει».
Ήθελε κι άλλα να της πει· εκείνη σκιάχτηκε και το 'βαλε στα πόδια,
άφηκε πίσω τον θεό, και του θεού ημιτελή παράτησε τα λόγια.
Πιο όμορφη απάνω στο φευγιό: ο άνεμος φαινόταν να τη γδύνει,
φυσώντας τη λεπτή της φορεσιά κατάσαρκα στου τρέξιμου τη δίνη,
κι οι αύρες από πίσω μαλακές ανέμιζαν της κεφαλής την κόμη -
όμορφη κόρη, έτρεχε γοργά και γίνονταν πιο όμορφη ακόμη.
Στέρεψε του θεού η υπομονή, «χάνω τα λόγια μου», είπε, «κι είναι κρίμα»,
κι όπως του έδινε το πάθος του ορμή εχύμηξε και άνοιξε το βήμα.
Πώς το ζευγάρι το γαλατικό σβέλτο λαγό στο ίσιωμα ξανοίγει,
κι ενώ τρεχάτο τον ακολουθεί, εκείνος πολεμάει να ξεφύγει·
του πλάκωσε τα πισινά, θαρρείς, λίγο ακόμα και τον έχει φτάσει,
τανύζει τη μουσούδα του μπροστά, λίγο ακόμα και θα τον δαγκάσει.
Τρέχει ο λαγός - ξεφεύγει απ' το σκυλί για πιάστηκε, δεν το γνωρίζει
ακόμα,
τραβιέται απ' τα σαγόνια του εχθρού και ξεμακραίνει απ' τ' ανοιχτό του
στόμα.
Όμοια τρέχαν κόρη και θεός - με πόθο αυτός, εκείνη από τρόμο,
μόνο που ο Φοίβος τρέχει πιο καλά με τα φτερά του Έρωτα στον ώμο.
Δε βρίσκει πια η κόρη ανασασμό, ξοπίσω αυτός κι αυτή ξεθεωμένη
τον νιώθει πως στη ράχη της σιμά και τα λυτά μαλλιά βαριανασαίνει.
Η δύναμή της σώθηκε, χλομή, κατάκοπη απ' της φυγής το μόχθο
έβγαλε απ' τα στήθια της φωνή στρεφόμενη στου Πηνειού τον όχτο:
«Πατέρα, βόηθα. Αν οι ποταμοί λογιάζονται μες στων θεών την τάξη,
απ' τη μορφή που άρεσε πολύ απάλλαξέ με, καν' την να χαλάσει!»
Το λόγο αυτό δεν πρόκανε να πει και λήθαργος τα μέλη της πλακώνει,
λεπτή δεντρίσια φλούδα τρυφερά τύλιξε το κορμάκι της σα ζώνη.
Γίνεται τώρα η κόμη φυλλωσιά, μπράτσα και χέρια γίνονται κλωνάρια,
κι ασάλευτα ριζώνουν μες στη γη τα δυο της γοργοκίνητα ποδάρια.
Η κεφαλή της έγινε κορφή, η λάμψη της επέρασε στο φύλλο.
Δεν παύει ο Φοίβος να την αγαπά, και ακουμπώντας του κορμού το ξύλο,
κάτω απ' τη φρέσκια φλούδα του κορμού νιώθει καρδιά που χτύπαγε
ακόμα.
Τους κλώνους τότε αγκάλιασε σφιχτά, σα να 'τανε τ' αλλοτινό της σώμα
κι έκανε να της δώσει ένα φιλί· κι όπως το ξύλο αποτραβιόταν πίσω,
«σ' αγάπησα», της είπε ο θεός, «κι αφού γυναίκα δε θα σ' αγαπήσω,
το δέντρο που 'χεις γίνει θ' αγαπώ, κι έτσι, σα δάφνη, πάντοτε δικιά μου,
θα στεφανώνεις πάντα εν τιμή κιθάρα και φαρέτρα και μαλλιά μου.
Όπου του Λάτιου οι άρχοντες, κι εσύ, κι όπου κραυγή της νίκης
βακχεμένη
με δάφνινο στεφάνι ο νικητής στο Καπιτώλιο πάντα θ' ανεβαίνει.
Σύμβολο και πιστός φρουρός εσύ θα σημαδεύεις του Αύγουστου το θρόνο,
του ηγεμόνα θα 'σαι θυρεός αγκαλιαστής με της δρυός τον κλώνο.
Σαν το μακρύ κι ακούρευτο μαλλί στου Απόλλωνα το αγέραστο κεφάλι,
όμοια της φυλλωσιάς σου η ομορφιά παντοτινή κι ολόφρεσικα θα
θάλλει!»
Σειώντας αυτή στα λόγια του θεού κλαριά που ήταν νιόβγαλτα ακόμη
της φυλλωσιάς της νεύει την κορφή σα να 'στερξε του Απόλλωνα τη
γνώμη.
(Οβ., Μετ. 1. 452-567, μετ. Θ.Δ. Παπαγγελής [από το βιβλίο Σώματα που άλλαξαν τη θωριά τους. Διαδρομές στις "Μεταμορφώσεις" του Οβίδιου. Ανθολόγηση - μετάφραση: Θεόδωρος Δ. Παπαγγελής. Αθήνα: Gutenberg,
2009])
Μόψος, Αμφίλοχος, Κάλχας: Διαμάχες περί την μαντικήν και την αρχήν
Μετὰ δὲ τὸν Κύδνον ὁ Πύραμος ἐκ τῆς Καταονίας ῥέων, οὗπερ καὶ πρότερον ἐμνήσθημεν· φησὶ δ᾽ Ἀρτεμίδωρος ἐντεῦθεν εἰς Σόλους εὐθυπλοίᾳ σταδίους εἶναι πεντακοσίους. πλησίον δὲ καὶ Μαλλὸς ἐφ᾽ ὕψους κειμένη, κτίσμα Ἀμφιλόχου καὶ Μόψου τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ Μαντοῦς, περὶ ὧν πολλὰ μυθολογεῖται· καὶ δὴ καὶ ἡμεῖς ἐμνήσθημεν αὐτῶν ἐν τοῖς περὶ Κάλχαντος λόγοις καὶ τῆς ἔριδος ἣν ἤρισαν περὶ τῆς μαντικῆς ὅ τε Κάλχας καὶ ὁ Μόψος· ταύτην τε γὰρ τὴν ἔριν μεταφέρουσιν ἔνιοι, καθάπερ καὶ Σοφοκλῆς, εἰς τὴν Κιλικίαν, καλέσας ἐκεῖνος αὐτὴν Παμφυλίαν τραγικῶς, καθάπερ καὶ τὴν Λυκίαν Καρίαν καὶ τὴν Τροίαν καὶ Λυδίαν Φρυγίαν· καὶ τὸν θάνατον δὲ τοῦ Κάλχαντος ἐνταῦθα παραδιδόασιν ἄλλοι τε καὶ Σοφοκλῆς. οὐ μόνον δὲ τὴν περὶ τῆς μαντικῆς ἔριν μεμυθεύκασιν ἀλλὰ καὶ τῆς ἀρχῆς. τὸν γὰρ Μόψον φασὶ καὶ τὸν Ἀμφίλοχον ἐκ Τροίας ἐλθόντας κτίσαι Μαλλόν· εἶτ᾽ Ἀμφίλοχον εἰς Ἄργος ἀπελθεῖν, δυσαρεστήσαντα δὲ τοῖς ἐκεῖ πάλιν ἀναστρέψαι δεῦρο, ἀποκλειόμενον δὲ τῆς κοινωνίας συμβαλεῖν εἰς μονομαχίαν πρὸς τὸν Μόψον, πεσόντας δ᾽ ἀμφοτέρους ταφῆναι μὴ ἐν ἐπόψει ἀλλήλοις· καὶ νῦν οἱ τάφοι δείκνυνται περὶ Μάγαρσα τοῦ Πυράμου πλησίον. (Στρ., 14.5.16.1-23)
Μόψος και Κάλχας: Διαμάχη περί την μαντικήν
λέγεται δὲ Κάλχας ὁ μάντις μετ᾽ Ἀμφιλόχου τοῦ Ἀμφιαράου κατὰ τὴν ἐκ Τροίας ἐπάνοδον πεζῇ δεῦρο ἀφικέσθαι, περιτυχὼν δ᾽ ἑαυτοῦ κρείττονι μάντει κατὰ τὴν Κλάρον, Μόψῳ τῷ Μαντοῦς τῆς Τειρεσίου θυγατρός, διὰ λύπην ἀποθανεῖν. Ἡσίοδος μὲν οὖν οὕτω πως διασκευάζει τὸν μῦθον· προτεῖναι γάρ τι τοιοῦτο τῷ Μόψῳ τὸν Κάλχαντα "θαῦμά μ᾽ ἔχει κατὰ θυμόν, ὅσους ἐρινειὸς ὀλύνθους οὗτος ἔχει μικρός περ ἐών· εἴποις ἂν ἀριθμόν;" τὸν δ᾽ ἀποκρίνασθαι "μύριοί εἰσιν ἀριθμόν, ἀτὰρ μέτρον γε μέδιμνος· εἷς δὲ περισσεύει, τὸν ἐπενθέμεν οὔ κε δύναιο. ὣς φάτο· καί σφιν ἀριθμὸς ἐτήτυμος εἴδετο μέτρου. καὶ τότε δὴ Κάλχανθ᾽ ὕπνος θανάτοιο κάλυψε. Φερεκύδης δέ φησιν ὗν προβαλεῖν ἔγκυον τὸν Κάλχαντα πόσους ἔχει χοίρους, τὸν δ᾽ εἰπεῖν ὅτι τρεῖς, ὧν ἕνα θῆλυν· ἀληθεύσαντος δ᾽ ἀποθανεῖν ὑπὸ λύπης. οἱ δὲ τὸν μὲν Κάλχαντα προβαλεῖν τὴν ὗν φασι τὸν δὲ ἐρινεόν, καὶ τὸν μὲν εἰπεῖν τἀληθὲς τὸν δὲ μή, ἀποθανεῖν δὲ ὑπὸ λύπης καὶ κατά τι λόγιον. λέγει δ᾽ αὐτὸ Σοφοκλῆς ἐν Ἑλένης ἀπαιτήσει ὡς εἱμαρμένον εἴη ἀποθανεῖν, ὅταν κρείττονι ἑαυτοῦ μάντει περιτύχῃ· οὗτος δὲ καὶ εἰς Κιλικίαν μεταφέρει τὴν ἔριν καὶ τὸν θάνατον τοῦ Κάλχαντος. τὰ μὲν παλαιὰ τοιαῦτα. (Στρ., 14.1.27.3-25)
Επτά επί Θήβας, Αμφιάραος, Επίγονοι
65. Όταν τα παιδιά [ο Ετεοκλής και ο Πολυνείκης] αντρώθηκαν και τα ανοσιουργήματα αυτού του οίκου έγιναν γνωστά, o Οιδίποδας αναγκάσθηκε απ' τα παιδιά του να παραμένει έγκλειστος απ' τη ντροπή του, και οι νεαροί παρέλαβαν τη βασιλεία και συμφώνησαν μεταξύ τους να βασιλεύουν εναλλάξ, τη μια χρονιά ο ένας, την άλλη ο άλλος. Ο Ετεοκλής που ήταν μεγαλύτερος, ήταν ο πρώτος που ανέλαβε τη βασιλεία και, όταν πέρασε ο χρόνος, δεν ήθελε να παραδώσει την εξουσία. 2. Ό Πολυνείκης επικαλούμενος τη συμφωνία απαιτούσε το θρόνο. Κι επειδή ο αδελφός του δεν συμμορφωνόταν με την απαίτηση, έφυγε και πήγε στο Άργος, στον βασιλιά Άδραστο.
Τον καιρό που συνέβαιναν αυτά ο Τυδέας, λένε, ο γιος του Οινέα, που σκότωσε τα ξαδέρφια του, τον Αλκάθοο και τον Λυκωπέα στην Καλυδώνα, έφυγε απ' την Αιτωλία στο Άργος. 3. Ό Άδραστος τους υποδέχθηκε φιλικά και τους δύο και υπακούοντας σε κάποιο χρησμό πάντρεψε τις θυγατέρες του μαζί τους, την Αργεία με τον Πολυνείκη και τη Δηιπύλη με τον Τυδέα. Και, καθώς τα παιδιά είχαν μεγάλη εκτίμηση και κέρδισαν την αγάπη του βασιλιά σε μεγάλο βαθμό, λένε, ότι ο Άδραστος, ως ένα δείγμα της εύνοιας του υποσχέθηκε να αποκαταστήσει και τους δύο στην πατρίδα τους. 4. Και πρώτα αποφάσισε να επαναφέρει τον Πολυνείκη, κι έστειλε τον Τυδέα αγγελιοφόρο στη Θήβα να διαπραγματευτεί με τον Ετεοκλή την επάνοδο. Τότε, λένε, ο Τυδέας, που του είχε στήσει στο δρόμο ενέδρα ο Ετεοκλής με πενήντα άντρες, τους σκότωσε όλους και προς γενική κατάπληξη έφθασε σώος στο Άργος κι ο Άδραστος, όταν έμαθε τα συμβάντα, έκανε τις ετοιμασίες του για την εκστρατεία κι έπεισε να μετάσχουν στον πόλεμο τον Καπανέα και τον Ιππομέδοντα και τον Παρθενοπαίο, τον γιο της Αταλάντης, θυγατέρας του Σχοινέα. 5. Ο Πολυνείκης, επίσης, προσπαθούσε να πείσει τον μάντη Αμφιάραο να εκστρατεύσει μαζί τους εναντίον των Θηβών. Κι επειδή δεν συμφωνούσε, γιατί γνώριζε από πριν ότι θα σκοτωθεί αν μετάσχει στην εκστρατεία, λένε, ότι ο Πολυνείκης έδωσε στη γυναίκα του Αμφιάραου το χρυσό περιδέραιο που, κατά τη μυθολογία, δώρισε η Αφροδίτη στην Αρμονία. Και τούτο για να πείσει τον σύζυγό της να πάρει μέρος στην εκστρατεία.
6. Τον καιρό που ο Αμφιάραος φιλονικούσε με τον Άδραστο για τη βασιλεία, συμφώνησαν κι οι δυο ν' αναθέσουν στην Εριφύλη να κρίνει τελικά τις διαφορές τους. Αυτή ήταν γυναίκα του Αμφιάραου και αδελφή του Αδράστου. Κι όταν η Εριφύλη έδωσε τη νίκη στον Άδραστο και έκρινε ότι πρέπει ο σύζυγος της να λάβει μέρος στην εκστρατεία εναντίον των Θηβαίων, τότε ο Αμφιάραος με τη σκέψη ότι ή γυναίκα του τον πρόδωσε, συμφώνησε βέβαια να μετάσχει στην εκστρατεία, έδωσε όμως εντολή στον γιο του Αλκμαίωνα μετά τον θάνατό του να σκοτώσει την Εριφύλη. 7. Ό Άλκμαίων αργότερα εκτελώντας την εντολή του πατέρα του σκότωσε τη μητέρα του, αλλά συναισθανόμενος ότι διέπραξε πράξη μιαρή, καταλήφτηκε από μανία. Κι ο Αγαστός, ο Πολυνείκης κι ο Τυδέας παίρνοντας μαζί τους τέσσερις αρχηγούς, τον Αμφιάραο και τον Καπανέα και τον Ιππομέδοντα,. καθώς και τον Παρθενοπαίο, τον γιο της Αταλάντης, θυγατέρας του Σχοινέα, εκστράτευσαν εναντίον των Θηβών με αξιόλογη στρατιωτική δύναμη. 8. Ύστερα από αυτά ο Ετεοκλής κι ο Πολυνείκης σκοτώθηκαν μεταξύ τους, ενώ ο Καπανέας σκοτώθηκε σε μιαν έφοδο, καθώς ανέβαινε στο τείχος με μια σκάλα. Όσο για τον Αμφιάραο, άνοιξε η γη και τον κατάπιε μαζί με το άρμα του. 9. Όταν και οι άλλοι αρχηγοί χάθηκαν, εκτός απ' τον Άδραστο, και σκοτώθηκαν πολλοί στρατιώτες, οι Θηβαίοι δεν τους επέτρεψαν να σηκώσουν τους νεκρούς τους, και ο Άδραστος, αφήνοντας τους νεκρούς άταφους, επέστρεψε στο Άργος. Καθώς έμεναν λοιπόν άταφα τα σώματα των πεσόντων μπροστά στην Καδμεία και κανείς δεν τολμούσε να τα θάψει, οι Αθηναίοι, που διακρίνονταν απ' όλους τους άλλους για τη δικαιοσύνη και την ευσέβειά τους, έθαψαν όλους όσοι έπεσαν στους πρόποδες της Καδμείας.1
66. Οι «Επτά επί Θήβας» λοιπόν είχαν αυτό το τέλος. Αλλά οι γιοι τους, που έμειναν γνωστοί ως Επίγονοι, θέλοντας να λάβουν εκδίκηση για τον θάνατο των πατέρων τους, αποφάσισαν να εκστρατεύσουν από κοινού εναντίον των Θηβών, αφού έλαβαν χρησμό απ' τον Απόλλωνα να πολεμήσουν αυτήν την πόλη έχοντας αρχηγό τον Αλκμαίωνα, τον γιο του Αμφιάραου. 2. Ό Αλκμαίων, όταν εκλέχθηκε στρατηγός τους, ρώτησε τον θεό για την εκστρατεία εναντίον των Θηβών και για την τιμωρία της μητέρας του Εριφύλης. 3. Κι ο Απόλλων του απάντησε ότι πρέπει να τα πράξει και τα δυο, γιατί η Εριφύλη δεν δέχθηκε μόνο το χρυσό περιδέραιο με τίμημα την απώλεια του πατέρα του, άλλα γιατί έλαβε επίσης κι έναν πέπλο ως ανταμοιβή για να προκαλέσει τον θάνατο του γιου της. Γιατί η Αφροδίτη, όπως λένε, τα παλιά χρόνια είχε δωρίσει στην Αρμονία, τη θυγατέρα του Κάδμου, το περιδέραιο και τον πέπλο. Και τα δύο όμως τα πήρε η Εριφύλη, το περιδέραιο δώρο απ' τον Πολυνείκη και τον πέπλο απ' τον γιο του Πολυνείκη, τον Θέρσανδρο, για να πείσει τον γιο της να εκστρατεύσει εναντίον των Θηβών. Ό Αλκμαίων λοιπόν συγκέντρωσε στρατό όχι μόνο απ' το Άργος, αλλά κι απ' τις γειτονικές πόλεις και με αξιόλογη δύναμη εκστράτευσε εναντίον των Θηβών. 4. Οι Θηβαίοι αντιτάχτηκαν και έγινε σκληρή μάχη, στην όποια νίκησε ο στρατός του Αλκμαίωνα. Κι οι Θηβαίοι, που ηττήθηκαν στη μάχη κι έχασαν πολλούς απ' τους πολίτες τους, βρέθηκαν σε απελπιστική κατάσταση. Κι επειδή δεν ήταν πλέον σε θέση να προβάλουν αντίσταση, συμβουλεύθηκαν τον μάντη Τειρεσία, που τους συνέστησε να φύγουν απ' την πόλη. 5. Μόνο μ' αυτόν τον τρόπο θα σωθούν. Οι Καδμείοι, λοιπόν, σύμφωνα με τη συμβουλή του Τειρεσία, εγκατέλειψαν την πόλη και μέσα στη νύχτα κατέφυγαν όλοι μαζί σ' ένα μέρος της Βοιωτίας, που ονομάζονταν Τιλφωσσαίο. Έπειτα οι Επίγονοι κυρίευσαν την πόλη και τη λεηλάτησαν, πήραν αιχμάλωτη τη Δάφνη, θυγατέρα του Τειρεσία, και την αφιέρωσαν στους Δελφούς ως επίλεκτη προσφορά στον θεό, σύμφωνα με κάποιο τάμα. 6. Αυτή η κοπέλα, που δεν υστερούσε καθόλου απ' τον πατέρα της στη μαντική, στη διάρκεια της παραμονής της στους Δελφούς ανέπτυξε περισσότερο την τέχνη της. Κι όπως ήταν προικισμένη με αξιοθαύμαστα φυσικά χαρίσματα, έγραψε χρησμούς παντός είδους, που διακρίνονταν για την κομψή τους σύνθεση. Και λένε ότι κι ο ποιητής Όμηρος πήρε απ' αυτήν πολλούς στίχους και κόσμησε μ' αυτούς τη δική του ποίηση. Κι όπως καταλαμβάνονταν συχνά από ένθεη μανία και χρησμοδοτούσε, λένε ότι ονομάσθηκε Σίβυλλα. Γιατί το να καταλαμβάνεται κανείς από θεία έμπνευση αποδίδεται σε κάποια γλώσσα με τη λέξη «σιβυλλαίνειν».
67. Οι Επίγονοι, ύστερα από μια ένδοξη εκστρατεία, επέστρεψαν στις πατρίδες τους με πολλά λάφυρα. Απ' τους Καδμείους, που κατέφυγαν στο Τιλφωσσαίο, ο Τειρεσίας πέθανε κι οι Καδμείοι τον έθαψαν με λαμπρότητα και τον τίμησαν με θεϊκές τιμές. Και οι ίδιοι εγκατέλειψαν την πόλη και εκστράτευσαν εναντίον των Δωριέων, τους νίκησαν στη μάχη, έδιωξαν τους κατοίκους απ' τη χώρα τους κι εγκαταστάθηκαν για κάμποσα χρόνια εκεί και άλλοι έμειναν οριστικά, ενώ άλλοι επέστρεψαν στη Θήβα, όταν ήταν βασιλιάς ο Κρέων, ο γιος του Μενοικέα. (Διόδωρος Σ., 4. 65-67)
Σημείωση
1. Κατά την παράδοση των Αθηναίων ο Θησέας εκστράτευσε εναντίον των Θηβών για να πάρει τα σώματα των Εφτά στρατηγών, τα όποια έθαψε στην Ελευσίνα.
