ΜΑΝΤΩ
Η Μαντώ ήταν κόρη του περίφημου μάντη της Θήβας Τειρεσία, αδελφή της Ιστορίδος. Το όνομα της μητέρας τους δεν είναι γνωστό. Παιδιά της από τον Αλκμαίωνα θεωρούνταν ο Αμφίλοχος ο νεότερος και η Τισιφόνη, ο μάντης Μόψος από τον κρητικό Ράκιο ή από τον ίδιο τον θεό της μαντικής Απόλλωνα, και η Παμφυλία. (Εικ. 155)
Η Μαντώ ήταν, όπως μαρτυρεί και το όνομά της, προικισμένη με το χάρισμα της μαντικής τέχνης που είχε και ο πατέρας της. Αρχικά ζούσε στη Θήβα, ιέρεια του Απόλλωνα Ισμηνίου, στο ιερό του οποίου στη Θήβα σωζόταν την εποχή του Παυσανία ο λίθινος δίφρος της Μαντώς, ακριβώς μπροστά από τον ναό (Παυσ. 9.10.3. ). Ήταν συνοδός του τυφλού πατέρα της, ρόλο που τον κράτησε μέχρι τον θάνατο του μάντη στην Αλίαρτο μετά την άλωση της Θήβας από τους Επιγόνους, τους μυθικούς γιους των Επτά επί Θήβας, οι οποίοι δέκα χρόνια μετά την ήττα των πατέρων τους, επιτέθηκαν στη Θήβα για να εκδικηθούν τοn θάνατό τους. Πρόκειται για τους Αιγιαλέα, Θέρσανδρο, Διομήδη, Σθένελο, Πρόμαχο, Ευρύαλο, Αμφίλοχο και Αλκμέωνα. Νίκησαν τους Θηβαίους και λεηλάτησαν την πόλη. Πριν ακόμη οι Αργείοι καταλάβουν την πόλη, είχαν υποσχεθεί στον Απόλλωνα να του αφιερώσουν τα καλύτερα λάφυρα. Η Μαντώ, μαζί με άλλους Θηβαίους αιχμαλώτους, θεωρήθηκε κάτι το ξεχωριστό, γι' αυτό και την οδήγησαν στο ιερό του Απόλλωνα στους Δελφούς, όπου υπηρέτησε ως ιέρεια και μάντισσα. Ο Διόδωρος Σικελιώτης την αναφέρει ως Δάφνη και Σίβυλλα, χαρακτηρίζοντάς την εξαίρετη μάντισσα. Προσθέτει επίσης ότι πολλούς από τους χρησμούς της χρησιμοποίησε στην ποίησή του ο Όμηρος -παρ᾽ ἧς φασι καὶ τὸν ποιητὴν Ὅμηρον πολλὰ τῶν ἐπῶν σφετερισάμενον κοσμῆσαι τὴν ἰδίαν ποίησιν (Διόδ. Σ. 4.66.5-6.).
Οι παραδόσεις θέλουν τη Μαντώ να αναχωρεί για την Κολοφώνα της Μ. Ασίας είτε ύστερα από γάμο είτε οδηγώντας Θηβαίους αιχμαλώτους. Και στις δύο περιπτώσεις στον μύθο της εμπλέκεται και το κρητικό στοιχείο. Πιο συγκεκριμένα οι δύο παραδόσεις αφηγούνται τα εξής:
1. Η Μαντώ πήρε χρησμό να νυμφευτεί τον πρώτο άντρα που θα συναντούσε βγαίνοντας από τον ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς. Αυτός ήταν ο Μυκηναίος ή Κρητικός Ράκιος, τον οποίο και ακολούθησε στην Κολοφώνα.
2. Η Μαντώ πήρε χρησμό να οδηγήσει τους Θηβαίους αιχμαλώτους από τους Δελφούς στα μικρασιατικά παράλια, στην περιοχή της Κολοφώνας. Όταν έφθασαν κοντά στην Κλάρο, τους συνέλαβαν Κρήτες που είχαν ιδρύσει εκεί δική τους αποικία και τους οδήγησαν στον αρχηγό τους, τον Ράκιο. Ο τελευταίος δέχτηκε να εγκαταστήσει στην περιοχή τους εξόριστους Θηβαίους και νυμφεύτηκε τη Μαντώ. Από το γάμο αυτό γεννήθηκε ο μάντης Μόψος, αν και σύμφωνα με άλλους αρχαίους συγγραφείς πατέρας του Μόψου ήταν ο ίδιος ο Απόλλωνας, και η Παμφυλία - για την κόρη αυτή μαρτυρεί ο Στέφανος Βυζάντιος αιτιολογώντας το όνομα της ομώνυμης χώρας στα σύνορα με την Ισαυρία (Εθνικά, λ. Παμφυλία).
Ο μύθος θέλει τη Μαντώ να ιδρύει το περίφημο μαντικό ιερό του Απόλλωνα στην Κλάρο. Λεγόταν μάλιστα ότι η Κλάρος πήρε το όνομά της από το κλάμα της Μαντώς για τη χαμένη της πατρίδα Θήβα ή από τα κλαριά, μια και η έδρα του Απόλλωνα λεγόταν ἀμπελόσεσσα Κλάρος παραπέμποντας έτσι σε δενδρολατρεία. Υπήρχε και κρήνη, για την οποία διηγούνταν ότι είχε δημιουργηθεί από τα δάκρυά της και η οποία έπαιζε σημαντικό ρόλο στη μαντεία. Μια πιο ρεαλιστική αφήγηση θέλει το νερό της κρήνης να σχηματίζεται από σταλακτίτες που έσταζαν, μια και ο χώρος άσκησης της μαντικής ήταν υπόγειος θόλος. Από αυτό όποιος έπινε γινόταν ένθεος και θεσπιωδός, αποκτούσε δηλαδή μαντικές ικανότητες και έδινε έμμετρους χρησμούς· όμως πλήρωνε βαρύ τίμημα, γιατί η ζωή του γινόταν πιο σύντομη (Πλ., Nat. Hist. 2.232, Τάκ., Ann. 54).
Κορινθιακή παραλλαγή του μύθου της, που δημιουργήθηκε στο πλαίσιο της αποικιακής πολιτικής της Κορίνθου, θέλει τη Μαντώ μετά την άλωση της Θήβας να νυμφεύεται τον ηγέτη των Επιγόνων Αλκμαίωνα, από τον οποίο απέκτησε δύο παιδιά, τον Αμφίλοχο (άλλος από τον ομώνυμο ομηρικό ήρωα) και την εξαιρετικής ομορφιάς Τισιφόνη. Ο Αλκμαίων εμπιστεύτηκε την ανατροφή των παιδιών του στο βασιλιά της Κορίνθου Κρέοντα.
Ο Βιργίλιος πάλι θέλει τη Μαντώ να καταφεύγει μετά την άλωση της Θήβας στην Ιταλία. Εκεί απέκτησε από τον ποταμό Τίβερη ένα γιο, τον Άοκνο ή Όκνο (λατιν. Aucnus ή Ocnus), ο οποίος ίδρυσε στην Ιταλία την πόλη Μάντουα, προς τιμή της μητέρας του (Αιν. 198 κ.ε.). Είναι όμως αβέβαιο αν η Μαντώ που έδρασε στην Ιταλία ταυτίζεται με την κόρη του Τειρεσία, αν τελικά πρόκειται για μία ή για δύο διαφορετικές μορφές της μυθολογίας.