Εξώφυλλο

Αριάδνη

Μορφές και Θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας

της Δήμητρας Μήττα

ΘΕΟΝΟΗ

    Η Θεονόη είναι κόρη του βασιλιά Πρωτέα της Κάτω Αιγύπτου και της Ψαμάθης, αδελφή του Θεοκλύμενου που διαδέχθηκε τον πατέρα τους στην εξουσία. (Εικ. 78) Η Θεονόη στην Ελένη του Ευριπίδη έχει μαντικές ικανότητες, που προφανώς κληρονόμησε από τον πατέρα της Πρωτέα, συμβουλεύει την Ελένη και βοηθά το ζευγάρι να διαφύγει από την Αίγυπτο. Συγκεκριμένα, όταν ο Τεύκρος έφτασε στην Αίγυπτο, ενδιάμεσος σταθμός πριν καταλήξει στην πατρίδα του Κύπρο μετά την άλωση της Τροίας, έφερε την Ελένη σε απελπισία, καθώς την πληροφόρησε για τον θάνατο της μητέρας της, για το γεγονός ότι η τύχη των αδελφών της αγνοούνταν, για τις κατάρες των Ελλήνων που τη θεωρούσαν υπεύθυνοι για τους τόσους θανάτους, για το γεγονός ότι η τύχη του άνδρα της αγνοούνταν επτά χρόνια μετά την άλωση της Τροίας. Η πληροφορία που της έδωσε η μάντισσα Θεονόη ότι ο άνδρας της ζει αλλά περιπλανιέται, την απέτρεψε από το να εκτελέσει την απόφασή της να θέσει τέρμα στη ζωή της. Τότε ήταν που κατέφτασε ο Μενέλαος ναυαγός με λίγους συντρόφους και με το είδωλο της Ελένης που το τοποθέτησε σε σπηλιά για να το προφυλάξει νομίζοντας ότι είναι η πραγματική Ελένη. Μετά τη συνάντηση και την αναγνώριση του ζεύγους, την αποκάλυψη της αλήθειας και την αφήγηση των παθών τους, Μενέλαος και Ελένη εξασφάλισαν τη σιωπή της Θεονόης, που ως μάντισσα κατάλαβε την πραγματική ταυτότητα του ρακένδυτου ναυαγού, και κατέστρωσαν με τη βοήθειά της σχέδιο απόδρασης από την Αίγυπτο. Η επιτυχημένη φυγή προκάλεσε την οργή του Θεοκλύμενου που θέλησε να σκοτώσει τη Θεονόη. Αλλά οι αδελφοί της Ελένης, οι Διόσκουροι, από ευγνωμοσύνη στη μάντισσα που προφύλαξε και έσωσε την αδελφή τους, την έσωσαν. Μία άλλη παράδοση αναφέρει ότι η Θεονόη ερωτεύθηκε τον Κάνωπο, τον κυβερνήτη στο πλοίο του Μενελάου.

    Η Θεονόη της Αιγύπτου ονομάζεται και Ειδώ.

    Μία άλλη μυθική Θεονόη ήταν κόρη του Θέστορα, επομένως αδελφή του επικού μάντη Κάλχα και της Λευκίππης, εγγονή του θεού της μαντικής Απόλλωνα. Αυτή τη Θεονόη άρπαξαν μια μέρα πειρατές την ώρα που έπαιζε στην παραλία -μια ιστορία που πολύ θυμίζει άλλες αρπαγές κοριτσιών, όπως της Περσεφόνης, σε φυσικά περιβάλλοντα κοντά σε νερά, γλυκά ή της θάλασσας. Οι πειρατές την πούλησαν στον βασιλιά της Καρίας Ίκαρο. Ο πατέρας της Θέστορας ξεκίνησε το ταξίδι της αναζήτησης της κόρης του αλλά ναυάγησε στις ακτές της Καρίας, όπου τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν στον βασιλιά, στο παλάτι του οποίου έγινε σκλάβος. Χρησμός από το μαντείο των Δελφών οδήγησε με τη σειρά της τη Λευκίππη σε ένα ταξίδι αναζήτησης του πατέρα της και της αδελφής της Θεονόης. Ξύρισε τα μαλλιά της, μεταμφιέστηκε σε ιερέα και έφτασε στην Καρία. Συνάντησε την αδελφή της αλλά δεν αναγνωρίστηκαν, μάλιστα η Θεονόη ερωτεύτηκε τη μεταμφιεσμένη σε άνδρα Λευκίππη, η οποία αρνήθηκε ενοχλημένη τις ερωτικές προτάσεις που η Θεονόη έστειλε με δούλους. Προσβεβλημένη η Θεονόη έβαλε να συλλάβουν τη Λευκίππη την έριξε στη φυλακή και έβαλε τον σκλάβο Θέστορα να τη σκοτώσει. Ο θρήνος του πατέρα για την απώλεια των δυο του κοριτσιών, για την κατάντια του και για το γεγονός ότι καλούνταν να γίνει δολοφόνος μέσα στη φυλακή οδήγησε σε αμοιβαία αναγνώριση, την ώρα μάλιστα που ο Θέστορας έστρεφε το ξίφος κατά του εαυτού του. Η Λευκίππη του το άρπαξε, του φανέρωσε ποια είναι και άρχισαν να συνωμοτούν κατά της Θεονόης. Την ώρα του κινδύνου, η Θεονόη επικαλέστηκε το όνομα του πατέρα τους και αυτό οδήγησε σε γενικό αναγνωρισμό. Με δώρα ο Ίκαρος τους έστειλε πίσω στην πατρίδα τους. Τη μυθιστορηματική αυτή αφήγηση διασώζει ο Υγίνος, προφανώς μεταφέροντας την υπόθεση χαμένης τραγωδίας.