Ο Επιμενίδης [περ. 600 π.Χ.], σύμφωνα με όσα γράφει ο Θεόπομπος και πολλοί άλλοι συγγραφείς, ήταν γιος του Φαιστίου· κατ' άλλους, του Δωσιάδα, και κατ' άλλους του Αγήσαρχου. Ήταν Κρητικός από την Κνωσό, μολονότι τα μακριά μαλλιά του δεν έδιναν την εντύπωση Κρητικού. Κάποτε που τον έστειλε ο πατέρας του να ψάξει για κάποιο πρόβατο στο χωράφι, περιπλανήθηκε και μπήκε σ' ένα σπήλαιο, όπου ξάπλωσε και κοιμήθηκε πενήντα επτά χρόνια. Όταν ξύπνησε, άρχισε πάλι να ψάχνει για το πρόβατο, γιατί νόμιζε ότι είχε πάρει έναν μικρόν υπνάκο. Καθώς δεν το 'βρισκε, και έβλεπε τα πάντα αλλαγμένα γύρω του, και το χωράφι να το έχει άλλος, γύρισε στην πόλη απορημένος. Έφτασε στο σπίτι του και τον ρωτούσαν ποιος είναι. Τέλος, βρήκε τον νεὀτερο αδελφό του, γέροντα πια, από τον οποίο έμαθε όλη την αλήθεια. Το πράγμα μαθεύτηκε από όλους τους Έλληνες, που τον θεώρησαν ιδιαίτερα αγαπητό στους θεούς. Γι' αυτό, και όταν οι Αθηναίοι προσεβλήθησαν από πανούκλα και η Πυθία έβγαλε χρησμό ότι πρέπει να καθαρισθεί η πόλη, έστειλαν ένα πλοίο στην Κρήτη με τον Νικία του Νικήρατου να προσκαλέσουν τον Επιμενίδη. Πραγματικά, αυτός ήρθε στην Αθήνα κατά την 46ην Ολυμπιάδα [595-592 π.Χ], καθάρισε την πόλη και σταμάτησε την πανούκλα, με τον εξής τρόπο: Πήρε κάμποσα πρόβατα, άσπρα και μαύρα, και τα πήγε στον Άρειο Πάγο. Εκεί τ' άφησε ελεύθερα, να πάνε όπου θέλουν, πρόσταξε να παρακολουθήσουν πού θα κοιμηθεί το καθένα και εκεί να κάμουν θυσία στον τοπικό θεό. Και έτσι σταμάτησε το κακό. Γι' αυτό, και σήμερα βρίσκει κανείς ανά τούς δήμους των Αθηνών ανώνυμους βωμούς, κατάλοιπο του εξιλασμού που είχε γίνει τότε. Άλλοι συγγραφείς αναφέρουν ότι τους είπε πως αιτία του κακού είναι το Κυλώνειο άγος, και τους υπέδειξε πώς θα το απομακρύνουν. Και γι' αυτό, θυσιάστηκαν δύο νέοι, ο Κρατίνος και ο Κτησίβιος, και η πόλη απαλλάχτηκε από την συμφορά. Οι Αθηναίοι ψήφισαν να του δοθεί ένα τάλαντο σε χρήμα και ένα πλοίο να τον πάει πίσω στην Κρήτη. Δεν δέχθηκε τα χρήματα και συνήψε σύμφωνο φιλίας και συμμαχίας μεταξύ των Κνωσίων και των Αθηναίων. Δεν πέρασε όμως πολύς καιρός αφ' ότου γύρισε στο σπίτι του, και πέθανε σε ηλικία εκατόν πενήντα επτά ετών, όπως λέγει ο Φλέγων στο «Περί μακροβίων» βιβλίο του. Κατά τούς Κρήτες έζησε 299 χρόνια, ο δε Ξενοφάνης ο Κολοφώνιος λέγει ότι άκουσε πως πέθανε σε ηλικία 154 ετών. Έγραψε και ένα ποίημα για τη γέννηση των Κουρήτων και των Κορυβάντων και μια θεογονία, αποτελούμενα συνολικά από 5.000 στίχους. Επίσης, ένα ποίημα για τη ναυπήγηση της Αργώς και για το ταξίδι του Ιάσονα στην Κολχίδα με 6.500 στίχους. Ακόμη, έγραψε σε πεζό λόγο «Περί θυσιών και του εν Κρήτη πολιτεύματος», καθώς και ένα ποίημα «Περί Μίνω και Ραδαμάνθυος», αποτελούμενο από 4.000 στίχους. Στην Αθήνα ανήγειρε το ιερό των Σεμνών (των Ευμενίδων), όπως μαρτυρεί ο Λόβων στο «Περί ποιητών» έργο του. Λέγεται δε ότι υπήρξε ο πρώτος που καθάρισε σπίτια και χωράφια και πρώτος ίδρυσε ιερά. Μερικοί υποστηρίζουν ότι δεν κοιμήθηκε, αλλά απλώς αποσύρθηκε στην ύπαιθρο για ορισμένο χρόνο ασχολούμενος με τη συλλογή βοτάνων. Δική του θεωρείται και μια επιστολή προς τον Σόλωνα τον νομοθέτη, που περιέχει σύστημα διακυβέρνησης που ο Μίνωας σχεδίασε για τους Κρητικούς. Όμως ο Δημήτριος ο Μάγνης, στο περί ομωνύμων ποιητών και συγγραφέων έργο του, επιχειρεί να αποδείξει ότι η επιστολή είναι μεταγενέστερη και ότι δεν είναι γραμμένη σε κρητική διάλεκτο αλλά σε αττική, και μάλιστα στη νέα αττική. Εγώ όμως βρήκα και άλλη επιστολή που έχει ως εξής: «Μην αποθαρρύνεσαι, φίλε μου. Γιατί, αν ο Πεισίστρατος είχε πλήξει ανθρώπους συνηθισμένους στη δουλεία και οι οποίοι δεν είχαν διοικηθεί ποτέ με καλούς νόμους, θα εξασφάλιζε για πάντα την εξουσία, εξανδραποδίζοντας τον λαό. Αλλά εδώ υποδούλωσε όχι άνανδρους, αλλά ανθρώπους που με πόνο και ντροπή θυμούνται τις προειδοποιήσεις του Σόλωνα, και οι οποίοι δεν θα ανεχθούν να τυραννιούνται. Αλλά, αν ο Πεισίστρατος έγινε κύριος της πόλης, όμως δεν θα μπορέσει να μεταβιβάσει την εξουσία στα παιδιά του. Γιατί είναι δύσκολο, άνθρωποι που έζησαν ελεύθεροι και με άριστους νόμους, να παραμείνουν επί μακρόν υπόδουλοι. Όσον αφορά εσένα, μην περιπλανάσαι, αλλά έλα σ' εμένα, στην Κρήτη, όπου δεν υπάρχει επικίνδυνος μονάρχης. Ενώ, ταξιδεύοντας διαρκώς, φοβούμαι μήπως πάθεις κανένα κακό από φίλους του (του Πεισίστρατου)». Αυτό ήταν το περιεχόμενο της επιστολής. Επιπλέον, ο Δημήτριος γράφει ότι, σύμφωνα με μια παράδοση, ο Επιμενίδης είχε λάβει από τις Νύμφες κάποιο έδεσμα, που το φύλαγε μέσα σε νύχι από βόδι, και από το οποίο ρουφούσε από λίγο. Δεν είχε κενώσεις, ούτε τον είδε ποτέ κανένας να τρώει. Το αναφέρει και ο Τίμαιος στο δεύτερο βιβλίο του. Μερικοί λένε ότι οι Κρήτες έκαμναν σ' αυτόν θυσίες σαν να ήταν θεός· γιατί, λένε, ήταν και διορατικότατος. Βλέποντας π.χ. το λιμανάκι της Μουνιχίας, κοντά στην Αθήνα, είπε στους Αθηναίους ότι καθόλου δεν υποπτεύονται πόσα κακά θα τους προξενήσει το χωριό αυτό· αλλιώς, με τα δόντια θα το κατεδάφιζαν. Και αυτά τα είπε χρόνια πριν από τα συμβάντα. Αναφέρεται, επίσης, ότι υπήρξε ο πρώτος που απεκάλεσε τον εαυτό του Αιακό και προείπε στους Λακεδαιμονίους ότι θα νικηθούν από τους Αρκάδες· και ισχυριζόταν ότι έζησε πολλές ζωές. Ο Θεόπομπος γράφει στα «Θαυμάσιά» του πως, όταν αυτός ασχολούνταν με την ανέγερση του Ιερού των Νυμφών, ακούστηκε μια φωνή από τον ουρανό που του έλεγε: «Επιμενίδη, όχι Ιερό των Νυμφών αλλά του Διός». Ο ίδιος συγγραφέας αναφέρει ότι προείπε στους Κρητικούς και την ήττα που, όπως και προηγουμένως είπα, θα υφίσταντο οι Λακεδαιμόνιοι από τους Αρκάδες. Και πραγματικά, αυτοί συνετρίβησαν κοντά στον Ορχομενό. Τα γηρατειά του βάσταξαν τόσες μέρες, όσα και τα χρόνια που κοιμήθηκε (στο σπήλαιο)· έτσι λέει ο Θεόπομπος. Ο Μυρωνιανός εξάλλου, αναφέρει στους «Ομοίους» του ότι οι Κρήτες τον έλεγαν Κούρητα. Το σώμα του το διαφυλάσσουν οι Λακεδαιμόνιοι, υπακούοντας σε κάποιο χρησμό, όπως λέει ο Σωκράτης ο Λάκων. Υπήρξαν και δύο άλλοι Επιμενίδες, ο γενεαλόγος και εκείνος που έγραψε για τη Ρόδο σε δωρική διάλεκτο. (Διογένης Λαέρτιος, Βίοι Φιλοσόφων) Ο Gotthold Ephtaim Lessing ήταν δραματικός ποιητής, θεολόγος, φιλόσοφος και μυστικιστής, κλασικός φιλόλογος, αισθητικός, θεωρητικός και κριτικός. Ως αισθητικός και θεωρητικός της τέχνης προσπάθησε ο Λέσσιγκ να εξετάσει τις διαφορές και τα όρια των τεχνών. Ο Λέσσιγκ επέστησε την προσοχή στην ιδιαιτερότητα του μέσου κάθε τέχνης, στα «σημεία» που χρησιμοποιεί κάθε τέχνη για τη μίμηση. Δεν αμφισβήτησε ότι οι τέχνες είναι μίμηση, έθεσε όμως το ερώτημα τι πράγμα μπορεί να μιμηθεί μια δεδομένη τέχνη. Η κυριότερη διάκριση που έκανε είναι του τόπου (οι πλαστικές τέχνες και ιδιαίτερα η ζωγραφική) και του χρόνου (η λογοτεχνία και ιδιαίτερα η ποίηση). Η ζωγραφική και η γλυπτική ασχολούνται με σώματα που τα καθηλώνουν σε στάση ή σε κίνηση, ενώ η ποίηση περιγράφει όχι την τελειωμένη πράξη αλλά τη διαδικασία τελείωσής της. Την προσέγγιση αυτή επεχείρησε μέσα από την αισθητική ανάλυση του γλυπτού συμπλέγματος του Λαοκόωντα και των γιων του που φιλοτέχνησαν οι Ρόδιοι γλύπτες Αγήσανδρος, Πολύδωρος και Αθηνόδωρος (περ. 200 π.Χ.) και με αφορμή αυτό διατύπωσε τις αντιλήψεις του για τους κανόνες της αισθητικής αλλά και για τα όρια ανάμεσα στη ζωγραφική και την ποίηση. Το σύμπλεγμα βρέθηκε το 1506 κοντά στη Ρώμη και αγοράστηκε από τον πάπα Ιούλιο Β' που το τοποθέτησε στο Βατικανό, όπου και βρίσκεται μέχρι σήμερα. Ο Μιχαήλ Άγγελος ονόμασε το άγαλμα «το αιώνιο θαύμα της τέχνης». Αντίγραφο του Λαοκόωντα έκανε ο Μπαντινέλλι, ενώ το ίδιο θέμα μιμήθηκε ο Γκρέκο, ο William Blake, Φώτης Κόντογλου κ.ά. Το βιβλίο του Λέσσιγκ θεωρήθηκε «καταστατικός χάρτης» και «κώδικας αισθητικής». Ο Γκαίτε έγραψε: «Με τον Λαοκόωντα ο Λέσσιγκ έδειξε τη διαφορά της λογοτεχνίας από τις εικαστικές τέχνες. Οι κορυφές αυτών των δύο τεχνών φάνηκαν διαχωρισμένες, όσο κι αν οι βάσεις τους φαίνονται ενωμένες. Ο εικαστικός καλλιτέχνης οφείλεται να περιορίζεται μέσα στα όρια του Ωραίου, ενώ συγχωρείται στον λογοτέχνη, που πρέπει να εκφράσει τα πάντα, να εξέρχεται -με περίσκεψη- και πιο πέρα. Ο ζωγράφος και ο γλύπτης εργάζεται χάρη της εξωτερικής αίσθησης (των μορφών) που μονάχα στο Ωραίο τέρπεται· ενώ ο λογοτέχνης εργάζεται χάρη της φαντασίας (και της εσωτερικότητας) που και το δύσμορφο ακόμη στέργει.» Η ανάλυση του Λέσσιγκ στηρίζεται στη χρονική στιγμή της ιστορίας του θανάτου του Λαοκόωντα και των γιων του που επέλεξαν οι τρεις γλύπτες να «πάγωσαν» και στην έκφραση των προσώπων των παθόντων. 1. Το πάθος των θυμάτων, που με τα τεράστια σώματά τους έχουν περιτυλίξει τα τρία σώματα, διαβαθμίζεται με σοφία. Ο μικρότερος γιος υποκύπτει στο δάγκωμα του ενός φιδιού και κοντεύει να πεθάνει. Ο μεγαλύτερος προσπαθεί να ελευθερωθεί, ενώ συγχρόνως στρέφει το βλέμμα στον πατέρα. Στη μορφή του Λαοκόωντα, που τον δαγκώνει στο πλευρό το άλλο φίδι, είναι κορυφωμένη η οδύνη και η αγωνία. Το σώμα του είναι τεντωμένο και τινάζεται από σπασμούς. 2. Ανάλογη προς την ηλικία και το πάθος είναι η ανατομική διάπλαση των σωμάτων που στη διάρκεια της πάλης γυμνώθηκαν. Το σώμα του παιδιού που πεθαίνει είναι απαλό, του μεγαλύτερου είναι πιο δυνατά διαμορφωμένο. Στο σώμα του Λαοκόωντα η ένταση των μυών φτάνει στο κατακόρυφο, οι φλέβες είναι φουσκωμένες και το στήθος φαίνεται έτοιμο να σπάσει. Ο Winckelmann έγραφε ότι το κύριο γνώρισμα της ζωγραφικής και της γλυπτικής των Ελλήνων ήταν η ευγενική απλότητα και το ήρεμο μεγαλείο στη στάση και την έκφραση. Όπως ο βυθός της θάλασσας ατρεμεί όσο κι αν μαίνεται η επιφάνεια, έτσι και η έκφραση του προσώπου, παρόλη την επίδραση των παθών, φανερώνει μεγάλη και σεμνή ψυχή. Έτσι, στο πρόσωπο, σε όλα τα μέρη του σώματος, στους μυς και την επώδυνα συσπασμένη κοιλιά φανερώνεται άλγος, όχι όμως και μανία, όπως αυτή θα χαρακτηρίσει τις ρομαντικές μορφές λίγο αργότερα. Ο Λαοκόων, παρόλο τον πόνο, δεν κραυγάζει αλλά στενάζει εναγώνια, όπως φαίνεται από το άνοιγμα του σώματος. Η καρτερική υπομονή και η μεγαλοψυχία υπερισχύει της φυσικής αντίδρασης στον φυσικό πόνο, ο άνθρωπος διατηρεί την εγκράτεια που επιβάλλει το πνεύμα του ακόμη και στις πιο επώδυνες στιγμές. Η ζωγραφική, σε αντίθεση με την ποίηση, υποστήριζε ο Λέσσιγκ, δεσμεύεται στην εξεικόνιση μιας μόνο στιγμής, που θα πρέπει να είναι αυτή που συγκρατείται ευκολότερα στη συνείδηση και που να είναι για τη φαντασία η γονιμότερη, ώστε ο θεατής να αναπλάσει το πριν και το μετά της ιστορία. Στους Έλληνες ο ύψιστος νόμος της εικαστικής τέχνης ήταν η μίμηση αλλά και η απόδοση του ωραίου· γι' αυτό, οι γλύπτες του Λαοκόωντα απέφυγαν να παραστήσουν την «παραμορφώνουσα το πρόσωπο κραυγή» και την αντικατέστησαν με βαθύ αναστεναγμό. Αυτή η διάκριση έχει ορισμένες συνέπειες· για την ποίηση την καταδίκη της απαρίθμησης στην περιγραφή και της περιγραφικής ποίησης, τη στατικότητα· για τη ζωγραφική σημαίνει την καταδίκη της αλληγορίας και της ιστορικής ζωγραφικής. Η φράση του Σιμωνίδη ότι η ζωγραφική είναι ποίηση «σιγώσα», ενώ η ποίηση είναι «ζωγραφία λαλούσα» παραπλάνησε τους καλλιτέχνες. Γι' αυτό βλέπουμε στην ποίηση πληθώρα περιγραφών και στη ζωγραφική πληθώρα αλληγοριών. Ωστόσο, δεν αρνείται τις επιδράσεις της ιστορικής και αλληγορικής ζωγραφικής, μόνο δεν του φαίνονται απολύτως σαφείς και ξεκάθαρες. Ο Λέσσιγκ επιχείρησε να στηρίξει τις θέσεις τους σε αρχαίους συγγραφείς, κυρίως στον Αριστοτέλη. Έλεγε, λοιπόν, ότι ο Αριστοτέλης στην Ποιητική του είχε γράψει ότι το να παρασκευάζει κανείς το φοβερό όχι δια της πλοκής του μύθου αλλά δια της όψεως είναι κάτι το άτεχνο. Τα τερατώδη θέματα προκαλούν έκπληξη και δυσάρεστο φόβο, όχι όμως και αισθητική συγκίνηση ή ηθική αγωγή της ψυχής· όταν μάλιστα αυτά τα θέματα υψώνονται σε αυτοσκοπό αποβλέπουν στη νευρική διέγερση και όχι στην κάθαρση της ψυχής «δι' ελέου και φόβου». Γι' αυτό είναι απορριπτέα. Στους Έλληνες, έλεγε ο αρχαίος φιλόσοφος, ο ύψιστος νόμος των εικαστικών τεχνών ήταν το κάλλος. Οι Θηβαίοι είχαν θεσπίσει νόμο που απαγόρευε με ποινή τη μίμηση του «δυσειδούς» και προέτρεπε στη μίμηση του ωραίου, γιατί πίστευαν στην αναμφισβήτητη επιρροή που έχουν οι εικαστικές τέχνες στον χαρακτήρα των πολιτών και του έθνους (Αριστ. Πολιτικά Ζ. 1320, 25). Ο Αριστοτέλης απαγόρευε στους νέους τη θέα εικόνων με ρυπαρογραφίες και πορνογραφίες, για να μείνει αγνή η φαντασία τους από όλες τις παραστάσεις του δυσειδούς ή του γελοίου. Οι Έλληνες δεν ασχήμιζαν τα έργα τους αποτυπώνοντας την υπερβολή των συναισθημάτων, μετρίαζαν την οργή σε αυστηρότητα (Δίας) τον ολοφυρμό σε σεμνό πένθος, σε ευγενικό στεναγμό που προκαλεί οίκτο και όχι αποτροπιασμό. Στην περίπτωση του Λαοκόωντα οι καλλιτέχνες καταπράυναν την κραυγή σε στεναγμό και εργάστηκαν έτσι ώστε να αποδώσουν το ύψιστο κάλλος κάτω από τις συνθήκες του ύψιστου σωματικού άλγους και ο παρατηρητής να μαντεύει περισσότερο παρά να βλέπει την ύψιστη ένταση του πάθους. Ο Τιμόμαχος δεν ζωγράφισε τη Μήδεια τη στιγμή που σφάζει τα παιδιά της αλλά λίγες στιγμές νωρίτερα, όταν η μητρική στοργή παλεύει με τη ζηλοτυπία, όταν η μητέρα παλεύει αναποφάσιστη, έτσι που ο θεατής, αν και ξέρει την ιστορία, εύχεται να έμεναν εκεί τα πράγματα. Ο ζωγράφος Τιμάνθης, στην εικόνα της θυσίας της Ιφιγένειας, απέδωσε στον καθένα από τους παρισταμένους τον βαθμό του πένθους που έπρεπε, αλλά το πρόσωπο του πατέρα, που εξέφραζε τον ύψιστο πόνο, το σκέπασε. Σε όλα αυτά θα μπορούσαμε, βεβαίως, να αντιτείνουμε άλλες ερμηνείες και άλλα έργα τέχνης, όπου δεν συμβαίνουν όσα επιθυμεί ο Λέσσιγκ και η εποχή του. Για παράδειγμα, η κάλυψη του προσώπου του Αγαμέμνονα μπορεί να αποδοθεί στο γεγονός ότι ο καλλιτέχνης δεν ήξερε πώς να αποτυπώσει την οδύνη του πατέρα· ή ακόμη να πρόκειται για ένα είδος προσωπείου που οι ιερείς συνήθιζαν να φορούν την ώρα της θυσίας. Η αντίληψη όμως του Λέσσιγκ και της εποχής που εξέφραζε ήταν ότι η κάλυψη του προσώπου ήταν μια θυσία του καλλιτέχνη στο κάλλος. Και θα μπορούσαμε να θυμηθούμε έργα της αρχαιότητας που απεικονίζουν τη Μήδεια την ώρα του φόνου και τις στιγμές μετά τον φόνο. Εξαρτάται από το χρονικό εύρος που δίνει κανείς στην ελληνική αρχαιότητα. Α' Μετάφραση …………….