ΣΙΒΥΛΛΑ
Αν βέβαια ήταν απλό να ειπή κανείς πως η μανία είναι κάτι κακό, τότε ο προηγούμενος λόγος θα ήταν καλά ειπωμένος· μα εδώ τα μεγαλύτερα καλά μας έρχονται από τη μανία, που μας χαρίζεται σαν ένα θείο δώρο. Γιατί και η προφήτισσα στους Δελφούς και οι ιέρειες στη Δωδώνη, όταν τις έπιασε η μανία, έκαμαν στην Ελλάδα πολλά και καλά και σε ανθρώπους και σε πόλεις, ενώ όταν ήτανε φρόνιμες έκαμαν λίγα ή και τίποτε. Κι αν βέβαια αρχίσωμε να λέμε και για τη Σίβυλλα και για τους άλλους, όσοι με τη μαντική τέχνη προφήτεψαν πολλά σε πολλούς και τους έκαμαν καλό στο μέλλον τους, θα μακραίναμε το λόγο μας λέγοντας πράγματα φανερά στον καθένα. (Πλ., Φαίδρος 244a)
Οὐχ ὁρᾷς .., ὅσην χάριν ἔχει τὰ Σαπφικὰ μέλη, κηλοῦντα καὶ καταθέλγοντα τοὺς ἀκροωμένους; Σίβυλλα δὲ μαινομένῳ στόματι καθ᾽ Ἡράκλειτον ἀγέλαστα καὶ ἀκαλλώπιστα καὶ ἀμύριστα φθεγγομένη χιλίων ἐτῶν ἐξικνεῖται τῇ φωνῇ διὰ τὸν θεόν. (Ηράκλειτος, Fr. 92.1-5)
[Δεν βλέπεις πόσο ευχάριστα είναι τα τραγούδια της Σαπφώς, που γοητεύουν και καταθέλγουν τους ακροατές; Ενώ η Σίβυλλα, με την ένθεη φωνή της, κατά τον Ηράκλειτο, αν και μιλάει αγέλαστα, ακαλλώπιστα και χωρίς αρώματα με τη φωνή της φθάνει χίλια χρόνια μακριά, χάρη στον θεό της. (Μετ. Β.Α. Κύρκος)
Ορισμός, Χαρακτηριστικά
Σίβυλλα ονομαζόταν κάθε γυναίκα με μαντική ικανότητα που, σε κατάσταση έκστασης και κατειλημμένη από θεϊκό πνεύμα, προφήτευε μελλοντικά συμβάντα με τρόπο αυθόρμητο και όχι ύστερα από ερώτηση, όπως για παράδειγμα η Πυθία στους Δελφούς. Σίβυλλα οὐκ ἄνευ θεοῦ προεθέσπισεν, η Σίβυλλα προφήτευσε με τη θέληση του θεού, λέει ο Παυσανίας (7.8.8.6). (Εικ. 181)
Τα αρχαιότερα ελληνικά κείμενα, που δεν φτάνουν πριν τον 6ο αι. π.Χ., κάνουν λόγο για μία και μοναδική Σίβυλλα (Ηράκλ., Fr. 92.3-5, Πλ., Φαίδρος 244a, Θεαγ. 124d9, Αριστοφ., Ειρήνη 1095, 1116, κ.ά.). Ο πρώτος που κάνει λόγο για «Σίβυλλες» στον πληθυντικό αριθμό είναι ο Αριστοτέλης (Πρβλ. 954a36).
Ο πολιτικός και συγγραφέας Μάρκος Τερέντιος Βάρρωνας (116 π.Χ.-27 μ.Χ.) θεώρησε τη λέξη Σίβυλλα σύνθετη και κράμα δωρικών και αιολικών τύπων, από το δωρικό σιός (= θεός) και τον αιολικό τύπο της λέξης βουλή (=θέληση), βόλλα. Σίβυλλα, λοιπόν, είναι εκείνη που αποκαλύπτει τη θέληση του θεού. Η ετυμολογία αυτή, πολύ βολική για το έργο και με το έργο που πρόσφεραν οι Σίβυλλες, επινοήθηκε στο τέλος του ελληνορωμαϊκού κόσμου και διασώζεται μόνο από τον χριστιανό συγγραφέα Λακτάντιο (4ος αι. μ.Χ.) από τη Β. Αφρική (Divinarum Institutionum 6). Νεότερες έρευνες αμφισβητούν την ετυμολογία αυτή.
