ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΒΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός 

Το γλωσσικό ζήτημα [Δ2] 

Ρένα Σταυρίδη-Πατρικίου (2001) 

Κείμενο 16: Σταυρίδη-Πατρικίου, Ρ. 1999. Γλώσσα, Εκπαίδευση και Πολιτική, Αθήνα: Ολκός, σελ. 129-133, ©.

Με τη Μεταρρύθμιση του 1917 -οποία ας μην ξεχνάμε ότι περιορίστηκε σε γλωσσικά ζητήματα και ειδικότερα στην εισαγωγή της δημοτικής γλώσσας στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού- σημειώνεται ασφαλώς η πρώτη επιτυχία του δημοτικισμού στο επίπεδο των πολιτικών θεσμών. Ακριβώς, όμως, κατά την περίοδο αυτής της επίτευξης κάποιων σημαντικών στόχων, παρουσιάζονται στο δημοτικιστικό κίνημα οι οξύτερες συγκρούσεις και οι μεγαλύτερες αντιφάσεις. Η εικόνα που διαμορφώνεται είναι η εξής: Οι φιλελεύθερες βενιζελικές δυνάμεις των διανοουμένων μαζί με τους σοσιαλίζοντες Κοινωνιολόγους εκφράζονται μέσα από τον εκπαιδευτικό δημοτικισμό, ένα κίνημα που εξειδικεύεται από τους τότε επικεφαλής του υπουργείου Παιδείας, δηλαδή τον Γληνό, τον Δελμούζο και τον Τριανταφυλλίδη.

Τον ψυχαρισμό, την εμμονή, δηλαδή, σε ένα γλωσσικό σύστημα με την ταυτόχρονη, ωστόσο, απόρριψη της κυβερνητικής πολιτικής την οποία επεξεργάζεται και εκφράζει ο Εκπαιδευτικός Όμιλος, τον υιοθετούν οι ιστορικοί αρχηγοί και μεγάλη μερίδα σοσιαλιστών δημοτικιστών, μ' επικεφαλής τους συνεργάτες του Νουμά Ρήγα Γκόλφη και Κώστα Παρορίτη.

Μια πρώτη ερμηνεία αυτής της σύμπτωσης είναι ότι έμειναν απέξω από την υπόθεση της Εκπαιδευτικής Μεταρρύθμισης και οι μεν και οι δε. Και αν για τους ιστορικούς αρχηγούς η συμμετοχή στην εξουσία εκείνη τη στιγμή είχε σχέση με το κύρος τους, για τους σοσιαλιστές φαίνεται πως είχε σχέση και με το ψωμί τους: Έτσι τουλάχιστον το εξηγεί με τον γνωστό πρόχειρο και πάντα επιθετικό τρόπο ο Γ. Κορδάτος: "Ο Ταγκόπουλος ήθελε κάτι να μασήσει. Ήταν φτωχός και περίμενε πως ο Γληνός που είχε εκείνα τα χρόνια το λύειν και δεσμείν στο Υπουργείο της Παιδείας, θα τον έβανε σε καμιά θέση ή θα του ανάθετε να γράψει τα νέα αναγνωσματάρια".

Όπως κι αν είναι, πρόκειται για μια περίοδο που ο ψυχαρισμός επιτίθεται στον εκπαιδευτικό δημοτικισμό με επιχειρήματα περιεχομένου πολιτικού και όχι γλωσσικού. Αφού γράφει στον Νουμά πως "ο Ψυχάρης στέκεται στο δημοτικισμό, ό,τι ο Μαρξ στο σοσιαλισμό", καταγγέλλεται η "δημοκρατικοποίηση" που επιχειρείται και κατηγορείται η Μεταρρύθμιση ως "αστική" στο όνομα του ψυχαρισμού.

Οι πρωταγωνιστές της Εκπαιδευτικής Μεταρρύθμισης αντιδρούν ήρεμα ωθώντας τελικά τον Ψυχάρη στους περιορισμένους χώρους του ιστορικού συμβόλου: "Η Μεταρρύθμιση στέκει σε αντίληψη μεταψυχαρική" -γράφει ο Δελμούζος- "όπου το επιβάλλει και η επιστήμη και η ζωή- χωρίς βέβαια μ' αυτό να παραγνωρίζει την ιστορική πια προσωπικότητα του Ψυχάρη και την ξεχωριστή σημασία του έργου του".