Ἀπὸ τὸν πόλεμο κομμένοι κι' ἀπ' τὴ μοῖρα τῶν Δαναῶν οἱ ἄρχοι, ἀφοῦ χρόνοι πολλοὶ περάσαν, ἄλογο κτίζουν σἂν βουνὸ μὲ τέχνη καὶ βοήθεια [15] τῆς Ἀθηνᾶς καὶ ταῖς πλευραῖς μ' ἔλατο σανιδόνουν. Σ' ἐκεῖνο μέσα διαλεχτοὺς ἄνδρες κληρούχους κρύβουν καὶ κλείουν τους 'ς τὸ σκοτεινὸ πλευρόν, ὥστε τ' ἀλόγου τὰ σωθικὰ βαθειὰ γεμίσαν ὅλα ἀρματωμένους. Ἀγνάντια κεῖτ' ἡ Τένεδος ἡ ξακουσμένη νῆσος, [20] ποὺ δύναμη (ὅσο ὁ Πρίαμος ἐζοῦσε) εἶχε καὶ πλούτη καὶ τώρα μόνο ἀδέξιο λιμάνι γιὰ καράβια· ἐκεῖ 'ς τὴν ἔρμη ἀκρογιαλιὰν ἐπῆγαν κ' ἐκρυφθῆκαν καὶ 'μεῖς θαρροῦμε π' ἄνεμος τοὺς παίρνει 'ς ταῖς Μυκήναις, ὥστε τὸ πένθος τὸ μακρὸν ὅλ' ἡ Τευκρίδα βγάνει, [25] οἱ πύλαις της ἀνοίγονται, τὰ δωρικὰ λημέρια τρέχουν νὰ ἰδοῦν, ὁπ' ἄφησαν, καὶ τὸ ἔρημο ἀκρογιάλι. «Ἐδῶ μὲ πλήθιους Δόλοπες λημέριαζε ὁ Ἀχιλλέας, ἐδῶ τὰ πλοῖα κ' ἐδεκεῖ τὴ μάχη ἐκεῖνοι ἀρχίζαν.» Τὸ δῶρον ἄλλοι θαύμαζαν τ' ὀλέθριο τῆς Ἀθήνης [30] καὶ τὸ τρανό του μέγεθος καὶ πρῶτος ὁ Θυμοίτης εἶπ' αὐτὸ μέσα νὰ φερθῇ 'ς τὸ φρούριο νὰ τὸ βάλουν, εἴτε γιὰ δόλο ἢ τὄθελεν ἡ Μοῖρα τῆς Τρωάδος. Ὁ Κάπυς καὶ ὅλοι ὅσοι 'ς τὸν νοῦν καλλίτερ' εἶχαν γνώμη, εἴτε εἰς τὸ πέλαο νὰ ριφθῇ τὸ ὕποπτον τὸ δῶρο [35] τῶν Δαναῶν συμβούλαυαν, εἴτε καὶ νὰ τὸ κάψουν, ἢ νὰ τρυπήσουν τὴν κοιλιὰ καὶ μέσα νὰ ἐξετάσουν· εἰς διάφοραις χωρίζεται γνώμαις τἀβέβαιο πλῆθος. Πρῶτος αὐτοῦ ὁ Λαοκόωντας μ' ἄλλους πολλοὺς μαζῆ του ἀπὸ τὸν πύργο τὸν ψηλὸ ἔτρεξεν ὠργισμένος [40] κι' ἀπὸ μακρυά: «σᾶς βγῆκε ὁ νοῦς, δυστυχισμένοι» κράζει· «Θαρρεῖτ' ὁπ' ἔφυγαν οἱ ἐχθροί; τῶν Δαναῶν τὰ δῶρα ἀθῶα τὰ λογιάζετε; Τί 'ναι ὁ Ὀδυσσέας ξεχάστε; Ἢ μὲς τὸ ξύλιν' ἄλογον εἶν' Ἀχαιοὶ κρυμμένοι ἢ τέτοια φτιάσαν μηχανὴ τὰ τείχη νὰ χαλάσουν [45] νὰ βλέπουν εἰς τὰ σπίτια μας 'ς τὴ χώρα νὰ κατέβουν ἢ καὶ ἄλλη πλάνη· τ' ἄλογο μὴ 'μπιστευθῆτ', ὦ Τεῦκροι, ὅ,τι κι' ἂν εἶν', τοὺς Δαναοὺς φοβοῦμαι καὶ ἂν χαρίζουν.» Αὐτὰ 'πε καὶ μὲ δύναμη πολλὴ τὸ μέγα ἀκόντι 'ς τὸ πλάγι, μέσα 'ς τὴν κυρτὴ κοιλία τοῦ θηρίου [50] σφενδόνισε, ποὺ τρέμοντας ἐστάθη· κ' ἐσαλεύθη τὸ σῶμα κι' ὅλα ἐβούϊξαν στενάζοντας τὰ βάθη κι' ἂν οἱ θεοὶ δὲν τὄθελαν κι' ὁ νοῦς τυφλὸς δὲν ἦταν, - ὅ,τι εἰμποροῦσε ἔκαμε αὐτὸς τ' ἄλογο γιὰ νὰ σχίσουν - ἀκόμη ἡ Τροία θὰ ἦτ' ὀρθή, πύργε ψηλέ, θὰ ἐβάστας. [55] (Βιργ., Αιν. 13-56, Μετ. Λορέντζος Μαβίλης) Β' Μετάφραση (13-20) Τσακισμένοι από τον πόλεμο κι αποδιωγμένοι από τις μοίρες οι καπετάνιοι των Δαναών, αφού τόσα κύλησαν χρόνια, ίππον τρανό σαν βουνό με τη θεία της Παλλάδας τέχνη σκαρώνουν και με σανίδες από έλατο ταιριάζουν τα πλευρά. Καμώνουνται τάχα τάμα πως είναι για τον καλό γυρισμό στην πατρίδα· αυτή η διάδοση πλανιέται. Εδώ διαλεχτούς άντρες με κλήρο κλείνουνε κρυφά στα σκοτεινά πλευρά του και μέσα του τ' απέραντα κουφώματα και την κοιλιά του μ' οπλισμένους στρατιώτες γεμίζουν. (21-39) Βρίσκεται αγνάτια η Τένεδο, νησί ξακουσμένο, πλούσιο, όσον καιρό στέκονταν του Πρίαμου το ρηγάτο, μα τώρα είναι μονάχα κόρφος κι επικίντυνο στα πλοία αραξοβόλι· εδώ αράζοντας κρύβουνται στην έρημη αχτή. Εμείς ότι φύγανε νομίσαμε και με τον άνεμο τραβάν για τις Μυκήνες. Όλη λοιπόν απ' το μακρύ πένθος γλίτωσε η Τροία: ανοίγουνται οι πύλες, χαιρόμαστε να πάμε και το Δωρικό στρατόπεδο και τους έρμους τόπους να ιδούμε και την παντέρμη την αχτή. Εδώ ο στρατός των Δολόπων, εδώ ο άγριος κατασκήνωνε Αχιλλέας, εδώ η θέση για τα καράβια, εδώ γινόνταν συνήθως ο αγώνας σε παράταξη. Άλλοι θαμπώνουνται απ' της παρθένας Αθηνάς το ολέθριο τάμα και το μπόι του αλόγου θαμάζουν· και πρώτος ο Θυμοίτης να οδηγήσουμε στα τείχη μέσα συμβουλεύει και στο κάστρο ναν το στήσουμε, θέλεις με δόλο λέγοντας αυτά θέλεις γιατί έτσι ήταν πια γραφτό της Τροίας. Μα ο Κάπυς κι εκείνοι που η γνώμη τους ήτανε πιο καλή, παρακινούν ή στη θάλασσα των Δαναών να γκρεμίσουμε τις παγίδες και τα ύποπτα δώρα, ή να κάψουμε βάζοντας κάτω απ' τον ίππο φωτιά, ή να τρυπήσουμε και να εξετάσουμε τις κούφιες κρυψώνες της κοιλιάς. Χωρίζεται σε γνώμες αντίθετες ο άστατος όχλος. (40-56) Πρώτος τότε απ' όλους με την ακολουθία μεγάλου πλήθους ο Λαοκόων σαν ζεματισμένος τρέχει κάτω απ' την ψηλή ακρόπολη και από μακριά φωνάζει: «Ε, δυστυχισμένοι, τι τόση τρέλα σας έχει πιάσει, συμπολίτες; Πιστεύετε πως φύγαν οι εχθροί; ή νομίζετε ότι μερικά δώρα των Δαναών δεν κρύβουνε παγίδες; έτσι σας είναι γνωστός ο Οδυσσέας; Ή σ' αυτό εδώ το ξύλινο άλογο κρυμμένοι κρύβουνται οι Αχαιοί, ή αυτή η μηχανή κατασκευάστηκε ενάντια στα τείχη μας για να κατασκοπεύσει τα σπίτια μας και να περάσει πάνω απ' την πόλη, ή κάποια άλλη απάτη κρύβεται. Στον ίππο μην πιστεύετε, Τεύκροι,. Ο,τιδήποτε τούτο είναι, φοβούμαι τους Δαναούς κι αν ακόμα φέρνουν δώρα». Έτσι είπε και μ' όλη τη δύναμη πελώριο ετίναξε κοντάρι στο πλευρό του θεριού και στην κούφια ταιριασμένη κοιλιά. Καρφώθηκε τούτο τρέμοντας και με το τίναγμα της κοιλιάς αντήχησαν τα κουφώματα, κι αφήκαν στεναγμό. Και, αν δεν ήταν από θεού, αν το κεφάλι μας δεν ήταν αλαφρύ, θα μας έσπρωχνε με το σιδερένιο ξίφος τις Αργολικές να σχίσουμε κρυψώνες, κι η Τροία τώρα θα ήκμαζε, κι εσύ του Πρίαμου ψηλή ακρόπολη ακόμα θα βρισκόσουν.» (Μετ. Θ. Δ. Τασόπουλος, 1964) Ο Λαοκόων, κληρωμένος ιερέας του Ποσειδώνα, ταύρο πελώριο στους συνηθισμένους θυσίαζε βωμούς. Και τότε να, από την Τένεδο και από την ήρεμη θάλασσα -ανατριχιάζω σαν το θυμάμαι- δυο φίδια μ' ατέλειωτους κύκλους πέφτουν στο πέλαγο και μαζί για την αχτή τραβάνε· τα στήθια τους ανάμεσα στα κύματα όρθια και τα λοφία τους καταματωμένα ξεχώριζαν από τα κύματα· το άλλο τους κορμί μαζεύει πίσω τη θάλασσα κι ανασηκώνει με κουλουριάσματα τ' αμέτρητα νώτα. Ακούγεται σφύριγμα, καθώς αφρίζει η θάλασσα: και φτάνουν πια στη στεριά με τ' αναμμένα μάτια τους θαμπωμένα από το αίμα κι όλο φωτιά γλείφουνε τα σφυριχτά στόματα με τις τρέμουλες γλώσσες. Σκορπίζουμε κατάχλωμοι από το θάμα. Κείνα με σταθερή πορεία πάνω στον Λαοκόωντα τραβούν· και πρώτα στα μικρά των δυο παιδιών του κορμιά το καθένα κουλουριάζεται φίδι και δαγκώνοντας κατατρώει τ' άθλια μέλη· ύστερα τον ίδιον το Λαοκόωντα, ενώ έτρεχε για βοήθεια και κρατούσε σαΐτες, τον αρπάζουν και τον ζώνουν με πελώριες κουλούρες· κι αφού στη μέση του διπλοτύχτηκαν, δυο φορές γύρω απ' το λαιμό του τα λεπιδωτά τους νώτα περνούν και σηκώνουν το κεφάλι τους και τους ψηλούς τραχήλους. Κείνος και με τα χέρια του αγωνίζεται το δέσιμο να σπάσει, αλειμμένος στις ταινίες με αίμα και δηλητήριο μαύρο, και ξεφωνητά φριχτά ίσαμε τ' αστέρια σηκώνει, τέτοια μουγκρητά, σαν τον ταύρο που φεύγει λαβωμένος απ' το βωμό και πετάει μακριά απ' το σβέρκο του το τσεκούρι που δεν τον κόλλησε γερά. Οι δυο δρακόντοι γλιστρώντας κινούν για τον ψηλό ναό, τρέχουν στην ακρόπολη της άγριας Τριτωνίδας και κρύβουνται κάτω από τα πόδια της θεάς και τον κύκλο της ασπίδας της. Τότε στ' αλήθεια τα τρομαγμένα στήθια όλων μας καινούρια περνάει τρομάρα, και λέμε πως ο Λαοκόωντας άξια το έγκλημά του πλήρωσε, γιατί πρόσβαλε το ιερό αφιέρωμα και κάρφωσε στο πλευρό το μολεμένο κοντάρι. Μ' ένα στόμα κραυγάζουμε ότι πρέπει ναν το οδηγήσουμε το άγαλμα του ίππου στο ναό της θεάς και να της κάνουμε παρακλήσεις. (Βιργ., Αιν. 2. 200 κ.ε., μετ. Θ.Δ. Τασόπουλος) «Άφοβα λέγε τον χρησμόν όποιον ηξεύρει ο νους σου· ότι, μα τον Απόλλωνα, που τες ευχές ακούει, Κάλχα, και συ των Δαναών προσφέρεις τους χρησμούς του, όσο εγώ ζω κι εδώ στην γην βλέπω το φως του ηλίου, βαρύ κανείς επάνω σου το χέρι δεν θα βάλει των Δαναών όλων κανείς, και μήτε ο Αγαμέμνων που σήμερα των Αχαιών καυχάται ότ' είναι ο πρώτος». (Όμ., Ιλ. Α 85-91), μετ. Ι. Πολυλάς) Λάβετε, ω φίλ', υπομονήν και καρτερείτε ολίγο να ιδούμ' εάν του Κάλχαντος τα ρήματ' αληθεύσουν. Είναι στον νουν μας ζωντανά και μάρτυρες είσθ΄ όλοι όσους δεν πήρε ο θάνατος, οπόταν στην Αυλίδα - χθες ή προχθές μου φαίνεται - συνάζονταν τα πλοία των Αχαιών καταστροφήν να φέρουν εις τους Τρώας· κι εμείς στους ιερούς βωμούς, όπου μια βρύση εκύλα κάτω απ΄ ωραίον πλάτανον τα όμορφα νερά της, των αθανάτων καίαμεν εξαίσιες εκατόμβες· μέγα σημάδι εφάνη εκεί, μαύρος σαν αίμα δράκος, τέρας που έβγαλε στο φως ο ίδιος ο Κρονίδης, από το βάθος του βωμού στον πλάτανον εχύθη. Εκεί φωλιάζαν σπούργιτες, αφτέρωτα πουλάκια εις το υψηλότατο κλαδί κρυμμένα μες στα φύλλα οκτώ, κι ενάτ' η μάνα τους που τα 'χε γεννημένα. Τα 'τρωγε αυτός που έτριζαν ελεεινά και γύρω πετούσε η μάνα κλαίοντας τα τέκνα της κι ο δράκος στράφη, ετινάχθη κι έπιασεν απ΄ το φτερό κι εκείνην· και αφού τα τέκνα όλα 'φαγε και ακόμη την μητέρα, θαύμα τον έστησε ο θεός οπού τον είχε δείξει· εκεί τον πέτρωσ' ο υιός του κρυπτοβούλου Κρόνου· κι εμείς όλοι απορούσαμε σ΄ αυτό που εγίνη εμπρός μας· κι ως ήλθαν ξάφνου ανάμεσα στες θείες εκατόμβες τέρατα τόσα φοβερά, τον λόγον πήρε ο Κάλχας: «Πώς όλοι στέκεσθ' άφωνοι; Το μέγ' αυτό σημείον ο Ζευς μας το 'δειξε ο σοφός, κι ό,τι δηλεί θα γίνει με τους καιρούς, αλλ' ένδοξο θα μείνει στον αιώνα· καθώς τα τέκνα όλά 'φαγε και την μητέρα εκείνος, οκτώ, κι ενάτη ήταν αυτή που τα ΄χε γεννημένα, κι εμείς θα πολεμήσομεν αυτού χρόνους εννέα, και η πόλις η πλατύδρομη στον δέκατον θα πέσει». Αυτά μας έλεγε και ιδού που τώρα γίνοντ' όλα. (Όμ., Ιλ. Β 299-330, μετ. Ι. Πολυλάς) Ο Άγγελος ανακοινώνει στην Κλυταιμνήστρα τα σχετικά με τη θυσία της κόρης της Ιφιγένειας: Καλή κυρά μου, θα τα μάθεις όλα· θα σου τα πω εξαρχής, αν δε σκοντάψει ο νους μου, ως θα μιλώ, και με μπερδέψει. Όταν, την κόρη σου οδηγώντας, στο άλσος και στο ανθισμένο φτάσαμε λιβάδι της Άρτεμης, κόρης του Δία, που εκεί ήταν συγκεντρωμένος ο στρατός, Αργείοι μαζεύονταν πολλοί. Την κόρη ως είδε o βασιλιάς προς το άλσος να βαδίζει για σφαγή, αναστενάζει, το κεφάλι γυρίζει από την άλλη, με το ιμάτιο τα μάτια του σκεπάζει και δακρύζει. Εκείνη τότε στάθηκε κοντά του και μίλησε: «Πατέρα, ήρθα σ' εσένα· για την πατρίδα, για όλη την Ελλάδα αυτοθέλητα δίνω το κορμί μου· στο βωμό της θεάς ας μ' οδηγήσουν, και, αφού ο χρησμός το ορίζει, ας με θυσιάσουν. Όσο από μένα, ευτυχισμένοι να είστε· και νικητές γυρίστε στην πατρίδα. Αργείος κανείς να μη μ' αγγίξει· δίνω σιωπηλή και με θάρρος το λαιμό μου.» Θάμασαν όλοι, τέτοια ακούοντας λόγια, την αρετή της κόρης και την τόλμη. Και στάθηκε ο Ταλθύβιος - έργο του ήταν - στη μέση και σιωπή προστάζει σε όλους. Απ' το φηχάρι [=θηκάρι] κοφτερό μαχαίρι έβγαλε ο μάντης Κάλχας, σε πανέρι το απόθεσε χρυσό, και την κοπέλα στεφάνωσε- και πήρε του Πηλέα ο γιος τον αγιασμό και το πανέρι, ράντισε το βωμό ένα γύρο και είπε: «Ω φόνισσα αγριμιών, κόρη του Δία, εσύ που λαμπερό μέσα στη νύχτα φως γυροφέρνεις, δέξου τη θυσία που των Αχαιών σ' εσέ ο στρατός προσφέρνει, μαζί του κι ο Αγαμέμνονας, κοπέλας αμόλυντο αίμα απ' τον ωραίο λαιμό της, και κάμε καλοτάξιδα τα πλοία, κι εμείς της Τροίας να πάρουμε το κάστρο.» Ατρείδες και στρατός σταθήκαμε όλοι σκυμμένοι χάμω. Πήρε ο ιερέας το μαχαίρι κι αφού είπε μιαν ευχή κοίταζε το λαιμό, πού να χτυπήσει· εγώ βαθιά πονούσα και σκυμμένος στεκόμουν· κι άξαφνα έγινε το θάμα. Ξεκάθαρα όλοι ακούσανε το χτύπο της μαχαιριάς, αλλά κανείς δεν είδε πού χώθηκε η κοπέλα μες στο χώμα. Φωνάζει κι ο ιερέας κι ο στρατός όλος, θάμα θεϊκό κι ανέλπιστο σαν είδαν, που να το βλέπεις και να μην πιστεύεις· καταγής σπαρταρούσε μια πελώρια κι ωραιότατη λαφίνα, κι ο βωμός απ' το αίμα που πηδούσε ραντιζόταν. Και με χαρά μεγάλη λέει ό Κάλχας: «Των Παναχαιών πολέμαρχοι, το θύμα βλέπετε αυτό, το λάφι το βουνίσιο, που το 'βαλε η θεά μπρος στο βωμό της; Δέχεται κάλλιο αυτό παρά την κόρη, μη μολυνθεί ο βωμός μ' ανθρώπινο αίμα. Το 'λαβε με χαρά και μας χαρίζει καλό ταξίδι και εισβολή στην Τροία, θάρρος λοιπόν όλ' οι άντρες, και τραβήξτε για τα καράβια· σήμερα είν' ανάγκη ν' αφήσουμε τον κόρφο της Αυλίδας, του Αιγαίου για να περάσουμε το κύμα.» Κι όταν καλά μες στου Ηφαίστου τη φλόγα κάηκε όλο το σφαχτό, για το ταξίδι εδεήθη του στρατού, σαν που είναι η τάξη. Εμένα ο Αγαμέμνονας με στέλνει να τα ιστορήσω να σου πω ποια μοίρα οι θεοί στην κόρη δίνουνε, ποια δόξα, που αμάραντη θα μείνει στην Ελλάδα. Και λέω εκείνο που είδα: το κορίτσι στους θεούς έχει πετάξει, δίχως άλλο. Μη θλίβεσαι· το χόλιασμα παράτα που για τον άντρα σου είχες· όσα κάνουν οι θεοί αναπάντεχα είναι στους ανθρώπους, κι εκείνους που αγαπούνε τους γλιτώνουν. Η μέρα η σημερνή την κόρη σου είδε και να πεθαίνει και να ζει όμως πάλι. (Ευρ., Ιφιγένεια εν Αυλίδι 1540-161, μετ. Τ. Ρούσος) Χορός Αργείων