Οι Σίβυλλες είχαν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά:
1. Γεννιόντουσαν με το προφητικό χάρισμα, και γι' αυτό θεωρούνταν υπάρξεις ανάμεσα στους θεούς και τους ανθρώπους.
2. Ζούσαν πολύ περισσότερο από τους ανθρώπους.
3. Οι Σίβυλλες παρέμεναν παρθένες, αναγκαία προϋπόθεση για την επαφή τους με το θείο.
4. Αντίστοιχα με τον θεό της μαντικής Απόλλωνα που κρατούσε λύρα, αυτές κρατούσαν τη σαμβύκη (είδος τριγωνικής λύρας).
5. Ενίοτε προφήτευαν στη φύση, είτε μέσα σε σπήλαια (Κυμαία Σιβυλλα) είτε πάνω σε μια πέτρα που την κουβαλούσαν μαζί τους (Ηροφίλη).
Σίβυλλα και Σίβυλλες
Οι μετά τον Αριστοτέλη πηγές αναφέρουν τρεις, τέσσερις ή και δέκα Σίβυλλες, συνολικά, δηλαδή, δώδεκα Σίβυλλες σε όλη την αρχαιότητα.
1. Πρώτη Σίβυλλα θεωρούνταν μια νέα με το όνομα αυτό, κόρη του Δάρδανου από την Τροία και της Νησώς, κόρης του Τεύκρου, φημισμένη για τις μαντικές της ικανότητες. Από αυτήν ονομάστηκαν Σίβυλλες όλες οι μάντισσες. Άλλες παραδόσεις θέλουν πρώτη Σίβυλα μια κόρη του Δία και της Λάμιας, κόρης του Ποσειδώνα, που ονομάστηκε Σίβυλλα από τους Λίβυες.
2. Δεύτερη Σίβυλλα ήταν η Ηροφίλη. Γεννήθηκε στη Μαρπησσό της Τρωάδας από μια Νύμφη και ένα βοσκό της Ίδης, τον Θεόδωρο. Δεύτερη ηλικιακά από τις Σίβυλλες προέβλεψε ότι η καταστροφή της Τροίας θα ερχόταν από γυναίκα της Σπάρτης. Επιπλέον, όταν οι μάντεις, κυρίως ο Αίσακος, γιος του Πρίαμου από άλλη γυναίκα, την Αρίσβη, προέβλεψαν ερμηνεύοντας όνειρο της Εκάβης, πως το παιδί που θα γεννιόταν μια ορισμένη μέρα θα προκαλούσε την καταστροφή της Τροίας και ότι όφειλαν να σκοτώσουν μητέρα και παιδί, η Ηροφίλη, ιέρεια του Απόλλωνα, προέτρεψε να σκοτώσουν τον Πάρη που είχε γεννηθεί εκείνη την ημέρα πριν να νυχτώσει. Όμως ο Πρίαμος λυπήθηκε το παιδί του και στη θέση του σκότωσε τον Μούνιππο, που επίσης γεννήθηκε την καθορισμένη και προορισμένη ημέρα, γιο της Κίλλας από τον Θυμοίτη, αδελφό ή κουνιάδο του Πριάμου (Ευφορίων, απ. 55).
Σε ύμνο της Δήλου, που η ίδια συνέθεσε προς τιμή του Απόλλωνα, αποκαλούσε τον εαυτό της νόμιμη γυναίκα του θεού αλλά και κόρη του.
