ΠΟΛΥΕΙΔΟΣ ή ΠΟΛΥΙΔΟΣ
Καταγωγή
Περίφημος μάντης της Κορίνθου από τη γενιά του Μελάμποδα. Από τον γιο του Μελάμποδα Μάντιο γεννήθηκε ο Κλείτος και από εκείνον ο Κοίρανος, ο πατέρας του Πολύ(ε)ιδου. Είναι, δηλαδή, τρισέγγονος του Μελάμποδα. Από την εγγονή του Αυγεία και κόρη του Φυλέα Ευρυδάμεια απέκτησε δυο γιους, τον Ευχήνορα και τον Κλείτο που πήραν μέρος στην εκστρατεία των Επιγόνων και στον Τρωικό πόλεμο.
Άλλη παράδοση, μεγαρική, αλλάζει λίγο τα δεδομένα. Παραμένει γιος του Κοίρανου και απόγονος του Μελάμποδα, παππούς του όμως είναι ο Άβαντας.
Μαντείες και καθαρμοί
1. Διηγούνταν ότι ο Πολύ(ε)ιδος είχε έρθει στα Μέγαρα, όπου εξάγνισε τον Αλκάθαο από τον φόνο του γιου του Καλλίπολη, τον οποίο είχε διαπράξει σε κατάσταση σύγχυσης και παρερμηνεύοντας τη συμπεριφορά του νέου. Στα Μέγαρα έκτισε και ναό στον Διόνυσο.
2. Προείπε στον γιο του Ευχήνορα ότι μπορούσε να διαλέξει να μείνει στον τόπο τους και να πεθάνει από αρρώστια ή να ακολουθήσει τον Αγαμέμνονα στην Τροία και να πεθάνει εκεί. Ο Ευχήνορας διάλεξε το δεύτερο πεπρωμένο και σκοτώθηκε από τον Πάρη.
3. Στην Κόρινθο η Άρτεμη σκότωσε άθελά της τον Κεγχρέα, γιο της Πειρήνης. Η μάνα, λόγω των δακρύων που έχυσε θρηνώντας τον χαμό του γιου της, μετατράπηκε τελικά σε πηγή κοντά στην οποία υπάρχει ιερός περίβολος του Απόλλωνα με άγαλμά του. Στην πηγή αυτή κατάφερε ο Βελλεροφόντης να πιάσει τον Πήγασο, την ώρα που έπινε νερό, όπως τον είχε συμβουλεύσει ο Πολύειδος.
4. Συμβούλευσε τον γιο του Εύρυτου Ίφιτο να πάει στην Τίρυνθα κοντά στον Ηρακλή. Ο Ίφιτος ήταν ο μόνος από τους γιους του Εύρυτου που είχε πάρει το μέρος του Ηρακλή αλλά τελικά σκοτώθηκε από εκείνον σε στιγμή μανίας.
5. Απάλλαξε τον βασιλιά της Μυσίας Τεύθραντα από την τρέλα του και από ένα είδος λέπρας, με τα οποία τον τιμώρησε η Άρτεμη, γιατί δεν είχε τηρήσει τους κανόνες του κυνηγιού και της ικεσίας.
6. Ανέστησε τον νεαρό Γλαύκο, γιο του Μίνωα. Ο μύθος του Γλαύκου αντανακλά μια λατρευτική παράδοση για τον θάνατο και την αναγέννηση της ζωής αλλά αποτελεί και αναπαράσταση του τρόπου ταφής και της ταρίχευσης σε πιθάρια, διαπιστωμένα κατά τη μινωική εποχή και γνωστά στους λαούς της Μεσογείου.
Ο μικρός Γλαύκος, κυνηγώντας ένα ποντίκι έπεσε σε ένα πιθάρι με μέλι, πνίγηκε και χάθηκε. Μάντεις ή και ο ίδιος ο Απόλλωνας αποκάλυψαν πού ήταν το πτώμα του παιδιού. Οι Κουρήτες του είπαν πως θα μπορούσε να επαναφέρει στη ζωή το παιδί κάποιος που θα περιέγραφε με τον καλύτερο τρόπο το χρώμα μιας αγελάδας που άλλαζε τρεις φορές την ημέρα, πρώτα γινόταν άσπρη, μετά κόκκινη κι ύστερα μαύρη. Ο Μίνωας συγκέντρωσε τους πιο ικανούς για να δοκιμάσουν να περιγράψουν την αγελάδα και μόνο ο μάντης Πολύ(ε)ιδος από το Άργος κατάφερε να το κάνει με τον πιο πετυχημένο τρόπο: παρομοίωσε το χρώμα της αγελάδας με των μούρων, αρχικά λευκό, μετά κόκκινο και στην πλήρη ωρίμανση μαύρο. Ο Μίνωας ζήτησε από τον μάντη να επαναφέρει στη ζωή τον Γλαύκο, αλλιώς δεν θα έφευγε από την Κρήτη. Τον έκλεισε στον χώρο όπου είχε βρεθεί το παιδί. Ένα φίδι που πλησίασε το σώμα του παιδιού φόβισε τον Πολύιδο ότι θα μπορούσε να το φάει ή με κάποιο τρόπο να το βλάψει, και γι' αυτό το σκότωσε. Μετά από λίγο εμφανίστηκε ένα δεύτερο φίδι κουβαλώντας στο στόμα του ένα χόρτο με το οποίο άγγιξε το ταίρι του και αυτό αναστήθηκε. Ο Πολύ(ε)ιδος άρπαξε το φυτό, έτριψε το σώμα του παιδιού και έτσι ο Γλαύκος επανήλθε στη ζωή. (Εικ. 175, 176, 177, 178)
Ο Μίνωας επέτρεψε στον μάντη να φύγει, αφού πρώτα μυούσε τον Γλαύκο στην τέχνη της μαντικής. Ο Πολύ(ε)ιδος δίδαξε ό,τι έπρεπε να διδάξει στον νεαρό μαθητή του όμως τον έκανε να τα ξεχάσει όλα, όταν, μπαίνοντας στο καράβι που θα τον έφερνε μακριά του (στο Άργος ή την Κόρινθο), του ζήτησε να φτύσει μέσα στο στόμα του. Ο μύθος θυμίζει την ιστορία του Απόλλωνα και της Κασσάνδρας.
Λεγόταν ότι το μυστικό του βοτανιού που ανέστησε τον Γλαύκο το διαφύλαξε ο Ασκληπιός και ότι το ίδιο το βοτάνι το φύλαξε στο φαρμακείο που είχε από ελεφαντόδοτο. Αυτό το βοτάνι το χρησιμοποίησε, ύστερα από παράκληση της Άρτεμης, για να αναστήσει τον Ιππόλυτο, τον γιο του Θησέα που ερωτεύτηκε η δεύτερη γυναίκα του από την Κρήτη, η Φαίδρα. Εξαιτίας αυτού του έρωτα ο Ιππόλυτος σκοτώθηκε, ενώ η παρέμβαση του Ασκληπιού προκάλεσε αναστάτωση στον κόσμο των θεών, καθώς διαταρασσόταν η αρχή που ήθελε τους ανθρώπους να γεννιούνται και να πεθαίνουν (Παυσ. 2.27.4).