γερόντων περιγράφει τη θυσία της Ιφιγένειας στην Αυλίδα, μιλά για τον ρόλο του Κάλχα, τη «δυσκολία» του Αγαμέμνονα και την εδραίωση της εξουσίας του έναντι των άλλων αρχηγών με τη θυσία της κόρης του: και όταν ο μάντης διελάλησε στους Αχαιούς για τον πικρό χειμώνα φάρμακο άλλο πιο σκληρό, προφέροντας το όνομα της Αρτέμιδος, τότε οι Ατρείδες χτύπησαν στην γη τα σκήπτρα τους και δεν συγκράτησαν τα δάκρυα· και ο μέγας άναξ φωνάζοντας είπε: «Βαριά καταστροφή αν δεν υπακούσω, βαριά και αν σφάξω το παιδί μου, το κόσμημα του παλατιού, και μιάνω με ρυάκια από αίμα σφαγμένης παρθένου τα πατρικά χέρια πλάι στον βωμό· τι από αυτά δεν είναι συμφορά; Πώς να εγκαταλείψω τον στόλο και να προδώσω την συμμαχία; Γιατί είναι θεμιτό να επιθυμεί κανείς με απέραντο πάθος θυσία παρθενικού αίματος που παύει τους ανέμους. Ας βγει σε καλό». Και αφού μπήκε στον ζυγό της ανάγκης και έπνευσε στην ψυχή του άνεμος ασεβής, ανόσιος, ανίερος, από τότε άλλαξε γνώμη και τόλμησε τα πάντα· αποθρασύνει τους θνητούς η αισχρή σκέψη, πρώτη αιτία τύφλωσης και παραφοράς· τόλμησε λοιπόν κι έγινε θύτης θυγατρός, χρήσιμος στον πόλεμο για μια γυναίκα και στον απόπλου των πλοίων. Τις ικεσίες και παρακλήσεις στον πατέρα δεν υπολόγισαν καθόλου ούτε και την παρθενική ζωή της οι φιλοπόλεμοι αρχηγοί· και είπε στους υπηρέτες ο πατέρας με ευχές να την σηκώσουν σαν κατσίκι ψηλά πάνω από τον βωμό καλυμμένη με πέπλα, πρηνή, και με όλη την δύναμή τους για να εμποδίσουν να βγει απ' το καλλίπρωρο στόμα κατάρα για το σπίτι, με την βία χαλινού που φιμώνει. Άφησε να πέσει στο χώμα η κροκάτη εσθήτα και τόξευσε τον κάθε θύτη με βέλος οικτίρμον το βλέμμα, και έμοιαζε σαν ζωγραφιά που θέλει να μιλήσει, γιατί πολλές φορές τραγούδησε στους φιλόξενους ανδρώνες του πατέρα, και με αγνή παρθενική φωνή ετίμησε στην τρίτη σπονδή τον ευλογημένο παιάνα του αγαπημένου πατέρα με αγάπη. Τα μετά, ούτε είδα ούτε λέω· η τέχνη του Κάλχα δεν μένει ανεκπλήρωτη. (Αισχύλος, Αγαμέμνων 199-249, μετ. Δ. Δημητριάδης) οι βασιλείς των οιωνών [=αετοί του Δία] εμφανίστηκαν στους βασιλείς των πλοίων, ο ένας μελανός, ο άλλος με πάλλευκη ουρά, δίπλα στα ανάκτορα προς την δεξιά πλευρά, σε περίβλεπτον βράχο, και κατασπάραξαν πολύτοκη ετοιμόγεννη λαγίνα [=Τροία] κόβοντας τον ύστατο δρόμο της. Πένθιμα, πένθιμα πες, και το καλό ας νικά. Και ο σοφός μάντης του στρατού, όταν είδε τους δύο λαγοφάγους, κατάλαβε πως ήσαν οι πολεμοχαρείς Ατρείδες και αρχηγοί της εκστρατείας και είπε τον χρησμό: «Μετά από χρόνια αυτός ο στρατός θα πάρει την πόλη του Πριάμου, και όλα τα πλούτη, πολυπληθή και πλεονάζοντα, των πύργων θ' αρπάξει με την βία η Μοίρα· μόνο μη ρίξει στο σκότος και χτυπήσει φθόνος θεών πρόωρα τον μεγάλο χαλινό από στρατιώτες γύρω από την Τροία· γιατί η αγνή Άρτεμις εχθρεύεται από οίκτο τα φτερωτά σκυλιά [=αετοί] του πατέρα της όταν, πριν γεννήσει, θυσιάζουν, μαζί με τα έμβρυα, δύστυχη λαγίνα· μισεί τα δείπνα των αετών». Πένθιμα, πένθιμα πες, και το καλό ας νικά. «Εσύ η Καλή, η τόσο ευμενής στα τρυφερά νεογνά των ισχυρών λεόντων και η τερπνή στα βυζανιάρικα μωρά θηρίων όλων των αγρών, κάνε να εκπληρωθούν αυτοί οι οιωνοί, θετικοί αλλά δυσάρεστοι οιωνοί των πουλιών· και καλώ βοηθό τον Παιάνα, μήπως η θεά στείλει στους Δαναούς τους αντίθετους ανέμους κι έτσι χρονίσουν αταξίδευτα τα πλοία, ζητώντας άλλη θυσία άνομη, ανεκτέλεστη, αρχιτέκτονα οικογενειακών ερίδων, άφοβη σε άνδρα· γιατί παραμένει φοβερή παλίνδρομος δόλια οικονόμος η Μήνις, μνήμων εκδίκηση για το παιδί». Τέτοια πεπρωμένα εξήγγειλε ο Κάλχας μαζί με μεγάλα οφέλη για τα ανάκτορα απ' το πέταγμα των πουλιών· και σύμφωνα μ' αυτά πένθιμα, πένθιμα πες, και το καλό ας νικά. […] […] ο μέγας ηγεμών των αχαϊκών πλοίων δεν έψεξε κανέναν μάντη, ενέδωσε στην τύχη που τον έπληξε, ενώ, από την άπλοια που άδειαζε τα σώματα, έπληττε ο αχαϊκός λαός αντίκρυ στη Χαλκίδα, στα βουερά παράλια της Αυλίδος· φυσούν απ' τον Στρυμόνα άνεμοι και φέρνουν απραξία κι ασιτία, κλείνουν τα λιμάνια, κάνουν τους ανθρώπους να σέρνονται, πλοία και παλαμάρια να σαπίζουν, επιμηκύνοντας τον χρόνο στο άπειρο και ξεραίνουν με την αναβολή το άνθος των Αργείων· (Αισχύλος, Αγαμέμνων 112-159, 185-197, μετ. Δ. Δημητριάδης) Τούτα νοιαζόταν ο Τηλέμαχος, κι ως θύμιαζε κι ευχόταν στην Αθηνά μπροστά στην πρύμνα του, τον σίμωσε ένας ξένος, που 'χε σκοτώσει κάποιον κι έφευγε μακριά από τ' Άργος, κι ήταν μάντης τρανός, κι απ' το Μελάμποδα κατέβαινε η γενιά του. (Όμ., Οδ., ο 222-225, μετ. Ν. Καζαντζάκης - Ι.Θ. Κακριδής) Και του 'πε τότε ο Θεοκλύμενος ο θεοδιωματάρης: «Κι εγώ, παιδί μου, που, για λέγε μου, να πάω; σε τίνος σπίτι να σύρω, απ' όσους την πετρόχαρη τρογύρα Ιθάκη ορίζουν; Για και να πάω γραμμή στη μάνα σου και στο δικό σου σπίτι;» Κι ο γνωστικός γυρνάει Τηλέμαχος κι απηλογιά του δίνει· «Άλλους καιρούς εγώ στο σπίτι μας θα σε καλνούσα· βρίσκει σε μας ο ξένος καλοπέραση· μα όπως εγώ θα λείπω, πώς να σου αρέσει; κι η μητέρα μου δε θα σε ιδεί καθόλου· με τους μνηστήρες στο παλάτι μας να τριγυρνάει δε θέλει, μόνο στο ανώι μακριά τους κάθεται στον αργαλειό κι υφαίνει. Σε κάποιον άλλο εγώ θα σου 'λεγα να πας, στον παινεμένο Ευρύμαχο, το γιο του Πόλυβου του καστροπολεμάρχου, που σα θεό τον βλέπουν όλοι τους μες στην Ιθάκη τώρα. Είναι κι ο πιο τρανός μας άρχοντας και πιο γυρεύει απ' όλους ν' ανέβει, παίρνοντας τη μάνα μου, στο θρόνο του Οδυσσέα. Mα μόνο ο ολύμπιος Δίας που κάθεται ψηλά στα αιθέρια πλάτη το ξέρει, αν δεν πλακώσει απάνω τους χαμός αντίς το γάμο.» Καθώς μιλούσεν, όρνιο πρόβαλε, δεξιά μεριά, γεράκι, του Απόλλωνα γοργός μαντάτορας, και περιστέρα εκράτει και τη μαδούσε μες στα νύχια του, σκορπώντας τα φτερά της, ανάμεσός απ' τον Τηλέμαχο και τ' άρμενο, στο χώμα. Κι ο Θεοκλύμενος τον έσυρε μακριά από τους συντρόφους, το χέρι του ΄σφιξε, τον έκραξε κι αυτά τα λόγια του 'πε: «Με δίχως των θεών το θέλημα δεξιά δεν ήρθε τ' όρνιο· ως το 'δα, το 'νιωσα, Τηλέμαχε, σημαδιακό πως είναι! Άλλη γενιά βασιλικότερη δεν έχει απ' τη δικιά σας μες στην Ιθάκη· σεις τη δύναμη για πάντα θα κρατάτε!» Κι ο γνωστικός γυρνάει Τηλέμαχος κι απηλογιά του δίνει: «Άμποτε, ξένε, αυτός ο λόγος σου σωστός να βγει ως την άκρη! Θα 'βλεπες τότε την αγάπη μου και πόσα θα χαιρόσουν δώρα από μένα, να σε βλέπουνε και να σε μακαρίζουν.» Σαν είπε αυτά, στον Πείραιο μίλησε, τον γκαρδιακό του ακράνη: «Πείραιε, του Κλύτιου υγιέ, στη γνώμη μου κανένας δε συγκλίνει σαν όσο εσύ από τους συντρόφους μου που ακλούθηξαν στην Πύλο. Έλα και τώρα, πάρε σπίτι σου για χάρη μου τον ξένο και καλοσκάμνιζέ τον, τίμα τον, ως να γυρίσω πίσω.» (Όμ., Οδ., ο 508-543 Καζαντζάκης Τότε είπε ο Θεοκλύμενος, θεόμορφος στην όψη· «Γυναίκα πολυσέβαστη του ξακουστού Δυσσέα, δεν ξέρει εκείνος καθαρά. Τα λόγια μου ν' ακούσεις. Μια προφητεία θα σου πω και δε θα τη σκεπάσω. Ας είναι πρώτα απ' τους, θεούς ο Δίας μάρτυράς μου, και του Δυσσέα το ψωμί κι η στια που εδώ προσπέφτω, πως ο Δυσσέας βρίσκεται στην πατρική του χώρα, είτε γυρίζει ή κάθεται και τ' άνομα ξετάζει αυτά και θάνατο πικρό για τους μνηστήρες πλέκει. Τέτοιο σημάδι γνώρισα μες στο γοργό καράβι κι αμέσως στον Τηλέμαχο το 'ξήγησα από τότε». Κι η Πηνελόπη η φρόνιμη τ' απάντησε έτσι κι είπε· «Άμποτε ξένε, ο λόγος σου αυτός και ν' αληθέψει. Τότε θα ιδείς τη γνώμη μου και πόσα θα σου δώσω δώρα, που να τα βλέπουνε και να σε μακαρίζουν». (Όμ., Οδ., ρ 151-165 Ζ. Σίδερης) Τότε είπε ο Θεοκλύμενος θεόμορφος στην όψη· «Αχ δύστυχος τι συμφορά σάς καρτερεί. Σκοτάδι κυκλώνει τα κεφάλια σας, τα πρόσωπα, τα πόδια. Άναψε ο θρήνος, δάκρυα, να, στα μάγουλά σας τρέχουν και τα ωραία μεσόστυλα κι οι τοίχοι στάζουν αίμα, Γεμάτο είναι το πρόσπιτο κι όλη η αυλή από ίσκιους νεκρών, που μες στ' ανήλιαγο σκοτάδι όλο και τρέχουν. Χάθηκε ο ήλιος, πλάκωσε παντού πηχτή θολούρα». Έτσι είπε κι όλοι απ' την καρδιά γελάσανε οι μνηστήρες. (Όμ., Οδ., υ 350-358, Ζ. Σίδερης) Μα δος μου πρώτα να κρατώ μελόπιτα, Σωκράτη, και σκιάζομαι να κατεβώ σε τούτο το κατώγι σαν να 'ναι το Τροφώνιον… (Αριστοφ., Νεφέλες, στ. 506-508, μετ. Γ. Σουρής) Τα διασημότερα πράγματα στο άλσος [στη Λιβαδειά της Βοιωτίας] είναι ένας ναός και ένα άγαλμα του Τροφώνιου. Το άγαλμα, που φτιάχτηκε από τον Πραξιτέλη, έχει τη μορφή του Ασκληπιού […] Αν προχωρήσει κανείς προς τα πάνω, προς το μαντείο, και από εκεί στο βουνό, θα φθάσει σε αυτό που ονομάζεται το Κυνήγι της Κόρης […] Αυτά που συμβαίνουν στο μαντείο είναι τα ακόλουθα. Σαν θελήσει κάποιος να κατεβεί στο μαντείο του Τροφώνιου, εγκαθίσταται πρώτα σε ένα ορισμένο κτίριο για ορισμένες μέρες, αφιερώνοντας έτσι τον εαυτό του στον Αγαθοδαίμονα και την Τύχη. Όσο μένει εκεί, ανάμεσα στους άλλους κανονισμούς για αγνότητα απέχει από τα ζεστά λουτρά, λουόμενος μόνο στον ποταμό Έρκυνα. Κρέας έχει άφθονο από τις θυσίες, γιατί εκείνος που κατεβαίνει, θυσιάζει στον ίδιο τον Τροφώνιο και στα παιδιά του, στον Απόλλωνα επίσης και τον Κρόνο, στον Δία τον Βασιλέα, στην Ηνίοχο Ήρα και τη Δήμητρα, την οποία αποκαλούν Ευρώπη και λένε ότι ήταν τροφός του Τροφώνιου. Σε κάθε θυσία είναι παρών ένας μάντης, που κοιτάζει τα εντόσθια του σφάγιου και μετά την επιθεώρησή του προφητεύει σ' εκείνον που θέλει να κατέβει αν θα τύχει ευγενικής και γενναιόδωρης υποδοχής. Τα εντόσθια των άλλων σφάγιων δε δείχνουν τόσο την πρόθεση του Τροφώνιου, όσο εκείνα του κριού, το οποίο θυσιάζει ο αναζητητής του χρησμού σε ένα λάκκο τη νύχτα που κατεβαίνει, επικαλούμενος τον Αγαμήδη. Ακόμη κι αν ήταν ευνοϊκές οι προγενέστερες θυσίες, δε λαμβάνονται υπόψη, εκτός και αν τα εντόσθια του κριού δείχνουν τα ίδια. Αλλά αν συμφωνούν, τότε ο αναζητητής κατεβαίνει με ελπίδα καλή. Η διαδικασία της κατάβασης έχει ως εξής. Πρώτα, κατά τη διάρκεια της νύχτας τον οδηγούν στον ποταμό Έρκυνα δύο αγόρια πολιτών περίπου 13 ετών, που ονομάζονται Ερμαί. Πηγαίνοντάς τον εκεί τον αλείφουν με λάδι και τον λούζουν […] Μετά από αυτό τον παραλαμβάνουν οι ιερείς και τον οδηγούν, όχι αμέσως στο μαντείο, αλλά στις πηγές του νερού πολύ κοντά η μία στην άλλη. Εδώ πρέπει να πιει νερό, το αποκαλούμενο ύδωρ της Λήθης, έτσι ώστε να ξεχάσει όσα σκεπτόταν ως τότε, και κατόπιν πίνει ένα άλλο νερό, το ύδωρ της Μνημοσύνης, που τον βοηθά να θυμηθεί αυτά που βλέπει κατά την κάθοδό του. Κατόπιν βλέπει το άγαλμα που λένε ότι έγινε από τον Δαίδαλο (οι ιερείς δεν το δείχνουν παρά μόνον σε εκείνον που πρόκειται να επισκεφθεί τον Τροφώνιο). Αφού το δει, το λατρέψει και προσευχηθεί, προχωρά στο μαντείο […] Μετά την άνοδό του από τον Τροφώνιο ο αναζητητής οδηγείται από τους ιερείς σε ένα κάθισμα, που ονομάζεται κάθισμα της Μνημοσύνης, όχι πολύ μακριά από το ιερό, όπου οι ιερείς τον ρωτούν όλα όσα είδε ή έμαθε. Αφού πάρουν τις πληροφορίες, τον εμπιστεύονται στους συγγενείς του. Τον σηκώνουν, παραλυμένο από τον τρόμο και ασυνείδητο, τόσο σε σχέση με τον εαυτό του όσο και σε σχέση με το περιβάλλον και τον μεταφέρουν στο πρότερο κατάλυμά του με την Τύχη και τον Αγαθοδαίμονα. Κατόπιν, όμως, θα αναλάβει τις δυνάμεις του και θα επιστρέψει σ' αυτόν η δύναμη του γέλιου. Αυτά που γράφω δεν τα άκουσα μόνον. Επισκέφθηκα ο ίδιος το Τροφώνιο και είδα άλλους αναζητητές. Εκείνοι που κατέβηκαν στο ιερό του Τροφώνιου είναι υποχρεωμένοι να αφιερώσουν μια πινακίδα, πάνω στην οποία είναι γραμμένα όλα όσα άκουσαν ή είδαν… (Παυσανίας 9.39.3, μεταφραστική ομάδα Κάκτου) Και απέκτησε ο Ακρίσιος από την Ευρυδίκη, κόρη του Λακεδαίμονα, τη Δανάη, και ο Προίτος από τη Σθενέβοια τη Λυσίππη, την Ιφινόη και την Ιφιάνασσα. Όταν αυτές έφτασαν σε ηλικία γάμου, καταλήφθηκαν από μανία, ή επειδή δεν αποδέχονταν τις ιερουργίες του Διόνυσου, όπως λέει ο Ησίοδος, ή επειδή περιφρόνησαν το άγαλμα της Αθηνάς, όπως ισχυρίζεται ο Ακουσίλαος. Σε κατάσταση μανίας περιπλανιόνταν σε όλη την Αργεία· ύστερα, πέρασαν στην Αρκαδία και διέτρεχαν τις ερημιές κάνοντας κάθε δυνατή αδιαντροπιά. Ο Μελάμποδας, γιος του Αμυθάονα και της Ειδομένης, κόρης του Άβαντα, που ήταν μάντης και πρώτος είχε βρει τη θεραπεία με φάρμακα και καθαρμούς, υποσχέθηκε να θεραπεύσει τις κοπέλες, με τον όρο να πάρει το ένα τρίτο από το βασίλειο. Και καθώς ο Προίτος δεν έδινε την άδεια να τις θεραπεύσει με τόσο μεγάλη ανταμοιβή, τις κοπέλες τις παραπήρε η μανία και επιπλέον μετά από αυτές και τις υπόλοιπες γυναίκες· και αυτές δηλαδή εγκατέλειπαν τα σπίτια τους, σκότωναν τα ίδια τους τα παιδιά και σύχναζαν στις ερημιές. Και καθώς η συμφορά διογκωνόταν όλο και περισσότερο, ο Προίτος δέχτηκε τελικά να δώσει την ανταμοιβή που του είχε ζητηθεί. Αλλά ο Μελάμποδας υποσχόταν να τις θεραπεύσει, με τον όρο να πάρει το άλλο ένα τρίτο της γης ο αδελφός του Βίαντας. Και ο Προίτος, επειδή φοβήθηκε μήπως, όσο καθυστερούσε η θεραπεία, του ζητούσαν όλο και μεγαλύτερο κομμάτι από την επικράτειά του, του επέτρεψε να τις θεραπεύσει με αυτούς τους όρους. Τότε ο Μελάμποδας πήρε μαζί του τα πιο ρωμαλέα παλικάρια και με αλαλαγμούς και έξαλλους χορούς τις κυνήγησαν διώχνοντάς τες από τα βουνά στη Σικυώνα. Και την ώρα που τις κυνηγούσαν, η μεγαλύτερη κόρη του Προίτου, η Ιφινόη, πέθανε [από εξάντληση] οι άλλες δύο υποβλήθηκαν σε καθαρμούς και ήρθαν στα συγκαλά τους. Αυτές τις πάντρεψε ο Προίτος με τον Μελάμποδα και τον Βία, και λίγο μετά απέκτησε και ένα γιο, τον Μεγαπένθη.1 (Απολλόδωρος 2.2.2 κ.ε.)