Η Ηροφίλη ταξίδεψε σε πολλά μέρη, την Κλάρο, τη Σάμο, όπου πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της, τη Δήλο, τους Δελφούς, και προφήτευε κάθε φορά πάνω σε μια πέτρα που κουβαλούσε μαζί της. Πέθανε στην Τρωάδα και έδειχναν τον τάφο της στο δάσος του Σμινθίου Απόλλωνα. Όμως η πέτρα πάνω στην οποία προφήτευε βρισκόταν στους Δελφούς. (Ηράκλ., fr. 92· Παυσ. 10.12.1-3) (Εικ. 76)
3. Ἐκ δ᾽ Ἐρυθρῶν Σίβυλλά ἐστιν, ἔνθους καὶ μαντικὴ γυνὴ τῶν ἀρχαίων τις· κατ᾽ Ἀλέξανδρον δὲ ἄλλη ἦν τὸν αὐτὸν τρόπον μαντική, καλουμένη Ἀθηναΐς, ἐκ τῆς αὐτῆς πόλεως (Στρ. 14.1.34.1-4). Αυτή η Ερυθραία Σίβυλλα της Λυδίας, για την οποία μιλά ο Στράβων, ήταν η πιο διάσημη ελληνίδα Σίβυλλα. Κόρη νύμφης και ενός θνητού, του Θεόδωρου, γεννήθηκε σε σπηλιά του όρους Κώρυκος. Αμέσως μόλις γεννήθηκε, μεγάλωσε απότομα και άρχισε να προφητεύει έμμετρα. Οι γονείς της την αφιέρωσαν στον Απόλλωνα παρά τη θέλησή της, ενώ προφήτευσε και το τέλος της από ένα βέλος του θεού της. Έζησε εννέα ανθρώπινες ζωές από εκατόν δέκα χρόνια η καθεμιά.
4. Η Ερυθραία Σίβυλλα συγχέεται ενίοτε με την Κυμαία της Καμπανίας, που έπαιξε σημαντικό ρόλο στους ρωμαϊκούς μύθους. Της αποδίδονται τα ονόματα Δημοφίλη, Αμάλθεια, Ηροφίλη. Προφήτευε μέσα σε σπήλαιο. Ο Απόλλωνας της επέτρεψε να ζήσει τόσα χρόνια όσα οι κόκκοι της άμμου που θα μπορούσε να συγκρατήσει στη χούφτα της, αρκεί να μην επέστρεφε στις Ερυθρές. Πέθανε όταν οι Ερυθραίοι της έστειλαν ένα γράμμα σφραγισμένο με πηλό της πατρίδας τους. Άλλες παραδόσεις θέλουν τη Σίβυλλα αυτή να ζητά από τον θεό της μακροζωΐα, λησμονώντας να ζητήσει και νεότητα. Ο Απόλλωνας της παραχώρησε αυτό το δικαίωμα με αντάλλαγμα την παρθενιά της, εκείνη όμως αρνήθηκε. Έτσι, καθώς γερνούσε και γινόταν όλο και πιο αδύναμη, όλο και πιο μικρόσωμη, έφτασε στο σημείο να μοιάζει με τζιτζίκι κρεμασμένο σε κλουβί όπως τα πουλιά στο ιερό του Κυμαίου Απόλλωνα. Όταν τα παιδιά τη ρωτούσαν τι θα ήθελε, εκείνη απαντούσε: «Θέλω να πεθάνω». (Εικ. 182, 183, 184)
Αυτή η Σιβυλλα πήγε στη Ρώμη επί Ταρκύνιου του Υπερήφανου και έφερε εννέα συλλογές χρησμών, τις οποίες προθυμοποιήθηκε να πουλήσει στον βασιλιά. Εκείνος βρήκε υπερβολική την τιμή και η Σίβυλλα έκαψε την πρώτη τριάδα, στη συνέχεια και μια δεύτερη τριάδα ύστερα από δεύτερη άρνηση του Ταρκύνιου. Τελικά ο Ταρκύνιος αγόρασε την τελευταία τριάδα και την τοποθέτησε στο ιερό του Δία του Καπιτωλίου. Η Σίβυλλα τότε εξαφανίστηκε. Τα σιβυλλικά βιβλία άσκησαν επίδραση στη ρωμαϊκή θρησκεία στη διάρκεια της Δημοκρατίας και μέχρι την εποχή του Αυγούστου (πρώτες δεκαετίες του 1ου μ.Χ. αι.). Τα συμβουλεύονταν κυρίως σε δύσκολες, σε κρίσιμες καταστάσεις. Σε αυτά έβρισκαν θρησκευτικές εντολές (εισαγωγή νέας λατρείας, εξιλαστήριες θυσίες…), προκειμένου να αντιμετωπίσουν την απρόβλεπτη κατάσταση. Ειδικοί φύλαγαν και συμβουλεύονταν τα βιβλία.