Έτσι περίπου θα εξελιχθούν και τα πράγματα. Πολύ γρήγορα θα γίνει φανερό πως ο Ψυχάρης δεν μπορεί να έχει καμιά ουσιαστική επικοινωνία ούτε με τη μερίδα των σοσιαλιστών δημοτικιστών ούτε με τη μερίδα των φιλελευθέρων. Και για μεν τους πρώτους καταλαβαίνει εύκολα κανείς πως η σύμπτωση στις απόψεις για μια γλωσσική μορφή, συγκυριακή κατά τα άλλα, δεν μπορεί να γεφυρώσει το ιδεολογικό χάσμα. Αυτό, μάλιστα, είναι κάτι που ισχύει για τον Ψυχάρη από πάντα: μολονότι, δηλαδή, μέχρι το 1914 εξέφραζε ιδέες ριζοσπαστικές, ακόμη και με διεθνιστικές τάσεις, είχε πάντοτε επικριτική στάση απέναντι σε καθετί το γερμανικό και επομένως απέναντι και στον γερμανικό σοσιαλισμό.

Δεν νομίζω, λοιπόν, ότι υπάρχουν περιθώρια σύγχυσης ως προς την αιτία για την οποία όχι απλώς επιδοκιμάστηκε αλλά υιοθετήθηκε ο ψυχαρισμός από τους σοσιαλιστές. Πρόκειται για την υιοθέτηση ενός είδους λόγου που χρησίμευε ως σύμβολο στην αντιπαράθεση ανάμεσα στο εργατικό κίνημα που άρχιζε να αναπτύσσεται και στον αστικό φιλελευθερισμό που βρισκόταν σε δυναμική άνοδο.

Οι σοσιαλιστές δημοτικιστές μετά το 1917 είναι υποχρεωμένοι να διαφοροποιηθούν από την Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση του Βενιζέλου και να απορρίψουν το γλωσσικό της σύμβολο, το οποίο εκείνη τη στιγμή απεικονίζει τον επαναστατικό λόγο των προοδευτικών αστών. Με άλλα λόγια, είναι υποχρεωμένοι να απορρίψουν τη δημοτική του Τριανταφυλλίδη.

Από την άλλη μεριά, αποδεχόμενοι το τυπικό του Ψυχάρη έχουν ένα διπλό όφελος: Οικειοποιούνται το ίδιο το πρόσωπο, σύμβολο τολμηρών αγώνων εναντίον εδραιωμένων ιδεών, θεσμών και ισορροπιών, αλλά κυρίως αποκτούν μια σημαία ταξικού αγώνα, η οποία συνίσταται σ' ένα λόγο που θεωρείται πολύ πιο κοντά στην αυθεντική έκφραση των λαϊκών στρωμάτων. Άλλωστε, τα έντονα λαϊκά στοιχεία που υπάρχουν στη γλώσσα του Ψυχάρη -τα οποία πολλές φορές μετά τη γλωσσολογική επεξεργασία γίνονται δυσαναγνώριστα ή και ιδιωματικά- καθιστούν αυτή τη γλώσσα πολύ πιο ευδιάκριτη στην αντίθεσή της με την καθαρεύουσα απ' ό,τι είναι η αξιοπρεπής δημοτική του Εκπαιδευτικού Ομίλου.

Ο ψυχαρισμός, λοιπόν, αποτελεί για τους σοσιαλιστές δημοτικιστές ένα επιδεικτικό σημείο συσπείρωσης και αναγνώρισης -κάτι σαν την τραγιάσκα- με το οποίο μπορούν εφεξής να βρίσκονται σε ίσες αποστάσεις απέναντι και στους καθαρολόγους και στους "μεταψυχαρικούς" δημοτικιστές. Αποκτούν δηλαδή διακριτικά σημεία, τα οποία ξεχωρίζουν από τα -κατά την άποψή τους- σύμβολα τόσο των συντηρητικών αστικών δυνάμεων όσο και των εκσυγχρονιστικών. Πιστεύω ότι αυτό είναι και το πλαίσιο μέσα στο οποίο πρέπει να αναζητήσει κανείς τους όρους γένεσης των γλωσσικών ιδιωμάτων που επί δεκαετίες χαρακτήριζαν συγκεκριμένες πολιτικοκοινωνικές κατηγορίες προσώπων και ιδεών. Ειδικότερα, νομίζω ότι σ' αυτό το σημείο πρέπει να αναζητήσουμε και την αρχή της διαμόρφωσης του κομμουνιστικού ιδιώματος, ανεξάρτητα από τις μεταγενέστερες, διεθνιστικού χαρακτήρα, προσθήκες ειδικών ξενόγλωσσων κυρίως όρων.