Το ρεύμα αυτού του ποταμού [του Άνιγρου] συχνά το σταματούν ισχυροί άνεμοι, γιατί κουβαλούν την άμμο από την ανοιχτή θάλασσα ενάντια στο ρεύμα του ποταμού και εμποδίζουν το νερό να τρέξει προς τα εμπρός. Όταν, λοιπόν, από τις δύο πλευρές μουσκέψει η άμμος από έξω από τη θάλασσα και από μέσα από το ποτάμι,τότε υπάρχει μεγάλος κίνδυνος και για τα ζώα και για τους ανθρώπους να βουλιάξουν. Ο Άνιγρος πηγάζει από το αρκαδικό βουνό Λάπιθο και ήδη από τις πηγές του το νερό δεν είναι ευώδες αλλά έχει φοβερή δυσοσμία. Και πριν να δεχθεί τα νερά του παραπόταμου Ακίδαντα, είναι φανερό ότι δεν τρέφει καθόλου ψάρια. Μετά τη συμβολή των δύο ποταμών τα ψάρια που με το νερό κατεβαίνουν στον Άνιγρο οι άνθρωποι δεν τα θεωρούν φαγώσιμα, αν όμως πιαστούν στα νερά του Ακίδαντα, θεωρούνται φαγώσιμα. […] Είμαι πεπεισμένος ότι η παράξενη οσμή του Άνιγρου οφείλεται στη σύσταση του εδάφους μέσα από το οποίο περνάει το νερό, ώσπου να βγει στις πηγές, όπως ακριβώς τα ποτάμια πέρα από την Ιωνία, οι αναθυμιάσεις των οποίων είναι ολέθριες για τους ανθρώπους. Μερικοί Έλληνες λένε ότι ο Χείρωνας ή ένας άλλος Κένταυρος, ο Πυλήνορας, τοξεύτηκε από τον Ηρακλή και πληγωμένος κατέφυγε σε αυτό το ποτάμι, όπου καθάρισε το τραύμα του. Το δηλητήριο της ύδρας έδωσε στον Άνιγρο αυτή την αποκρουστική οσμή. Άλλοι πάλι αποδίδουν αυτή την ιδιότητα του ποταμού στον Μελάμποδα, τον γιο του Αμυθάονα, που έριξε στο νερό τα καθάρσια που χρησιμοποίησε για τον καθαρμό των θυγατέρων του Προίτου. Υπάρχει στο Σαμικό ένα σπήλαιο, όχι μακριά από το ποτάμι, που ονομάζεται το σπήλαιο των Ανιγρίδων νυμφών. Όποιος μπει σε αυτό και υποφέρει από αλφισμό [αλμπινισμός ή λευκπάθεια] ή λεύκη, είθισται καταρχάς να εύχεται στις νύμφες και να υπόσχεται θυσία· μετά σκουπίζει τα άρρωστα μέλη του σώματος. Κολυμπώντας μέσα στο ποτάμι άφηνε την παλιά ακαθαρσία στο νερό και έβγαινε υγιής και χωρίς αποχρωματισμένες κηλίδες. (Παυσ. 5.5.7-11) πρὸς γὰρ δὴ τῷ ἄντρῳ τῶν Ἀνιγριάδων νυμφῶν ἐστι πηγή, ὑφ᾽ ἧς ἕλειον καὶ τιφῶδες τὸ ὑποπῖπτον γίνεται χωρίον· ὑποδέχεται δὲ τὸ πλεῖστον τοῦ ὕδατος ὁ Ἄνιγρος βαθὺς καὶ ὕπτιος ὢν ὥστε λιμνάζειν· θινώδης δ᾽ ὢν ὁ τόπος ἐξ εἴκοσι σταδίων βαρεῖαν ὀσμὴν παρέχει καὶ τοὺς ἰχθῦς ἀβρώτους ποιεῖ. μυθεύουσι δ᾽ οἱ μὲν ἀπὸ τοῦ τῶν τετρωμένων Κενταύρων τινὰς ἐνταῦθ᾽ ἀπονίψασθαι τὸν ἐκ τῆς Ὕδρας ἰόν, οἱ δ᾽ ἀπὸ τοῦ Μελάμποδα τοῖς ὕδασι τούτοις καθαρσίοις χρήσασθαι πρὸς τὸν τῶν Προιτίδων καθαρμόν· ἀλφοὺς δὲ καὶ λεύκας καὶ λειχῆνας ἰᾶται τὸ ἐντεῦθεν λουτρόν. (Στρ., Γεωγρ. 8.3.19.15-25) Στα αριστερά των πυλών που ονομάζονται Ηλέκτρες, είναι τα ερείπια ενός σπιτιού, όπου λένε ότι έζησε ο Αμφιτρύωνας, όταν εξορίστηκε από την Τίρυνθα για τον φόνο του Ηλεκτρύωνα. Ανάμεσα στα ερείπια βλέπεις καθαρά το δωμάτιο της Αλκμήνης. Και λένε ότι το έχτισαν για τον Αμφιτρύωνα ο Τοφώνιος και ο Αγαμήδης και ότι είναι χαραγμένη επάνω η ακόλουθη επιγραφή: Σαν ήτανε ο Αμφιτρύωνας να φέρει νύφη την Αλκμήνη / εδώ, διάλεξε για τον εαυτό του αυτό το δώμα. / Το 'χτισε ο Αγχάσιος Τροφώνιος κι ο Αγαμήδης. (Παυσ. 9.11.1) 28. ΜΕΝΙΠΠΟΥ ΚΑΙ ΤΕΙΡΕΣΙΟΥ Μένιππος: Εάν στ' αλήθεια είσαι τυφλός, Τειρεσία, δεν είναι εύκολο να το διακρίνει κανείς πλέον, γιατί όλοι εδώ έχουμε άδεια τα μάτια και μόνο τα κοιλώματά τους διατηρούνται. Κατά τ' άλλα, κανείς δεν μπορεί να πει ποιος ήταν ο Φινέας και ποιος ήταν ο Λυγκέας. Γνωρίζω όμως από τους ποιητές ότι ήσουν μάντης και ότι υπήρξες αρσενικός και θηλυκός. Κάνε μου λοιπόν τη χάρη και πες μου, ποια ζωή σού φάνηκε πιο ευχάριστη, του άνδρα ή της γυναίκας; Τειρεσίας: Η γυναικεία ζωή ήταν πολύ καλύτερη, Μένιππε, γιατί έχει λιγότερες φροντίδες. Εκτός απ' αυτό, οι γυναίκες διευθύνουν τους άνδρες, και ούτε στον πόλεμο πηγαίνουν, ούτε φρουρούν, ούτε στις συνελεύσεις του λαού συζητούν, ούτε στα δικαστήρια καλούνται. Μένιππος: Δεν άκουσες, Τειρεσία, τη Μήδεια του Ευριπίδη, τι λέει, μοιρολογώντας για την τύχη των γυναικών, ότι ζουν απαίσια ζωή και πονούν αφόρητα κατά τον τοκετό; Και -αφού οι στίχοι της Μήδειας μου το θύμισαν- δεν μου λες, γέννησες ποτέ όταν ήσουν γυναίκα, ή στείρα και άτεκνη πέρασες τη γυναικεία ζωή; Τειρεσίας: Γιατί μου κάνεις αυτή την ερώτηση, Μένιππε; Μένιππος: Όχι για κακό, Τειρεσία. Λοιπόν, πες μου, αν δεν σ' εμποδίζει κάτι. Τειρεσίας: Δεν ήμουν στείρα, αλλά δεν γέννησα κιόλας. Μένιππος: Καλά, αλλά ήθελα να μάθω αν είχες και μήτρα. Τειρεσίας: Είχα, πώς δεν είχα; Μένιππος: Λοιπόν, με τον καιρό η μήτρα σου εξαφανίστηκε, το γυναικείο όργανο έφραξε, τα στήθη σου αποκολλήθηκαν, φύτρωσε το ανδρικό μόριο και έβγαλες γένια; Ή με τη μία από γυναίκα έγινες άνδρας; Τειρεσίας: Δεν βλέπω τι σκοπό έχει η ερώτησή σου. Φαίνεται λοιπόν ότι δεν πιστεύεις ότι έγιναν αυτά, όπως σου τα λέω. Μένιππος: Ώστε δεν πρέπει κανείς, Τειρεσία, να δυσπιστεί σε τέτοιες διηγήσεις, αλλά χωρίς να εξετάζει αν είναι δυνατά ή μη, να τα παραδέχεται σαν ανόητος; Τειρεσίας: Εσύ λοιπόν δεν πιστεύεις ούτε όταν ακούς ότι γυναίκες μεταμορφώθηκαν σε πουλιά ή δένδρα ή θηρία; Όπως λ.χ. η Αηδώνα, η Δάφνη, ή του Λυκάονα η κόρη; Μένιππος: Εάν τις συναντήσω κάπου, θα τις ρωτήσω και θα μάθω τι λένε. Εσύ, όμως, όταν ήσουν γυναίκα, ήσουν και μάντης όπως μετά, ή μόνον όταν έγινες άνδρας έγινες και μάντης; Τειρεσίας: Βλέπω ότι αγνοείς όλη μου την ιστορία, εκτός δε των άλλων ότι διέλυσα μίαν φιλονικία των θεών και η μεν Ήρα με τύφλωσε, ο δε Δίας για να με παρηγορήσει για τη συμφορά που με βρήκε, μου έδωσε την μαντική ικανότητα. Μένιππος: Ακόμη επιμένεις στα ψέματά σου, Τειρεσία; Αλλ' είσαι κι συ όπως οι άλλοι μάντεις, οι οποίοι ποτέ δεν λένε κάτι σωστό. Κι όταν τον Ωκεανό διαβείς, θα ιδείς ένα ακρογιάλι μικρό, με γύρω φουντωτά της Περσεφόνης δάση, όλο από λεύκες λυγερές κι ιτιές καρποτινάχτρες. Εκεί στον άπατο Ωκεανό ν' αράξεις το καράβι, και συ στον Άδη πήγαινε τον καταραχνιασμένο, που μέσα στον Αχέροντα τρέχει ο Πυριφλογάτος κι ο Κωκυτός, απ' τα νερά της Στύγας ξεκομμένος κι οι βροντολάλοι ποταμοί στον ίδιο βράχο σμίγουν. Εκεί, λοιπόν, πολέμαρχε, κοντά κοντά περνώντας, άνοιξε λάκκο ως μιαν οργιά το φάρδος και το μάκρος και χύσε γύρω του χοές στους πεθαμένους όλους, μέλι με γάλα στην αρχή, γλυκό κρασί κατόπι, τρίτο νερό, και με λευκό πασπάλισέ τα αλεύρι. Και τάξε στις ανάζωες των πεθαμένων κάρες, σαν πας στο Θιάκι, στέρφα σου δαμάλα να τους σφάξεις, την πιο καλή και τη φωτιά με δώρα να στολίσεις, κι ένα κριάρι χωριστά στον Τειρεσία μαύρο να σφάξεις το καλύτερο που θα ᾽χεις στο κοπάδι. Και στα σεβάσμια των νεκρών να δεηθείς τα πλήθη, σφάξε κριάρι τότε εκεί και μαύρη προβατίνα, γυρίζοντας στ' αφώτιστο σκοτάδι το λαιμό τους, και στρέψε αλλού το πρόσωπο, στου ποταμού το ρέμα. Άπειρες τότε εκεί ψυχές των πεθαμένων θα ᾽ρθουν, και τους συντρόφους πρόσταξε κατόπι να σηκώσουν τ' αρνιά που κείτουνται στη γης σφαγμένα με μαχαίρι, κι αφού τα γδάρουν, στης φωτιάς τη φλόγα να τα κάψουν, στην Περσεφόνη τάζοντας και στον ανίκητο Άδη. Και συ τραβώντας το σπαθί κάτσε και μην αφήνεις τις άζωες κάρες των νεκρών στο αίμα να ζυγώσουν καθόλου, πριν συμβουλευτής το γερο - Τειρεσία. Τότε σε λίγο θα φανεί, πολέμαρχε, ο προφήτης κι ευτύς το δρόμο θα σου πει, του ταξιδιού το μάκρος, και στην πατρίδα πώς θα πας τη θάλασσα περνώντας (Οδ. κ 530-540, μετ. Ζ. Σίδερης) Κι ως τους μνηστήρες στο παλάτι σου με κοφτερό σκοτώσεις χαλκό, με δόλο ξεπλανώντας τους για κι ανοιχτά, το δρόμο πάρε μετά, κουπί καλάρμοστο στο χέρι σου κρατώντας, σε ανθρώπους ως να φτάσεις, θάλασσα που δεν κατέχουν τι είναι, κι ουδέ ποτέ με αλάτι αρτίζουνε τα φαγητά που τρώνε, κι ουδέ καράβια αλικομάγουλα ποτέ αγνάντεψαν, μήτε κουπιά καλάρμοστα, που ως φτερούγες δρομίζουν τα καράβια. Σου λέω και το σημάδι ξάστερα και θα το δεις κι ατός σου: Σα σε ανταμώσει εκεί στη στράτα σου κανένας πεζολάτης και λιχνιστήρι πει στον ώμο σου πως κουβαλάς τον ώριο, στο χώμα τότε το καλάρμοστο να μπήξεις λέω κουπί σου, κι αφού θυσίες προσφέρεις πάγκαλες στο ρήγα Ποσειδώνα, κριάρι και κάπρι λατάρικο και ταύρο σφάζοντάς του, γύρισε πίσω στην πατρίδα σου, και πρόσφερε θυσίες μεγάλες στους θεούς, που αθάνατοι τα ουράνια πλάτη ορίζουν, σε όλους γραμμή. (Οδ. λ 121-132, μετ. Ν. Καζαντζάκης - Ι.Θ. Κακριδής) ΤΕΙ. Φεῦ φεῦ, φρονεῖν ὡς δεινὸν ἔνθα μὴ τέλη λύῃ φρονοῦντι· ταῦτα γὰρ καλῶς ἐγὼ εἰδὼς διώλεσ᾽· οὐ γὰρ ἂν δεῦρ᾽ ἱκόμην. ΟΙ. Τί δ᾽ ἔστιν; ὡς ἄθυμος εἰσελήλυθας. ΤΕΙ. Ἄφες μ᾽ ἐς οἴκους· ῥᾷστα γὰρ τὸ σόν τε σὺ κἀγὼ διοίσω τοὐμόν, ἢν ἐμοὶ πίθῃ. ΟΙ. Οὔτ᾽ ἔννομ᾽ εἶπας οὔτε προσφιλῆ πόλει τῇδ᾽ ἥ σ᾽ ἔθρεψε, τήνδ᾽ ἀποστερῶν φάτιν. ΤΕΙ. Ὁρῶ γὰρ οὐδὲ σοὶ τὸ σὸν φώνημ᾽ ἰὸν πρὸς καιρόν· ὡς οὖν μηδ᾽ ἐγὼ ταὐτὸν πάθω- ΟΙ. Μή, πρὸς θεῶν, φρονῶν γ᾽ ἀποστραφῇς ἐπεὶ πάντες σε προσκυνοῦμεν οἵδ᾽ ἱκτήριοι. ΤΕΙ. Πάντες γὰρ οὐ φρονεῖτ᾽· ἐγὼ δ᾽ οὐ μή ποτε τἄμ᾽, ὡς ἂν εἴπω μὴ τὰ σ᾽, ἐκφήνω κακά. ΟΙ. Τί φῄς; ξυνειδὼς οὐ φράσεις, ἀλλ᾽ ἐννοεῖς ἡμᾶς προδοῦναι καὶ καταφθεῖραι πόλιν; ΤΕΙ. Ἐγὼ οὔτ᾽ ἐμαυτὸν οὔτε σ᾽ ἀλγυνῶ· τί ταῦτ᾽ ἄλλως ἐλέγχεις; οὐ γὰρ ἂν πύθοιό μου. ΟΙ. Οὐκ, ὦ κακῶν κάκιστε, καὶ γὰρ ἂν πέτρου φύσιν σύ γ᾽ ὀργάνειας, ἐξερεῖς ποτε, ἀλλ᾽ ὧδ᾽ ἄτεγκτος κἀτελεύτητος φανῇ; ΤΕΙ. Ὀργὴν ἐμέμψω τὴν ἐμήν, τὴν σὴν δ᾽ ὁμοῦ ναίουσαν οὐ κατεῖδες, ἀλλ᾽ ἐμὲ ψέγεις.1 ΟΙ. Τίς γὰρ τοιαῦτ᾽ ἂν οὐκ ἂν ὀργίζοιτ᾽ ἔπη κλύων ἃ νῦν σὺ τήνδ᾽ ἀτιμάζεις πόλιν; ΤΕΙ. ῞Ηξει γὰρ αὐτά, κἂν ἐγὼ σιγῇ στέγω. ΟΙ. Οὐκοῦν ἅ γ᾽ ἥξει καὶ σὲ χρὴ λέγειν ἐμοί. ΤΕΙ. Οὐκ ἂν πέρα φράσαιμι· πρὸς τάδ᾽, εἰ θέλεις, θυμοῦ δι᾽ ὀργῆς ἥτις ἀγριωτάτη. ΟΙ. Καὶ μὴν παρήσω γ᾽ οὐδέν, ὡς ὀργῆς ἔχω, ἅπερ ξυνίημ᾽. Μετάφραση ΤΕΙ. Αλίμονο, πόσο φοβερό είναι να γνωρίζει κανείς την αλήθεια, όταν δεν ωφελεί αυτόν που την κατέχει· αυτά τα ήξερα καλά, όμως τα ξέχασα· αλλιώς δεν θα ερχόμουν εδώ. ΟΙ. Τι λες; Πόσο βαρύθυμος έχεις έλθει… ΤΕΙ. Άσε με να γυρίσω στο σπίτι μου· γιατί πιο εύκολα θα υπομείνεις τη μοίρα σου και εγώ τη δική μου, αν μ' ακούσεις. ΟΙ. Ούτε νόμιμα μίλησες ούτε αγαπητά για την πόλη αυτή που σε ανέθρεψε, στερώντας την από την μαντεία. ΤΕΙ. Βλέπω πως τα λόγια σου δεν θα σου βγουν σε καλό· για να μην πάθω κι εγώ το ίδιο… ΟΙ. Μη, για όνομα των θεών, ενώ ξέρεις, γυρνάς την πλάτη σου σε εμάς, γιατί όλοι εδώ προσπέφτουμε ικέτες σε σένα. ΤΕΙ. Γιατί κανένας σας δεν ξέρει την αλήθεια· εγώ όμως ποτέ δεν θα φανερώσω τις δικές μου συμφορές, για να πω τις δικές σου. ΟΙ. Τι λες; Ενώ ξέρεις, δεν θα μιλήσεις, αλλά σκέφτεσαι να μας προδώσεις και να καταστρέψεις την πόλη; ΤΕΙ. Εγώ δεν θέλω να προκαλέσω πόνο ούτε στον εαυτό μου ούτε σε σένα· γιατί μάταια ρωτάς; Γιατί τίποτε δεν θα μάθεις από εμένα. ΟΙ. Άθλιε των αθλίων, γιατί και πέτρα θα εξόργιζες, δεν θα μιλήσεις ποτέ αλλά θα στέκεσαι έτσι σκληρός και άκαρδος; ΤΕΙ. Μέμφθηκες τη δική μου την οργή, αυτή όμως που κατοικεί μαζί σου δεν την κατάλαβες και εμένα κατηγορείς. ΟΙ. Γιατί ποιος δεν θα οργιζόταν ν' ακούει τέτοια λόγια με τα οποία εσύ τώρα ατιμάζεις την πόλη; ΤΕΙ. Θα αποκαλυφθούν αυτά, ακόμη κι αν εγώ τα καλύψω με τη σιωπή μου ΟΙ. Αυτά, λοιπόν, που είναι να έρθουν πρέπει και συ να τα πεις σε μένα ΤΕΙ. Δεν θα πω ούτε λέξη περισσότερο. και συ μπορείς, αν θέλεις, στον πιο άγριο τον θυμό να ξεσπάσεις. ΟΙ. Κι εγώ, λοιπόν, έτσι που είμαι οργισμένος, τίποτε δεν θα παραλείψω απ' αυτά που σκέφτομαι. (Σοφ., Οιδ. Τ., στ. 334-346) ΤΕΙ. Πόσο είναι η γνώση το πιο πρώτο απ' όλα. ΚΡ.
Όσο, φαντάζομαι, η ανεμυαλιά ΤΕΙ. Κι όμως είσαι ΚΡ.
Δε θέλω σ' ένα μάντη ν' απαντήσω ΤΕΙ. Όμως το κάνεις ΚΡ.
Γιατ' είναι φιλοχρήματη όλη η φάρα ΤΕΙ. Μα και των βασιλιάδων ΚΡ.
Ξέρεις ΤΕΙ. Το ξέρω, αφού την πόλη έχεις σώση ΚΡ.
Σοφός μάντης είσαι ΤΕΙ. Θα μ' αναγκάσης ΚΡ.
Βγάλε τα, φτάνει μην τα λες για κέρδος. ΤΕΙ. Ώστε εγώ τέτοιος φαίνομαι για σένα; ΚΡ.