Η Σίβυλλα της Κύμης συνόδευσε τον Αινεία στον Κάτω Κόσμο.
5. Η Φυτώ από τη Σάμο
6. Η Σάββη, εβραϊκής καταγωγής, κόρη του Βήρωσου ή Βυρωσσού και της Ερυμάνθης, ήταν Σίβυλλα στη Βαβυλώνα.
Σύμφωνα με τον Λακτάντιο, που όπως είπαμε μεταφέρει πληροφορίες από τον Βάρρωνα, οι Σίβυλλες ήταν δέκα. Η πρώτη ήταν από την Περσία, η δεύτερη από τη Λιβύη, η τρίτη από τους Δελφούς, η τέταρτη των Κιμμερίων στην Ιταλία, η πέμπτη από την Ερυθραία, η έκτη από τη Σάμο, η έβδομη, από την Κύμη της Καμπανίας, ονομαζόταν Αμάλθεια, Ηροφίλη ή Δημοφίλη· η όγδοη ήταν από τη Μαρπησσό της τρωικής επικράτειας στον Ελλήσποντο, η ένατη από τη Φρυγία· η δέκατη από το Τιβούρ (Τίβολι) στην επαρχία Λάτιο, ονομαζόταν Αλμπουνέα, λατρευόταν σαν θεά κοντά στις όχθες του ποταμού Anio< στο Λάτιο και λεγόταν ότι στην κοίτη του βρέθηκε άγαλμά της με βιβλίο στο χέρι. (Εικ. 185, 186, 187) (Divinarum Institutionum 6)
Από την καταγωγή τους φαίνεται ότι οι σχετικές με τις παραδόσεις Σίβυλλες ξεκίνησαν από την Ανατολή. Με την πάροδο του χρόνου, και κάτω από την επίδραση πολιτικοθρησκευτικών παραγόντων και σκοπιμοτήτων, δημιουργήθηκε μια πλούσια συλλογή από σιβυλλικούς χρησμούς, των οποίων η επίδραση έφτασε μέχρι τον Μεσαίωνα αλλά και την Αναγέννηση, κάτι που αποτυπώνεται στις τοιχογραφίες του Μιχαήλ Αγγέλου στην Καπέλα Σιξτίνα στο Βατικανό - ζωγράφισε πέντε Σίβυλλες - (Εικ. 188, 189, 190, 191, 192) και του Ραφαήλ στον ναό της Παναγίας της Ειρήνης στη Ρώμη - ζωγράφισε τέσσερις Σίβυλλες. (Εικ. 193). Κυκλοφόρησαν στη διάρκεια της Αναγέννησης πλήθος συλλογών με Σίβυλλες, των οποίων ο αριθμός, ως συνήθως, ανέρχεται στις δώδεκα. (Εικ. 194, 195, 196, 197, 198, 199, 200, 201, 202, 203, 204, 205, 206, 207, 208, 209, 210, 211, 212, 213, 214, 215, 216, 217, 218, 219, 220, 221, 222, 223, 224, 225, 226, 227, 228, 229, 230, 231, 232, 233, 234, 235, 236, 237, 238, 239, 240, 241, 242, 243, 244, 245, 246, 247, 248, 249, 250, 251, 252, 253, 254, 255, 256, 257, 258, 259, 260, 261, 262, 263, 264, 265, 266, 267, 268, 269, 270, 271, 272)