Μάθε πως την ιδέα μου δε θ' αλλάξης. (Σοφ., Αντ., στ. 1050-1063, μετ. Ι. Γρυπάρης) Στο απόσπασμα που ακολουθεί ο Τειρεσίας περιγράφει την αναποτελεσματική θυσία που τέλεσε, αναπαράσταση, στην ουσία, του διαμελισμού και της σήψης του άταφου σώματος του Πολυνείκη: Καθόμουν στου ορνιθοσκόπου τον αρχαίο το θρόνο, που ήταν για μένα κάθε οιωνού λιμάνι, όταν άξαφν' ακούω παράξενες κραξιές πουλιών, που σκλήριζαν με μια άγρια παραφορά κι ακατανόητο τρόπο· κατάλαβα πως με τα φονικά τους τ' αρπάγια σπαραζότανε, γιατ' ήταν όχι κουφός ο φτεροσάλαγός των· και τρομαγμένος δοκιμάζω αμέσως πάνω σε ολόφλογους βωμούς να πάρω μαντεία απ' τη φωτιά, μα ο Ήφαιστος δεν έλαμπε απ' τα θύματα κι απάνω στη στάχτη απ' τα μεριά αχνιστό το πάχος ανάλυωνε και κάπνιζε και σκούσε και σκόρπιες οι χολές ψηλά πετιόνταν· μα τα μεριά, μια που έρεψε όλη γύρω η σκέπη που τα τύλιγε, έξω εμείναν. Τέτοιο χαμένο τέλος τα σημάδια της σκοτεινής αυτής θυσίας πως πήραν απ' το παιδί αυτό μάθαινα, που μου είναι οδηγός μου, καθώς εγώ των άλλων· γιατ' οι βωμοί και των θεών οι εστίες έχουν γιομίση απ' τα σκυλιά και τα όρνια με τ' αποφάγια από του σκοτωμένου άμοιρου γυιου του Οιδίποδα τις σάρκες· και γι' αυτό πια οι θεοί δε δέχουνται από μας ούτε προσευχές θυσίας, ούτε τη φλόγα από μεριά κομένα, κι ουδέ πουλί κανένα πια δεν κράζει με καλοσήμαδες φωνές, γιατ' έχουν γευτή πηγμένο γαίμα πεθαμένου. (Σοφ., Αντ. 1005-1022, μετ. Ι. Γρυπάρης) Ο λόγος για τον Δία. Μια φορά, από γλυκό κρασί χαλαρωμένος δεν έβαζε μαράζι στην καρδιά, και στο ραχάτι απάνω με την Ηρα καλαμπουρίζαν, όταν ξαφνικά γύρισε κι είπε: "Βέβαια οι γυναίκες το φχαριστιούνται πάντα πιο πολύ από τους άντρες πάνω στο κρεβάτι". "Διαφωνώ" επέμενε αυτή. Στον Τειρεσία, τον σοφό, αποταθήκαν που τα 'χε δοκιμάσει και τα δυο, καθότι υπήρξε και άρρενας και θήλυ. Αυτός ο Τειρεσίας μια φορά συνάντησε δυο φίδια μες στο δάσος που ζευγαρώναν, και με το ραβδί τα χτύπησε χαλνώντας τη δουλειά τους. Το αποτέλεσμα ήταν θαυμαστό: από άντρας που ήταν έγινε γυναίκα, κι έμεινε θηλυκός χρόνους εφτά· και ύστερα, στον όγδοο χρόνο απάνω έτυχε να τα δει ξανά· "λοιπόν, αν είναι μαγικό το χτύπημά σας και δύναται το φυσικό εκεινού που έδωσε το χτύπημα ν' αλλάζει, θα σας χτυπήσω άλλη μια φορά". Τα έκρουσε και πάλι με τη ράβδο και γύρισε στην πρώτη του μορφή, την αντρική, ως ήταν γεννημένος. Γι' αυτό λοιπόν ορίστηκε κριτής, και ως κριτής στη δίκη-καλαμπούρι πήρε σαφώς το μέρος του Διός. Χολώθηκε βαρύτατα η Ηρα - ασήμαντος, που λεν, η αφορμή, μα κάκιωσε αυτή υπέρ το δέον. Βαρύτατη και του κριτή η ποινή: του στέρησε τα μάτια διά βίου. Σύμφωνα με την τάξη τ' ουρανού, κανείς θεός θεού τα πεπραγμένα δεν ακυρώνει. Για το λόγο αυτό τον τυφλωμένο Τειρεσία ο Δίας ευλόγησε με γνώση μαντική - διάκριση που αλάφρυνε τον πόνο. Απ' τον καιρό εκείνο ξακουστός στης Βοιωτίας γύριζε τα μέρη και μοίραζε αλάθευτους χρησμούς σε όσους υποβάλλουν ερωτήσεις. (Οβίδιος, Μετ. 3 [Ηχώ και Νάρκισσος]. 318-340, μετ. Θ.Δ. Παπαγγελής) Οι μαστοί του Τειρεσία είναι ένα δίπρακτο σουρεαλιστικό δράμα του θεμελιωτή του μοντερνισμού Γκιγιώμ Απολλιναίρ. Στόχος των Μαστών του Τειρεσία ήταν να διασκεδάσει το κοινό του και να προκαλέσει το ενδιαφέρον του για μια πληθώρα θεμάτων, όπως η καταπίεση που υφίσταται το γυναικείο φύλο (άμεση σχέση με την αλλαγή φύλου του Τειρεσία), ο φεμινισμός, η χειραφέτησή του, ο ενστερνισμός ενός ανοίκειου ρόλου από τα δύο φύλα, η υπογεννητικότητα και οι συνέπειές της, η κοντόφθαλμη εξουσία των αστυνομικών δυνάμεων, ο πόλεμος, η σκανδαλοθηρία της δημοσιογραφίας, η απουσία κοινωνικής μέριμνας, και η άνιση κατανομή του πλούτου. Το έργο αφήνει χώρο για μια αληθινή αισιοδοξία, που παρηγορεί στη στιγμή και αφήνει να ανθίσει η ελπίδα. Τη σιγουριά του στα προγνωστικά δοκίμασε εν πρώτοις η Λειριόπη, νύμφη αυτή γλαυκή του ποταμού, που ο Κηφισός μια μέρα φουσκωμένος την πλάκωσε με τα πολλά νερά, και στανικά μες στο βαθύ του ράμα την έκανε δικιά του. Στους εννιά τους μήνες η πανώρια εκείνη νύμφη γέννησε τέκνο σπάνιας ομορφιάς - βρέφος ακόμα και το λαχταρούσες! Νάρκισσο είπε η μάνα το παιδί· κι όταν γι' αυτό ρωτήθηκε ο μάντης αν του 'λαχε πολύχρονη ζωή ως τα βαθιά γεράματα φτασμένη, η απόκριση που δόθηκε ήταν "Ναι, όσο καιρό δε θα νογάει ποιος είναι". Ο λόγος τούτος για καιρόν πολύ φάνταζε κούφιος, κι όμως βγήκε αλήθεια: βρήκε ανήκουστη μανία το παιδί κι αλλόκοτος χαμός το καρτερούσε. (Οβίδιος, Μετ. 3 [Ηχώ και Νάρκισσος]. 341-350, μετ. Θ.Δ. Παπαγγελής) Όταν ένας από τους γιους του Αλκάθαου, ο Ισχέπολης, σκοτώθηκε στο κυνήγι του Καλυδώνιου κάπρου, ένας άλλος του γιος, ο Καλλίπολης έσπευσε να του ανακοινώσει τα νέα. Βρήκε τον πατέρα του να θυσιάζει στον Απόλλωνα πάνω στην ακρόπολη των Μεγάρων. Από την αγωνία του ο νέος σκόρπισε τα ξύλα της ιερής πυράς και αναστάτωσε την τελετή. Οργισμένος ο Αλκάθοος και θεωρώντας ότι πρόθεση του γιου του ήταν να προσβάλει τους θεούς, τον σκότωσε χρησιμοποιώντας ως όπλο ένα κούτσουρο που έκαιγε. [1] Υπάρχει πέτρα που εξέχει πάνω από τη γη. Πάνω σ’ η αυτή την πέτρα οι Δελφοί λένε ότι στεκόταν και έψαλλε τους χρησμούς της κάποια Ηροφίλη, με την επωνυμία Σίβυλλα. Την παλιά Σίβυλλα, που ήταν και η πιο μεγάλη απ’ όλες, οι Έλληνες έλεγαν ότι ήταν κόρη του Δία και της Λαμίας, της κόρης του Ποσειδώνα και ότι ήταν η πρώτη γυναίκα που έψαλλε χρησμούς, καθώς και ότι πήρε το όνομα Σίβυλλα από τους Λίβυες. [2] Η Ηροφίλη, όμως, ήταν νεότερη απ΄ αυτή, έστω κι αν φαίνεται ότι έζησε πριν από τον Τρωικό πόλεμο και ότι έδωσε χρησμό για την Ελένη, ότι θα ανατραφεί στη Σπάρτη για τον όλεθρο της Ασίας και της Ευρώπης και ότι εξαιτίας της θα κυριευτεί το Ίλιο από τους Έλληνες. Οι Δήλιοι μνημονεύουν και ύμνο της γυναίκας αυτής προς τιμήν του Απόλλωνα. Στα έπη της αποκαλεί τον εαυτό της όχι μόνο Ηροφίλη, αλλά και Άρτεμη. Και λέει ότι ήταν σύζυγος του Απόλλωνα, άλλοτε αδελφή και αλλού λέει ότι είναι κόρη του. [3] Αυτά τα έγραψε ενώ βρισκόταν σε κατάσταση μανίας και την κατείχε ο θεός. Σε άλλο μέρος των χρησμών της είπε ότι ήταν κόρη αθάνατης μητέρας, μιας από τις νύμφες της Ίδης, και θνητού πατέρα· έτσι λένε οι στίχοι: Γεννήθηκα μισή θνητή και μισή θεά, από αθάνατη νύμφη και από πατέρα σιτοφάγο. Από τη μητέρα είμαι από την Ίδη και πατρική μου χώρα είναι η ερυθρή Μάρπησσος, μητρὸς ἱερή, ποταμός <τ᾽> Ἀιδωνεύς. Μάρπησσος, ιερή της μητέρας, και ο ποταμός Αϊδωνέας. […] [5] Αυτοί που κατοικούν στην Αλεξάνδρεια λένε ότι η Ηροφίλη ήταν φύλακας του ναού του Σμινθέα Απόλλωνα. Εκεί με αφορμή το όνειρο της Εκάβης είχε προφητέψει όσα γνωρίζουμε πως πραγματοποιήθηκαν. Η Σίβυλλα αυτή έζησε τον περισσότερο χρόνο της ζωής της στη Σάμο, αλλά έφτασε στην Κλάρο των Κολοφωνίων, στη Δήλο και στους Δελφούς. Κάθε φορά που ερχόταν στους Δελφούς, στεκόταν πάνω σ’ αυτό τον βράχο και έψαλλε. [6] Πέθανε στην Τρωάδα και το μνήμα της είναι στο άλσος του Σμινθέα.Το ελεγείο πάνω στη στήλη είναι το εξής: Είμαι η Σίβυλλα, αλάνθαστη προφήτισσα του Φοίβου, Ο πέτρινος Ερμής στέκεται κοντά στο μνήμα και έχει τετράγωνο σχήμα. Στ’ αριστερά, είναι πηγή, που τα νερά της κατεβαίνουν σε κρήνη, και αγάλματα των Νυμφών. [7] Οι Ερυθραίοι –γιατί αυτοί φιλονικούν περισσότερο απ’ όλους τους Έλληνες για την Ηροφίλη– δείχνουν το βουνό που λέγεται Κώρυκο και στο βουνό σπήλαιο, όπου λένε ότι γεννήθηκε η Ηροφίλη και ότι είναι κόρη του ντόπιου βοσκού Θεοδώρου και μιας νύμφης· η νύμφη είχε την επωνυμία Ιδαία, όχι για άλλο λόγο, αλλά επειδή τότε έλεγαν τις περιοχές με τα πολλά δέντρα «ίδες». Τον στίχο που αναφέρεται στη Μάρπησσο και στον ποταμό Αΐδωνέα οι Ερυθραίοι τον αφαιρούν από τους χρησμούς. (Παυσ. 10.12.1-7)
Επιμενiδης
Το βιβλίο του Gotthold Ephtaim Lessing, Laokoon, oder űber die Grenzen der Malerei und Poesie, 1766 (μετ. Αριστομένης Προβελέγγιος: Αθήνα, Πελεκάνος, 2003).
Ο Αινείας αφηγείται τα δεινά που βρήκαν τους Τρώες εξαιτίας του Δούρειου ίππου. Ο ρόλος του Λαοκόωντα.
Ο Αινείας αφηγείται τον θάνατο του Λαοκόωντα
Ο Αχιλλέας στον Κάλχα
Ο Οδυσσέας για τον Κάλχα
Η θυσία της Ιφιγένειας και ο ρόλος του Κάλχα. Ευριπίδης και Αισχύλος
Ο Κάλχας ερμηνεύει τον οιωνό των δύο αετών
Ο μάντης Θεοκλύμενος: Καταγωγή
Ο Θεοκλύμενος στον Τηλέμαχο
Ο Θεοκλύμενος στην Πηνελόπη
Ο Θεοκλύμενος στους μνηστήρες
Το Τροφώνιο στις Νεφέλες του Αριστοφάνη
Το Τροφώνιο στα Βοιωτικά του Παυσανία
Μελάμποδας και Προιτίδες
Παυσανίας και Στράβων για τον ποταμό Άνιγρο
Το σπίτι του Αμφιτρύωνα και της Αλκμήνης
Οι προφητείες του Τειρεσία στον Οδυσσέα 1
Οι προφητείες του Τειρεσία στον Οδυσσέα 2
Η οργή του Οιδίποδα για τη σιωπή του Τειρεσία
Η οργή του Κρέοντα για τις προφητείες του Τειρεσία
το πιο χειρότερο είναι.
απ' αυτή την αρρώστια εσύ γεμάτος.
κι εγώ μ' άσκημη γλώσσα.
όταν μου λες πως ψέματα μαντεύω.
των μάντηδων.
τ' αδιάντροπ' αγαπά τα κέρδη.
πως όσα λες τα λες σε βασιλιάδες;
χάρη σε μένα.
μα τ' άδικ' αγαπάς.
να βγάλω όσα στο νου φυλάω κλεισμένα.Οι προφητείες του Τειρεσία στον Κρέοντα
Οι μεταμορφώσεις του Τειρεσία
Γκιγιώμ Απολλιναίρ, Οι μαστοί του Τειρεσία, 1917
Τειρεσίας και Λειριόπη
Αλκάθαος και Καλλίπολης
Ηροφίλη Σίβυλλα και Ηροφίλη Ερυθραία
θαμμένη κάτω από τον πέτρινο τάφο παρθένα,
που πριν είχα φωνή και τώρα για πάντα άφωνη,
αφού η φοβερή μοίρα μ’ έριξε σ’ αυτά τα δεσμά.
Είμαι όμως θαμμένη κοντά στις Νύμφες και στον Ερμή,
έχοντας μέρος της παλιάς κυριαρχίας μου και
στον κάτω κόσμο.
Τα μαντεία του Δία στη Δωδώνη και του Άμμωνα Δία στην Αίγυπτο
«Δία της Δωδώνης, πρωτοκύβερνε, Πελασγικέ, που μένεις μακριά,
την παγερή αφεντεύοντας Δωδώνη, και τρογύρα
χαμοκοιτάμενοι, ανιφτόποδοι, ζουν οι Σελλοί οι δικοί σου
προφήτες. […]
(Ιλ., Π 233-235, μετ. Ν. Καζαντζάκη - Ι.Θ. Κακριδή)
Στην Ήπειρο αναγνωρίζονται δύο λατρευτικά στρώματα: α) ένα τοπικό με τη λατρεία της Γης, του Δία, της Διώνης, της Περσεφόνης (Πρώιμη Εποχή Χαλκού), της δρυός, και β) ένα νοτιοελληνικό (αποικιακό) με τη λατρεία του Άδη, της Θέμιδος, της Αρτέμιδος, της Αφροδίτης, της Αθηνάς, της Εκάτης, της Εστίας. Αντίστοιχα, και στη Δωδώνη το πρώτο και παλαιότερο λατρευτικό στρώμα είναι της Γης, όπως ακριβώς στους Δελφούς και την Ολυμπία, ενώ το δεύτερο και νεότερο είναι του Δία, ο οποίος λατρεύτηκε στη Δωδώνη από τις αρχές της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. έως τον 4ο αι. μ.Χ. Οι ιέρειες του χώρου, οι Πελειάδες, έψαλλαν: «Ζεὺς ἦν, Ζεὺς ἐστίν, Ζεὺς ἔσσεται· ὦ μεγάλε Ζεῦ. Γᾶ καρποὺς ἀνίει, διὸ κλῄζετε Ματέρα γαῖαν» (Παυσ. 10.12.10.10-11). Αυτός ο Δίας δεν είναι ουράνιος αλλά χθόνιος -νάιος (των νερών) ή φηγωνάιος.
Η λατρεία στη Δωδώνη ήταν καταρχάς υπαίθρια (δεντρολατρεία), μάλιστα ως τις αρχές του 4ου αι. π.Χ. ο Δίας δεν είχε ναό στη Δωδώνη. Ακόμη και το γεγονός ότι ο πρώτος ναός του θεού ήταν περίκλειστος και όχι ναός με εξωτερική κιονοστοιχία (ιερά οικία) καταδηλεί τον χθόνιο χαρακτήρα της λατρείας, όπως και το γεγονός ότι η δρυς συνδέεται με χθόνιες θεότητες: τον Ποσειδώνα, τη Δήμητρα, τις Ερινύες.
Ο ιδρυτικός μύθος του μαντείου προδηλώνει την ανατολική καταγωγή του μοτίβου του ιερού δέντρου. Φοίνικες απήγαγαν από το ιερό των Θηβών δύο ιέρειες, τις οποίες μετέφεραν στη Λιβύη. Η μία ίδρυσε το μαντείο του Άμμωνα Δία και η άλλη στη Δωδώνη το μαντείο του Δωδωναίου Δία. Ο Ηρόδοτος παραδίδει ότι δυο μαύρα περιστέρια έφυγαν από τις Θήβες για τη Λιβύη και τη Δωδώνη. Αν σκεφτεί κανείς ότι πελία είναι το περιστέρι, που όμως σημαίνει και γραία, και ότι Πελιάδες ονομάζονταν οι ιέρειες του μαντείου, που ήταν τρεις (πρβ. το χρυσό δαχτυλίδι των Μυκηνών με τα τρία περιστέρια αλλά και τα τρία περιστέρια στον ναό της Κνωσού), εύκολα μπορεί κανείς να προχωρήσει σε συσχετισμούς. Σημειωτέον ότι το περιστέρι ήταν σύμβολο της θεάς Γης και της Αφροδίτης αργότερα.
Στους ελληνιστικούς χρόνους διαπλάστηκαν και άλλοι ιδρυτικοί μύθου για το μαντείο, η αφετηρία των οποίων ήταν πολιτική. Σε μια περίπτωση ο μύθος θέλει να αποδείξει ότι ο ιδρυτής του μαντείου ήταν Θεσσαλός: ο δρυτόμος Ελλός, γιος του Θεσσαλού, εμποδίστηκε από ένα περιστέρι να κόψει την ιερή δρυ, με αποτέλεσμα από δρυτόμος να γίνει ιερέας του Δία· σύμφωνα με άλλη εκδοχή, που παραδίδει ο Πρόξενος, ήταν ο Μολοσσός Μαρδύλας που προσπάθησε να κόψει τη δρυ κι έγινε τελικά ο πρώτος ιερέας του Δία. Και στις δύο εκδοχές, το δέντρο είναι παλαιότερο του μαντείου και ο επίδοξος υλοτόμος μετασχηματίζεται σε φύλακα του δέντρου και ιδρυτή του μαντείου, σε αντίθεση με τον Λυκούργο που προχώρησε στο κόψιμο του δέντρου και την τελική τιμωρία.
Γιατί όμως δρυς και όχι κάποιο άλλο δέντρο;
Είναι γνωστό ότι οι δρυς, δέντρα ψηλά, τραβούν τον κεραυνό που εκλαμβάνεται ως επιφάνεια του θεού, οπότε ο τόπος εκλαμβάνεται ως ενηλύσιος. Αυτό μπορούμε να το εκλάβουμε ως την απαρχή της λατρείας στην περιοχή, που στη συνέχεια ενισχύθηκε από ένα ισχυρότατο μυθολογικό πλέγμα. Σύμφωνα, λοιπόν, με τους μύθους, δρυς είναι το δέντρο, επάνω στο οποίο ο Ζας (ή Ζαν = ο Δίας) άπλωσε το πέπλο που θα χάριζε στη γυναίκα του Χθονίη για τους γάμους τους:
Και την τρίτη ημέρα του γάμου ο Ζας φτιάχνει ένα μεγάλο και ωραίο φόρεμα και το στολίζει με τη Γη και τον Ωγηνό και τα δώματα του Ωγηνού «με τούτο εδώ σε τιμώ, θέλοντας τούτοι οι γάμοι να είναι δικοί σου. Χαίρε και γίνε ταίρι μου». Και λένε ότι αυτά ήταν τα πρώτα ανακαλυπτήρια: έτσι γεννήθηκε αυτό το έθιμο και για τους θεούς και για τους ανθρώπους. (Greek Papyri)
Για να μάθουν τι είναι η φτερωτή βαλανιδιά και το στολισμένο φόρεμα που έχει πάνω της… (Ισίδωρος ο Γνωστικός)
Για την ερμηνεία του αποσπάσματος οι επιμελητές της έκδοσης των Προσωκρατικών Φιλοσόφων σημειώνουν:
Ο κορμός και τα κλαδιά της [δρυός] είναι το στήριγμα και οι ρίζες της γης. […] Σύμφωνα με το λαϊκό κοσμοείδωλο η γη έχει ρίζες, και τον χειμώνα τα κλαδιά ενός δέντρου μοιάζουν με μεγάλες αναποδογυρισμένες ρίζες. […] Η βαλανιδιά είναι φτερωτή εξαιτίας της εμφάνισης των κλαδιών της, που απλώνονται σαν φτερούγες […]. Πάνω σε αυτά τα κλαδιά ο Ζας απόθεσε το φόρεμα, στολισμένο με τη Γη και τον Ωγηνό, που αντιπροσωπεύουν την επιφάνεια της γης […]. Η βαλανιδιά διαλέχτηκε, επειδή συνδεόταν, περισσότερο από κάθε άλλο δέντρο, με τον Δία […]. Έτσι, σύμφωνα με την ερμηνεία που προτείνω, ο Ζας διάλεξε ή έκανε να φυτρώσει μαγικά μια μεγάλη βαλανιδιά, για να γίνει θεμέλιο της γης ή κάλεσε από μακριά μια βαλανιδιά, που πέταξε με μαγικό τρόπο ως αυτόν, χρησιμοποιώντας τα κλαδιά της για φτερούγες. Κατόπιν ο Ζας υφαίνει ένα ρούχο, το στολίζει με τη γη και τον ωκεανό και το αποθέτει πάνω στα απλωμένα κλαδιά της βαλανιδιάς, για να σχηματίσει έτσι την επιφάνεια της γης.
Δεν νομίζουμε ότι υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι εδώ περιγράφεται το σύνολο της φύσης και ότι η πτώση του κεραυνού πάνω στη βαλανιδιά αντανακλά την ένωση του ουράνιου θεού με τη γη, όπως αυτή διασώζεται και στον μύθο της ένωσης του Δία με τη Σεμέλη.
Σε αυτόν τον Δία τον Δωδωναίο τον Πελασγικό προσεύχεται ο Αχιλλέας κάνοντας αναφορά στο ιερατείο του, γνωστό μόνο από την Ιλιάδα. Οι ιερείς ονομάζονταν Σελλοί, έμεναν «ἂλουτοι» και κοιμόντουσαν στη γη, για να βρίσκονται σε διαρκή επαφή μαζί της και να αντλούν από αυτή τη δύναμή τους (Ιλ., Π, 233-235). Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τη συνηθισμένη τακτική των μαντείων, να προηγείται καθαρμός στις πηγές που βρίσκονταν κοντά τόσο στους χρησμωδούς όσο και σε αυτούς που δέχονταν τον χρησμό.
Όσοι ενδιαφέρονταν να πάρουν χρησμό έγραφαν το ερώτημά τους σε χάλκινο έλασμα. Οι υποφήτες Σελλοί και οι σκοτεινές προφήτισσες του μαντείου, οι Πέλειες, χρησμοδοτούσαν από το θρόισμα των φύλλων της φηγού, το πέταγμα και τους κρωγμούς των περιστεριών, τον ήχο των λεβήτων που περιέβαλλαν την ιερή φηγό, την κερκυραϊκή μάστιγα κτλ. Ήχοι, φτερωτές οντότητες και το σταθερό δέντρο συνέβαλαν στη διαδικασία της μαντικής.
Η ίδρυση του μαντείου των Δελφών
Εξίσου παλιά με του μαντείου της Δωδώνης είναι η καταβολή του μαντείου των Δελφών, για το οποίο ο ομηρικός ύμνος στον Απόλλωνα (στ. 393) παραδίδει ότι οι πρώτοι πιστοί που φέρνει ο Απόλλωνας στο ιερό του έρχονται από την Κρήτη, όπου η δεντρολατρεία είχε γνωρίσει ιδιαίτερη άνθηση. Ο μύθος του θεού που κυνηγάει τη νύμφη Δάφνη που μετατρέπεται στο ομώνυμο δέντρο έρχεται να στηρίξει την υπόθεση της παλαιότερης στον τόπο δενδρολατρείας1 που υποτάσσεται στον νέο θεό αλλά παίζοντας ένα σημαντικό ρόλο στη λατρεία του: με δάφνη καθάρθηκε ο ίδιος ο θεός, όταν σκότωσε το φίδι των Δελφών· με δάφνη εξάγνισε τον Ορέστη από τον φόνο της μητέρας του· με φύλλα δάφνης επιτυγχανόταν η ένωση της Πυθίας με τον θεό και η χρησμοδότηση· φύλλα δάφνης από τα θεσσαλικά Τέμπη χρησιμοποιούνταν για να κατασκευάζονται τα στεφάνια των νικητών στους Πυθικούς αγώνες…
1. Εξάλλου, στον τόπο που ο Απόλλωνας ίδρυσε το δικό του μαντείο, είχε το μαντείο της η Θέμιδα.
Το νεκρομαντείο στον Αχέροντα
Ο ανασκαφέας του νεκρομαντείου αρχαιολόγος Σωτήρης Δάκαρης περιέγραψε τον χώρο:
«εκεί στη μέση είναι ένας βράχος (και μια σπηλιά), η είσοδος στον Άδη»1:
«Στην αυλή έμπαινε κανένας από τη βόρεια είσοδο. Τα δωμάτια και οι λοιποί βοηθητικοί χώροι της αυλής χρησίμευαν για τη διαμονή των ιερέων και των επισκεπτών πριν μπουν στο ιερό του Άδη. Από εκεί ο επισκέπτης περνούσε το βόρειο διάδρομο του ιερού που είχε τρεις τοξωτές πύλες. Αριστερά του διαδρόμου υπήρχαν δύο δωμάτια και ένας λουτρώνας που χρησίμευαν για την εγκοίμηση των προσκυνητών. Εκεί, στο αδιαπέραστο σκοτάδι, ο προσκυνητής υποβαλλόταν σε ψυχική και σωματική προετοιμασία. […] Ύστερα έμπαινε στο βόρειο δωμάτιο του ανατολικού διαδρόμου για την τελική προετοιμασία. […] Όταν, τέλος, έφτανε η κρίσιμη στιγμή της επικοινωνίας με τους νεκρούς, εισερχόταν ο προσκυνητής με τον ιερέα-οδηγό στον ανατολικό διάδρομο […]. Ύστερα περνούσε ένα λαβύρινθο, ένα διάδρομο μαιανδρικό, που υπέβαλλε στον επισκέπτη την εντύπωση της περιπλάνησης στους σκοτεινούς και σκολιούς δρόμους του Άδη. Ο λαβύρινθος είχε τρεις τοξωτές πύλες […] Περνώντας την τελευταία πύλη, έφτανε στην κεντρική αίθουσα. Εκεί έριχνε ακόμη ένα αποτρόπαιο λιθάρι και έχυνε στο λίθινο δάπεδο τις χοές για τους θεούς του Κάτω Κόσμου, τον Αϊδωνέα και την Περσεφόνης, που κατοικούσαν στην υπόγεια αίθουσα. Εκεί ήταν το τέλος της πορείας του.»2
Στο νεκυιομαντείο του Αχέροντα η κεντρική αίθουσα στην οποία κατέληγε ο πιστός ύστερα από δαιδαλώδη πορεία σε λαβύρινθο έχει ονομαστεί των ειδώλων.
Κάτω από αυτή υπήρχε μια ισομεγέθης λαξευμένη στον βράχο αίθουσα, «πιθανώς στη θέση της αρχικής σπηλιάς με την προϊστορική λατρεία».3
«Στην ανασκαφή της κεντρικής αίθουσας των ειδώλων βρέθηκαν και μια μάζα από σιδερένιους τροχούς άρματος, ένας μεγάλος χάλκινος λέβητας και γύρω σκορπισμένοι χάλκινοι τροχοί από καταπέλτες του 3ου αι. π.Χ. και καστάνιες (αρχ. επίσχεστρα). Η φύση και η θέση του ευρήματος στο βάθος της αίθουσας, εκεί όπου εμφανίζονταν τα είδωλα, μαρτυρούν ότι η μηχανή αυτή προοριζόταν για την κάθοδο των ειδώλων από την οροφή της αίθουσας. Πιθανώς πρόκειται για γερανό, στου οποίου το ένα άκρο ήταν κρεμασμένο το είδωλο του νεκρού και στο άλλο το αντίβαρο. Για τον σκοπό αυτό οι εξωτερικοί τοίχοι του κεντρικού ιερού με το μεγάλο πάχος (3,30μ.) θα έκρυβαν στην ανωδομία τους κρυφούς διαδρόμους, όπου μπορούσαν να κυκλοφορούν αόρατοι οι ιερείς. […] οι τοίχοι ψηλότερα ήταν χτισμένοι με μεγάλα τούβλα, πολλά από τα οποία βρέθηκαν στις ανασκαφές. Μεταξύ των δύο εξωτερικών τοίχων σχηματίζονταν διάδρομοι πλάτους 1,50 ή 2,40μ. Από τη θέση αυτή ή από την οροφή, με τη βοήθεια του γερανού εμφανίζονταν τα σκηνοθετημένα είδωλα των νεκρών και συνομιλούσαν με τους χρηστηριαζόμενους.»4
Ο προσκυνητής οφείλει να υποβληθεί σε τριήμερο καθαρμό, προκειμένου να αποκτήσει συνείδηση, και στη συνέχεια να αποχωρήσει και να μην πει τίποτε για όσα είδε και άκουσε, όπως ακριβώς η Άλκηστη στην ομώνυμη τραγωδία. Τι οφείλει να κάνει ο δεσμώτης του πλατωνικού σπηλαίου που ανέβηκε και είδε τα πράγματα κάτω από το φως του ήλιου; Ακριβώς το αντίθετο: να ξανακατεβεί κάτω και να λύσει την «ιερή» σιωπή, να μιλήσει και να αποκαλύψει την αλήθεια, και όχι να επαναπαύεται στην ατομική κατάκτηση της αλήθειας (519d). Πόσο εύκολο είναι αυτό; Όσο θα ήταν για κάποιον να πείσει έναν προετοιμασμένο να δει τα είδωλα των νεκρών ότι όλα είναι απάτη. Τόσο εύκολο και τόσο επικίνδυνο.
Σημειώσεις
1. Σ. Δάκαρης, «Οδύσσεια και Ήπειρος», στο Ιλιάδα και Οδύσσεια: Μύθος και Ιστορία (Δ' ΣΥΝΕΔΡΙΟ, 9-15 Σεπτεμβρίου 1984), Ιθάκη 1986, σ. 141-170, εδώ σ. 152.
2. Σ. Δάκαρης, Το Νεκυιομαντείο του Αχέροντα. Αθήνα: ΤΑΠΑ, 1993, σ. 16-19. Η κάτοψη και οι τομές του χώρου στη σ. 15, εικ. 5.
3. Δάκαρης, «Οδύσσεια και Ήπειρος», σ. 159.
4. Δάκαρης, Το Νεκυιομαντείο του Αχέροντα, σ. 21-22.
Ο Οδυσσέας στον Άδη
Όλη τη μέρα αρμένιζε με τα πανιά ανοιγμένα
Κι ο ήλιος σα βασίλεψε κι ισκιώσανε όλοι οι δρόμοι,
τα πέρατα του τρίσβαθου Ωκεανού είχε φτάσει.
Εκεί ήταν των Κιμμερινών ο τόπος κι η πατρίδα,
που τους σκεπάζουν σύγνεφα κι ένα πηχτό σκοτάδι.
Ποτέ, με τις αχτίδες του δεν τους φωτίζει ο ήλιος,
μήδ' όταν στον αστρόφωτο τον ουρανό ανατέλλει,
μήδ' όταν πίσω προς τη γη γυρίζει απ' τα ουράνια,
μόν' τους σκεπάζει ένα βαθύ τους άμοιρους σκοτάδι.
Εκεί ήρθαμε κι αράξαμε, και παίρνοντας μαζί μας
τ' αρνιά, τραβούσαμε κοντά στου Ωκεανού το ρέμα,
ωσότου φτάσαμε έπειτα στο μέρος που 'πε η Κίρκη.
Ο Περιμήδης τα σφαχτά κι ο Ευρύλοχος βαστούσαν,
Τράβηξα τότε απ' το μηρί το μυτερό σπαθί μου
κι άνοιξα λάκκο, ως μιαν οργιά το φάρδος και το μάκρος
κι έχυσα γύρω του χοές στους πεθαμένους όλους,
μέλι με γάλα στην αρχή, γλυκό κρασί κατόπι,
τρίτο νερό, και με λευκό τα πασπαλίζω αλεύρι.
Κι έταζα στις ανάζωες των πεθαμένων κάρες
στέρφα δαμάλα, όταν βρεθώ στο Θιάκι, να τους σφάξω,
την πιο καλή και τη φωτιά με δώρα να στολίσω,
κι ένα κριάρι χωριστά στον Τειρεσία μαύρο
να σφάξω, το καλύτερο που θα ᾽χω στο κοπάδι.
Κι αφού στα πλήθη των νεκρών με τάματα κι ευχές μου
δεήθηκα, πήρα τ' αρνιά και τα ᾽σφαξα στο λάκκο
και πότισε το αίμα τους τη γη· κι απ' το σκοτάδι
των πεθαμένων οι ψυχές συνάχτηκαν σε λίγο,
κορίτσια, αγόρια λεύτερα, βασανισμένοι γέροι,
παρθένες απαλόκορμες με νιόθωρη τη λύπη,
κι άλλοι που με τα χάλκινά τους χτύπησαν κοντάρια,
με τ' άρματα αιματόβρεχτα και πολεμοσφαγμένοι.
Κι όλοι στο λάκκο τρέχανε, άλλοι απ' αλλού χιλιάδες,
μ' αλαλαγμούς ανείπωτους που κέρωσα απ' το φόβο.
Τότε είπα στους συντρόφους μου να γδάρουν και να κάψουν
τ' αρνιά, που κείτονταν στη γη σφαγμένα με μαχαίρι,
στην Περσεφόνη τάζοντας και στον ανίκητο Άδη.
Έπειτα βγάζω απ' το μηρί το μυτερό σπαθί μου,
και κάθισα, μήδ' άφηνα καθόλου να ζυγώσουν
κοντά στο αίμα οι άζωες των πεθαμένων κάρες,
προτού ρωτήσω την ψυχή του μάντη Τειρεσία.
(Οδ. λ 11-50, μετ. Ζ. Σίδερης)
Η αλληγορία του σπηλαίου του Πλάτωνα και τα νεκυιομαντεία
Γνωστά και παραδεδομένα στους ακροατές σχήματα και θέματα από τη θρησκεία και την τελετουργία φαίνεται ότι χρησιμοποιεί ο Πλάτων και στην αλληγορία του σπηλαίου (Πολιτεία 514a-520e). Επισημαίνουμε ορισμένα στοιχεία στην αφήγηση:
1. Η όλη ιστορία εκτυλίσσεται σε σπήλαιο («εν καταγείωι οικήσει σπηλαιώδει», 514a), σε ένα άνοιγμα της γης, όπως και με την περίπτωση του Γύγη, έναν τόπο επικοινωνίας των δύο κόσμων, του πάνω και του κάτω, έναν οριακό τόπο.
2. Η ανάβαση από το σπήλαιο στον έξω κόσμο γίνεται από έναν κακοτράχαλο και ανηφορικό δρόμο. Τον ίδιο δρόμο, προς τα κάτω αυτή τη φορά, θα ακολουθήσει αυτός που θα θελήσει να επιστρέψει στο σπήλαιο, για να κάνει κοινωνούς της αλήθειας τους άλλους δεσμώτες (516a).
3. Η ανάβαση γίνεται με τη βοήθεια κάποιου (516a).
4. Ό,τι έβλεπαν οι δεσμώτες ήταν οι σκιές των αληθινών όντων (515c-d).
5. Μέσα στο σπήλαιο υπάρχουν «κατασκευές» σαν των θαυματοποιών απ' όπου δείχνουν «τις ταχυδακτυλουργίες τους» (514b-515a).
6. Η ανάβαση στον επάνω κόσμο είναι ένα πνευματικό ταξίδι από τον κόσμο των φαινομένων στον πραγματικό κόσμο των ιδεών (515d).
Πόσο οικεία ήταν αυτά στον Αθηναίο πολίτη; Η γνώμη μας είναι ότι η τοπογραφία και τα διαδραματιζόμενα μέσα στο σπήλαιο ανακαλούσαν στη μνήμη την τοπογραφία του Άδη, τελετουργικά που διαδραματίζονταν σε σπήλαια, πολύ γνωστούς μύθους σχετικούς με καταβάσεις στον κάτω κόσμο. Πιο συγκεκριμένα:
1. Έξι, τουλάχιστον, καταβάσεις ζωντανών στον κάτω κόσμο ήταν γνωστές στους Αθηναίους από τη μυθολογία: του Θησέα και του Πειρίθου, του Ηρακλή, του Ορφέα, της Άλκηστης (η ομώνυμη τραγωδία του Ευριπίδη παραστάθηκε μάλλον το 438), του Διόνυσου που κατεβαίνει στον Άδη και αναγάγει τη μητέρα του Σεμέλη, του Διόνυσου με τον Ξανθία στους Βατράχους του Αριστοφάνη, που παραστάθηκε το 405 π.Χ. (θυμίζουμε ότι η συγγραφή της Πολιτείας θα πρέπει να ολοκληρώθηκε γύρω στα 374 π.Χ.). Η κάθοδος περιγράφεται ως δύσκολο εγχείρημα και ο τόπος ως σκοτεινός και πολλές φορές βρομερός (Βάτραχοι, 273). Οι νεκροί περιγράφονται ως σκιές· όταν, για παράδειγμα, ο Ηρακλής ετοιμάζεται να επιτεθεί στη Γόργη, την αδελφή του Μελέαγρου, σαν να ήταν ζωντανή, ο Ερμής τον συγκρατεί λέγοντάς του ότι οι μορφές ήταν μόνο σκιές· η Ευρυδίκη πάλι θα διατηρούσε «τα απόκοσμα και φοβερά γνωρίσματα των υπάρξεων του κάτω κόσμου, ώσπου να την περιβάλει το φως του ήλιου»1. Και ακόμη: οι ζωντανοί συνοδεύουν τους νεκρούς στην πορεία τους προς τον επάνω κόσμο -ο Ηρακλής τον Θησέα και την Άλκηστη, ο Ορφέας την Ευρυδίκη, ο Διόνυσος τη Σεμέλη, ο Διόνυσος τον Αισχύλο· αντίστοιχα, όσοι απέκτησαν συνείδηση της αλήθειας θα οδηγήσουν τους δεσμώτες του σπηλαίου στο φως του ήλιου. Τέλος, ο Κέρβερος, ασυνήθιστος στο φως του ήλιου, θαμπώθηκε από τη λάμψη του και έβγαλε από το στόμα του χολή· το ίδιο θαμπώνονται και οι δεσμώτες, τόσο που επιθυμούν να επιστρέψουν πίσω, θεωρώντας όσα βλέπουν ως μη αληθινά.
2. Η ομηρική παράδοση, άλλα κείμενα της αρχαίας γραμματείας και τα αρχαιολογικά δεδομένα οδηγούν στην υπόθεση πως ό,τι περιγράφεται στην αλληγορία του σπηλαίου είναι ένα νεκυιομαντείο· ότι η πορεία προς τα πάνω, προς τον κόσμο της αλήθειας, είναι η αντιστροφή της πορείας του πιστού, ύστερα από ειδική προετοιμασία με τη βοήθεια των ιερέων, από τον κόσμο των ζωντανών προς τον κόσμο των νεκρών και από τον κόσμο του φωτός στον κόσμο του σκότους, όπου κανείς εναγκαλίζεται από τις δυνάμεις του σκότους.
Γνωστά νεκυιομαντεία στην αρχαιότητα ήταν του Ποσειδώνα στον μυχό του Ταίναρου, η σπηλιά του οποίου θεωρούνταν «κατάβαση» στον Άδη, στην Κύμη της Ιταλίας, το οποίο επισκέφθηκε ο Αινείας, στην Ερμιόνη της Αργολίδας, στην Κορώνεια της Βοιωτίας, στην Ηράκλεια του Πόντου κ.α. Όμως το σπουδαιότερο και αρχαιότερο ήταν το νεκυιομαντείο του Αχέροντα (Οδ. κ 500 κ.ε.)· Ηρ. 5, 92· Παυσ. 1, 17, 5· 9, 30, 6· Λουκ., Μένιππος 7 κ.ε.).
Ο αρχαιολόγος Σωτήρης Δάκαρης, λαμβάνοντας υπόψη την ομηρική παράδοση, την τοπογραφία στη δυτική Ήπειρο, στον νομό Πρέβεζας, στη βόρεια όχθη του Αχέροντα, τα τοπωνύμια και τα αρχαιολογικά ευρήματα της περιοχής, ταυτίζει την περιοχή με τους Ἁΐδάου δόμους καὶ ἐπαινῆς Περσεγονείης (κ, 488 κ.ε.), την πολιτεία των Κιμμερίων, όπου φτάνουν ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του (λ, 14 κ.ε.), την περιοχή όπου ο Οδυσσέας θα θυσιάσει ζώα στους νεκρούς του κάτω κόσμου, ώστε να μάθει από τον Τειρεσία με ποιον τρόπο θα επιστρέψει στην Ιθάκη.
Η κατατοπιστικότατη περιγραφή του χώρου από τον ανασκαφέα μας οδηγεί στην υπόθεση ότι ο Πλάτωνας θα πρέπει να είχε ως σημείο αναφοράς τα δρώμενα στο συγκεκριμένο νεκυιομαντείο, στο σημείο όπου ο Πυριφλεγέθων (Βουβός) και ο Κωκυτός (Μαύρος), που πηγάζει από τη Στύγα, σμίγουν με τον Αχέροντα στις βορειοδυτικές όχθες της Αχερουσίας λίμνης, «εκεί στη μέση είναι ένας βράχος (και μια σπηλιά), η είσοδος στον Άδη»2: «Στην αυλή έμπαινε κανένας από τη βόρεια είσοδο. Τα δωμάτια και οι λοιποί βοηθητικοί χώροι της αυλής χρησίμευαν για τη διαμονή των ιερέων και των επισκεπτών πριν μπουν στο ιερό του Άδη. Από εκεί ο επισκέπτης περνούσε το βόρειο διάδρομο του ιερού που είχε τρεις τοξωτές πύλες. Αριστερά του διαδρόμου υπήρχαν δύο δωμάτια και ένας λουτρώνας που χρησίμευαν για την εγκοίμηση των προσκυνητών. Εκεί, στο αδιαπέραστο σκοτάδι, ο προσκυνητής υποβαλλόταν σε ψυχική και σωματική προετοιμασία. […] Ύστερα έμπαινε στο βόρειο δωμάτιο του ανατολικού διαδρόμου για την τελική προετοιμασία. […] Όταν, τέλος, έφτανε η κρίσιμη στιγμή της επικοινωνίας με τους νεκρούς, εισερχόταν ο προσκυνητής με τον ιερέα-οδηγό στον ανατολικό διάδρομο […]. Ύστερα περνούσε ένα λαβύρινθο, ένα διάδρομο μαιανδρικό, που υπέβαλλε στον επισκέπτη την εντύπωση της περιπλάνησης στους σκοτεινούς και σκολιούς δρόμους του Άδη. Ο λαβύρινθος είχε τρεις τοξωτές πύλες […] Περνώντας την τελευταία πύλη, έφτανε στην κεντρική αίθουσα. Εκεί έριχνε ακόμη ένα αποτρόπαιο λιθάρι και έχυνε στο λίθινο δάπεδο τις χοές για τους θεούς του Κάτω Κόσμου, τον Αϊδωνέα και την Περσεφόνης, που κατοικούσαν στην υπόγεια αίθουσα. Εκεί ήταν το τέλος της πορείας του.»3
Ποια είναι τα κοινά σημεία με την πλατωνική αφήγηση;
1. Οι δεσμώτες θυμίζουν τις ψυχές των νεκρών που ήταν όμοιες με σκιές, «είδωλα καμόντων», από τις οποίες έλειπε η συνείδηση.
2. Κατοικούν σ' ένα σπήλαιο, όπως οι θεοί του κάτω κόσμου κατοικούσαν σε υπόγεια αίθουσα.
3. Η ανάβαση θα γίνει με τη βοήθεια κάποιου, προφανώς του επαΐοντα-φιλοσόφου, όπως επαΐων στον τομέα του ήταν και ο ιερέας που οδηγούσε τον πιστό στον λαβύρινθο.
4. Δεσμώτες του πλατωνικού σπηλαίου και πιστοί του νεκυιομαντείου βλέπουν σκιές, είδωλα, και ακούν ήχους που προέρχονται από αυτά. Πιο συγκεκριμένα:
Στο νεκυιομαντείο του Αχέροντα η κεντρική αίθουσα στην οποία κατέληγε ο πιστός ύστερα από δαιδαλώδη πορεία σε λαβύρινθο έχει ονομαστεί των ειδώλων. Κάτω από αυτή υπήρχε μια ισομεγέθης λαξευμένη στον βράχο αίθουσα, «πιθανώς στη θέση της αρχικής σπηλιάς με την προϊστορική λατρεία».4
«Στην ανασκαφή της κεντρικής αίθουσας των ειδώλων βρέθηκαν και μια μάζα από σιδερένιους τροχούς άρματος, ένας μεγάλος χάλκινος λέβητας και γύρω σκορπισμένοι χάλκινοι τροχοί από καταπέλτες του 3ου αι. π.Χ. και καστάνιες (αρχ. επίσχεστρα). Η φύση και η θέση του ευρήματος στο βάθος της αίθουσας, εκεί όπου εμφανίζονταν τα είδωλα, μαρτυρούν ότι η μηχανή αυτή προοριζόταν για την κάθοδο των ειδώλων από την οροφή της αίθουσας. Πιθανώς πρόκειται για γερανό, στου οποίου το ένα άκρο ήταν κρεμασμένο το είδωλο του νεκρού και στο άλλο το αντίβαρο. Για τον σκοπό αυτό οι εξωτερικοί τοίχοι του κεντρικού ιερού με το μεγάλο πάχος (3,30μ.) θα έκρυβαν στην ανωδομία τους κρυφούς διαδρόμους, όπου μπορούσαν να κυκλοφορούν αόρατοι οι ιερείς. […] οι τοίχοι ψηλότερα ήταν χτισμένοι με μεγάλα τούβλα, πολλά από τα οποία βρέθηκαν στις ανασκαφές. Μεταξύ των δύο εξωτερικών τοίχων σχηματίζονταν διάδρομοι πλάτους 1,50 ή 2,40μ. Από τη θέση αυτή ή από την οροφή, με τη βοήθεια του γερανού εμφανίζονταν τα σκηνοθετημένα είδωλα των νεκρών και συνομιλούσαν με τους χρηστηριαζόμενους.»5
Χωρίς να ξεχνούμε ότι η περιγραφή αυτή αφορά στον 3ο αι. π.Χ., εντυπωσιάζουν οι ομοιότητες με τη λιτότατη αναφορά του Πλάτωνα σε «κατασκευές» μέσα στο σπήλαιο σαν των θαυματοποιών, απ' όπου δείχνουν «τις ταχυδακτυλουργίες τους» και από τη λίγο εκτενέστερη περιγραφή τους; «Όρα τοίνυν παρά τούτο το τειχίον φέροντας ανθρώπους σκεύη τε παντοδαπά υπερέχοντα του τειχίου και ανδριάντας και άλλα ζώια λίθινά τε και ξύλινα και παντοία ειργασμένα, οίον εικός τους μεν φθεγγομένους, τους δε σιγώντας των παραφερόντων.» (515a). Και λίγο παρακάτω: «Τι δ' ει και ηχώ το δεσμωτήριον εκ του καταντικρύ έχοι; Οπότε τις των παριόντων φθέγξαιτο, οίει αν άλλο τι αυτούς ηγείσθαι το φθεγγόμενον ή την παριούσαν σκιάν.» (515b).
5. Ο προσκυνητής οφείλει να υποβληθεί σε τριήμερο καθαρμό, προκειμένου να αποκτήσει συνείδηση, και στη συνέχεια να αποχωρήσει και να μην πει τίποτε για όσα είδε και άκουσε, όπως ακριβώς η Άλκηστη στην ομώνυμη τραγωδία. Τι οφείλει να κάνει ο δεσμώτης του πλατωνικού σπηλαίου που ανέβηκε και είδε τα πράγματα κάτω από το φως του ήλιου; Ακριβώς το αντίθετο: να ξανακατεβεί κάτω και να λύσει την «ιερή» σιωπή, να μιλήσει και να αποκαλύψει την αλήθεια, και όχι να επαναπαύεται στην ατομική κατάκτηση της αλήθειας (519d). Πόσο εύκολο είναι αυτό; Όσο θα ήταν για κάποιον να πείσει έναν προετοιμασμένο να δει τα είδωλα των νεκρών ότι όλα είναι απάτη. Τόσο εύκολο και τόσο επικίνδυνο. Ο Πλάτων έχει εμπειρία της δυσκολίας από τον δάσκαλό του Σωκράτη.
Για τον Πλάτωνα το σπήλαιο αντιπροσωπεύει τον κόσμο των αισθήσεων που εξαπατούν. Οι ενοικούντες σε αυτό μοιάζουν με τις ψυχές των νεκρών που είναι όμοιες με σκιές, είδωλα καμόντων, με υπεράνθρωπες ιδιότητες χωρίς όμως συνείδηση. Αντίθετα, ο κόσμος ο φωτισμένος από τον ήλιο αντιπροσωπεύει τον κόσμο των ιδεών, την αλήθεια που προσεγγίζεται με τη λογική και όχι με τα τεχνάσματα. Είναι δηλαδή η ακριβώς αντίθετη κατάσταση από αυτή που περιγράφει ο Στράβων για το νεκυιομαντείο της Κύμης (5,4,5): «Είναι δε τοις περί το χρηστήριον έθος πάτριον, μηδένα τον ήλιον οράν, αλλά της νυκτός έξω πορεύεσθαι των χασμάτων· και διά τούτο τον ποιητήν περί αυτών ειπείν, ως άρα ουδέ ποτ' αυτούς / Ηέλιος φαέθων επιδέρκεται· ύστερον δε διαφθαρήναι τους ανθρώπους υπό βασιλέως τινός, ουκ αποβάντος αυτώ του χρησμού, το δε μαντείον έτι συμμένειν, μεθεστηκός εις έτερον τόπον». Αν εμείς αλλάζαμε λίγο της φράση του Σράβωνα λέγοντας ύστερον δε «διαφθαρήναι» τους ανθρώπους υπό βασιλέως φιλοσόφου, χρησιμοποιώντας το «διαφθαρήναι» κατ' ευφημισμόν και εννοώντας τον φωτισμό των ανθρώπων, την απομάκρυνσή τους από τον κόσμο των σκιών και των αισθήσεων και την είσοδό τους στον κόσμο του φωτός και των ιδεών, δεν θα βρισκόμαστε πολύ κοντά στην πλατωνική φιλοσοφία;
Σημειώσεις
1. Ι. Κακριδής, Ελληνική Μυθολογία. Οι Ήρωες (τ. 3). Εκδοτική Αθηνών, 1986, σ. 294.
2. Σ. Δάκαρης, «Οδύσσεια και Ήπειρος», στο Ιλιάδα και Οδύσσεια: Μύθος και Ιστορία (Δ' ΣΥΝΕΔΡΙΟ, 9-15 Σεπτεμβρίου 1984), Ιθάκη 1986, σ. 141-170, εδώ σ. 152
3. Σ. Δάκαρης, Το Νεκυιομαντείο του Αχέροντα. Αθήνα: ΤΑΠΑ, 1993, σ. 16-19. Η κάτοψη και οι τομές του χώρου στη σ. 15, εικ. 5.
4. Δάκαρης, «Οδύσσεια και Ήπειρος», σ. 159.
5. Δάκαρης, Το Νεκυιομαντείο του Αχέροντα, σ. 21-22.
Ο Θουκυδίδης για τα μαντεία, τους μάντεις και τους χρησμολόγους
«Και ολόκληρος η άλλη Ελλάς ευρίσκετο εις μετέωρον κατάστασιν, εφόσον τα δύο σημαντικώτερα κράτη ήρχοντο εις χείρας. Και πολλά μεν μαντικά λόγια εφέροντο από στόμα εις στόμα, πολλούς δε χρησμούς έψαλλαν οι χρησμολόγοι, όχι μόνον μεταξύ των μελλόντων να πολεμήσουν, αλλά και καθ' όλην την Ελλάδα. Εκτός τούτου, η Δήλος, ολίγον προ των γεγονότων τούτων, έπαθε σεισμόν, ενώ δεν είχεν υποστή τοιούτον προηγουμένως, εφόσον τουλάχιστον φθάνει η μνήμη των Ελλήνων. Ελέγετο άλλωστε και επιστεύετο ότι ο σεισμός αυτός ήτο ο προάγγελος των επικειμένων γεγονότων, και κάθε άλλο ανάλογον επεισόδιον, το οποίον ελάμβανε χώραν, εξητάζετο με πολλήν προσοχήν. […] Και χρησμολόγοι έψαλλαν χρησμούς παντός είδους, αναλόγως της ψυχικής διαθέσεως του καθενός εκ των ακροατών.» (Β, 8 και 21 [μετ. Ε. Βενιζέλος])
«Όταν αι εκ Σικελίας ειδήσεις έφθασαν εις τας Αθήνας, επί πολύν χρόνον εδυσπίστουν εις το μέγεθος της πανωλεθρίας, παρ' όλας τας θετικάς πληροφορίας των πλέον αξιοπίστων στρατιωτών που είχαν διαφύγει από το θέατρον της καταστροφής. Αλλ' όταν εβεβαιώθησαν περί τούτου εμαίνοντο κατά των ρητόρων, οι οποίοι τους είχαν εξωθήσει εις την εκστρατείαν, ως να μη την είχαν ψηφίσει οι ίδιοι, και συγχρόνως ηγανάκτουν εναντίον των χρησμολόγων και των μάντεων και όλων εκείνων, οι οποίοι διά των προφητειών των είχαν διεγείρει τότε την ελπίδα κατακτήσεως της Σικελίας.» (Η, 1 [μετ. Ε. Βενιζέλος])
Η νύμφη Κασταλία
Η Κασταλία ήταν μια νέα από τους Δελφούς που την ερωτεύτηκε ο Απόλλωνας. Ο θεός την κυνήγησε και αυτή έπεσε στην πηγή που από τότε πήρε το όνομά της και αφιερώθηκε στον θεό. Σύμφωνα με άλλες εκδοχές η Κασταλία ήταν κόρη του Αχελώου και γυναίκα του βασιλιά Δέλφου. Απέκτησε μαζί του ένα γιο, τον Καστάλιο, που έγινε βασιλιάς στη χώρα των Δελφών μετά τον θάνατο του πατέρα του.
Ο καθαρμός των Μιλησίων από τον μάντη Βράγχο
Ἀπολλόδωρος δ᾽ ὁ Κερκυραῖος τοὺς στίχους τούσδε ὑπὸ Βράγχου ἀναφωνηθῆναι τοῦ μάντεως λέγει Μιλησίους καθαίροντος ἀπὸ λοιμοῦ. ὃ μὲν γὰρ ἐπιρραίνων τὸ πλῆθος δάφνης κλάδοις προκατήρχετο τοῦ ὕμνου ὧδέ πως· μέλπετε, ὦ παῖδες, ἑκάεργον καὶ ἑκαέργαν· ἐπέψαλλεν δὲ ὡς εἰπεῖν ὁ λαός· "βέδυ, ζάψ, χθώμ, πλῆκτρον, σφίγξ· κναξζβίχ, θύπτης, φλεγμό, δρώψ." μέμνηται τῆς ἱστορίας καὶ Καλλίμαχος ἐν ἰάμβοις. κναξζβὶχ δὲ κατὰ παραγωγὴν ἡ νόσος παρὰ τὸ κναίειν καὶ διαφθείρειν, θῦψαί τε τὸ κεραυνῷ φλέξαι. (Κλήμης Αλεξ., Στρωμ. 5.8.48)
Πάνθοος και Αινείας τη νύχτα της καταστροφής
Ο Αινείας αφηγείται τι έγινε τη νύχτα της καταστροφής, τη νύχτα που οι Τρώες κατάλαβαν πολύ καλά τι έκρυβε στα σπλάχνα του το σπουδαίο δώρο των Δαναών, ο Δούρειος ίππος:
Πετιέμαι απ’ τον ύπνο και στην πιο ψηλή στέγη του σπιτιού ανεβαίνω και με τεντωμένα στέκουμαι τ’ αυτιά· όπως, σαν πέσει στα σπαρτά φωτιά και φυσάει δυνατός αέρας, ή κατεβασμένο ξεροπόταμο φέρνοντας ποτάμι απ’ τα βουνά πλημμυρίζει τα χωράφια, πλημμυρίζει τα φουντωμένα σπαρτά και των βοδιών τους κόπους και παρασέρνει τα δέντρα· τα χάνει ο τσομπάνης αγναντεύοντας απ’ την κορφή του βράχου, γιατί δεν ξέρει από πού να ’ρχεται το βουητό. Τότε φανερώθηκε το πράμα, και των Δαναών ξεδιαλύνουν οι παγίδες. Πρώτα του Δηίφοβου γκρεμίζεται το σπίτι, αφού του βάλανε φωτιά, καίγεται και το κοντινό του Ουκαλέγοντα· στο Σίγειο το κανάλι απλόχωρα απ’ τις φωτιές αντιφεγγίζει. Ξεσηκώνουνται κραυγές των ανθρώπων και κλαγγές των σαλπίγγων. Τα όπλα ξετρελαμένος αρπάζω· τι θα ‘κανα μ’ αυτά δεν ήξερα, παρά να μαζέψω δυνάμεις για πόλεμο ή να τρέξω με τους συντρόφους μου πα στο κάστρο, φλογίζεται η ψυχή μου· η μάνητα κι η ορφή μου σηκώνουν το μυαλό και μου μπήκε όμορφο θάνατο με τα όπλα στο χέρι να ‘βρω.
Αλλά να ο Πάνθος που ξεγλίστρησε από των Αχαιών τα βόλια, ο Πάνθος, ο γιος του Όθρη, ιερέας του Φοίβου στου κάστρου το ναό, τα ιερά στο ‘να χέρι και τους νικημένους θεούς, και με τ’ άλλο σέρνει το μικρό του εγγόνι και σαν τρελός κατά το σπίτι μου τρέχει: «Σε ποιο σημείο έχει φτάσει η κατάσταση Πάνθο; Κατέχουμε ακόμη την ακρόπολη;» Μόλις είχα πει αυτά, με στεναγμό μου απαντά: «Ήρθε η τελευταία μας μέρα κι ο άραχλος χρόνος της Δαρδανίας. Υπήρξαμε κάποτε Τρώες, υπήρξε το Ίλιο και η μεγάλη δόξα των Τεύκρων· τώρα ο σκληρός Δίας όλα τα χάρισε στους Αργείους· οι Δαναοί την καμένη εξουσιάζουνε πόλη. Ο ψηλός ίππος ανάμεσα στα τείχη στεκάμενος οπλισμένους αδειάζει, και νικητής ο Σίνωνας ανάβει φωτιές χλευάζοντας τις μωροπιστίες μας. Άλλοι φτάνουν στις ανοιχτές πύλες, χιλιάδες, όσοι ήρθαν απ’ τις τρανές Μυκήνες· άλλοι με τα όπολα τοποθετημένα φυλάνε τα σοκάκια· στέκουνται τα σπαθιά παραταγμένα με τις γυαλιστερές μύτες έτοιμα για σφαγή· μόλις οι πρώτοι φύλακες παίρνουν μέρος στη μάχη κοντά στις πύλες κι αντιστέκουνται στο νυχτερινό αγώνα. (Βιργ., Αιν. 302-335, μετ. Θ.Δ. Τασόπουλος)
Κι εμπρός στον χάντακα έστεκαν και ακόμη εμεριμνούσαν, 1 Για το τέλος των μαντείων γενικότερα βλ. ΙΙ.11. 2 Η Αθηνά ήταν συνδεδεμένη με την ελιά, η Ήρα στη Σάμο με τη λυγαριά, η Λητώ με τον φοίνικα πάνω στον οποίο στηρίχτηκε στη Δήλο για να γεννήσει. Το ξόανο της Αθηνάς στην Αθήνα ήταν από ξύλο ελιάς, της Ήρας στην Τίρυνθα από αγριαχλαδιά, το ειδώλιο του Διόνυσου από ξύλο ελάτου (σε έλατο βρήκε τον θάνατο ο Πενθέας). Στην Ολυμπία κυριαρχούσε η αγριελιά (κότινος), με την οποία στέφονταν οι νικητές των αγώνων. Πανάρχαιο έθιμο ήταν να κρεμούν οι άνθρωποι προσφορές στα δέντρα, όπως τα δέρματα των θηραμάτων, δίσκους, αιώρες που τις κουνούσε ο αέρας. Για τη μυθική φαντασία αυτά ήταν απαγχονισμοί-θυσίες. 3 Για τα μαντεία βλ. «Τα Μαντεία», Ιστορικά - Ελευθεροτυπία (19/02/2004)· «Η αγωνία της πρόγνωσης», Επτά ημέρες - Η Καθημερινή (28/11/2004)· το ντοκιμαντέρ Μύθοι και Μαντεία· την και σε ψηφιακή μορφή διατριβή του Ιωάννη Λεονάρδου Μεταλλεία και Μαντεία στην Αρχαιότητα. Συμβολή στην Ιστορία της Αρχαίας Μεταλλείας(2011). 5 Θύμβρη λεγόταν μια μικρή πόλη κοντά στον Σκάμανδρο. Στον ναό αυτό διαδραματίστηκαν και άλλα γεγονότα, ο θάνατος του Τρωίλου και ο θάνατος του Αχιλλέα, όπως αυτοί παραδίδονται από διάφορες πηγές. 6 Για την Οινώνη των Ηρωίδων του Οβιδίου βλ. τη διατριβή της Ειρήνης Μητούση «De genere: Φύλο και γένος στις Ηρωίδες του Οβιδίου», Θεσσαλονίκη 2007, σ. 133-155 και, δευτερευόντως, σε μια σύγκριση της Φαίδρας με την Οινώνη, σ. 114-133.Πολυδάμαντας και Έκτορας
ότι ενώ ήσαν πρόθυμοι τον λάκκον να περάσουν,
υψηλοπέτης αετός εφάνη δεξιά τους,
και ζωντανός στα νύχια του και κοκκινοβαμμένος
μέγας σπαρνούσε δράκοντας και πολεμούσε ακόμη·
όσο που οπίσω γέρνοντας τον αετόν στο στήθος
έκοψε κάτω απ΄ τον λαιμόν˙ κι εκείνος απ΄ τον πόνον
απόλυσε τον δράκοντα να πέσει μες στο πλήθος
και κρώζοντας επέταξε με τες πνοές του ανέμου·
και άμα τον στικτόν δράκοντα, σημείον του Κρονίδη,
νεκρόν είδαν στο μέσον τους, επάγωσαν οι Τρώες.
Εις τον τολμηρόν Έκτορα τότ΄ είπε ο Πολυδάμας:
«Έκτωρ, μ΄ ελέγχεις πάντοτε στην σύνοδον, αν λέγω
το αγαθόν, και του λαού τωόντι δεν αρμόζει
στον πόλεμον ή στην βουλήν παράκαιρα να λέγει,
αλλά να υψώνει πάντοτε χρεωστεί την δύναμίν σου·
και τώρα πάλιν ό,τι ορθόν νομίζω θα ομιλήσω.
Με τ΄ άρματ΄ ας μη πέσομε στων Δαναών τα πλοία,
διότ΄ ιδού τι προνοώ· το πουλί τούτο αν ήλθε,
ο υψηλοπέτης αετός, στα δεξιά των Τρώων,
εις την στιγμήν που πρόθυμα τον λάκκον θα περνούσαν,
και δράκοντ΄ είχε ζωντανόν στα νύχια του μεγάλον,
και τον απόλυσεν ευθύς, ώστε στα γονικά του
δεν έφθασε, στα τέκνα του τροφήν να τον προσφέρει·
όμοια κι εμείς, αν σπάσομε τες πύλες και το τείχος
των Αχαιών ορμητικώς, και αυτοί τα οπίσω κάμουν,
στον ίδιον δρόμον άσχημα θα γύρομε απ΄ τα πλοία,
ότι θ΄ αφήσομεν αυτού πολλούς απ΄ τους δικούς μας
οπού θα σφάξουν οι Αχαιοί τα πλοία τους να σώσουν.
Ιδού πώς μάντης ικανός και γνώστης των σημείων
οπού τον σέβονται οι λαοί, το πράγμα θα εξηγούσε».
Μ΄ άγριον βλέμμ΄ απάντησεν ο λοφοσείστης Έκτωρ:
«Δεν μου αρέσει παντελώς ό,τ΄ είπες, Πολυδάμα·
και λόγον τούτου ορθότερον να βγάλει ξεύρει ο νους σου.
Αλλ΄ αν τον λέγεις σοβαρά και μέτωρο δεν είναι,
τότ΄ οι θεοί σ΄ εμώραναν, αφού με συμβουλεύεις
του υψίστου Δία τες βουλές εγώ να λησμονήσω,
που με ρητήν υπόσχεσιν μου εμήνυσεν εκείνος·
και στα πλατύπτερα πουλιά συ θέλεις να υπακούσω·
κι εγώ δεν τα ψηφώ ποσώς, ή στου φωτός τα μέρη
δεξιά πετούν ή αριστερά στου σκότους τον αέρα.
Κι εμείς ας υπακούσομε του Βροντητή Κρονίδη
εις την υπέρτατην βουλήν, που μόνος βασιλεύει
των αθανάτων και θνητών· ένα σημάδι μόνον
είναι καλόν, να προμαχείς για την γλυκιά πατρίδα.
Κι εσύ προς τι τον πόλεμον φοβείσαι και την μάχην;
Διότι αν και όλοι πέσομεν νεκροί μες στα καράβια
εμείς οι άλλοι, να χαθείς εσύ δεν είναι φόβος·
ότ΄ η καρδιά σου είν΄ άνανδρη και φεύγει από τες μάχες·
αλλ΄ αν από τον πόλεμον θ΄ απέχεις ή τολμήσεις
με λόγια από τον πόλεμον ν΄ απομακρύνεις άλλους,
μάθε ότι από την λόγχην μου θα χάσεις την ζωήν σου.»
(Ιλ., Μ 199-280, μετ. Ι. Πολυλάς)