Ως προς την άλλη όψη του φαινομένου, την αδυναμία δηλαδή του Ψυχάρη να κατανοήσει τους "φυσικούς" του συμμάχους, τους φιλελεύθερους διανοούμενους της Εκπαιδευτικής Μεταρρύθμισης, πρέπει να σημειωθεί το εξής: Η ιδεολογική συγγένεια ή και ταύτιση που υπήρχε ανάμεσά τους τουλάχιστον ως το 1914, έκανε δυσεξήγητη την από μέρους του βίαιη απόρριψή τους, για άλλους λόγους εκτός από αυτούς που απορρέουν από τη "γλωσσική προδοσία" και το συμβιβασμό.

Ωστόσο, αν λάβουμε υπόψη ότι η περίοδος της Εκπαιδευτικής Μεταρρύθμισης συμπίπτει με την περίοδο της ιδεολογικής μεταστροφής του Ψυχάρη, πρέπει να δεχτούμε ότι, και σ' αυτήν την περίπτωση, οι κύριοι λόγοι της αποδοκιμασίας και τελικά της ρήξης ήσαν πολιτικοί. Η μεταστροφή του Ψυχάρη σήμαινε τελικά άρνηση της γενικότερης κοινωνικής πρακτικής την οποία ασκούσαν οι πρωταγωνιστές της Εκπαιδευτικής Μεταρρύθμισης είτε ως στελέχη μιας επαναστατικής κυβέρνησης είτε ως αγωνιστές της αντιπολίτευσης. Η πρακτική αυτή, ιδεολογικού περιεχομένου φιλελεύθερου και εκσυγχρονιστικού, στην οποία κάποτε είχε δοθεί με πάθος και ο ίδιος -όπως π.χ. στην υπόθεση Ντρέυφους- δεν ταίριαζε πια με τις νέες του αντιλήψεις.

Έτσι, κατά την περίοδο 1910-1930, την περίοδο δηλαδή της θεσμικής κυριαρχίας του εκπαιδευτικού δημοτικισμού έναντι του ψυχαρισμού, ο Ψυχάρης εδραιώνεται μεν ο ίδιος ως σύμβολο αλλά ταυτόχρονα διακόπτει κάθε ουσιαστική επικοινωνία με όλες τις δυνάμεις που χρησιμοποιούν τη δημοτική ως επαναστατικό λόγο, ανεξάρτητα από το αν οι δυνάμεις αυτές είναι ο "λαός" των φιλελευθέρων ή η εργατική τάξη των σοσιαλιστών και αργότερα των κομμουνιστών.

Η περίοδος αυτή κλείνει σε μια στιγμή μοιραία για όλους: Το 1929 πεθαίνει ο Ψυχάρης χωρίς ποτέ να συγχωρήσει το συμβιβασμό του εκπαιδευτικού δημοτικισμού. Το 1929 διαλύεται ο φορέας του "συμβιβασμού", ο Εκπαιδευτικός Όμιλος. Το 1929, η νέα Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση της κυβέρνησης Βενιζέλου, με υπουργούς Παιδείας τον Κωνσταντίνο Γόντικα και τον Γεώργιο Παπανδρέου, προχωρεί στη συνολικότερη μέχρι τότε θεσμική καθιέρωση της δημοτικής: Εισάγεται η διδασκαλία της στα Γυμνάσια και επιχειρείται για πρώτη φορά η διδασκαλία των αρχαίων από μετάφραση. Ο επαναστατικός λόγος τείνει να γίνει επίσημος λόγος. Τέλος, το 1929 ψηφίζεται από την κυβέρνηση Βενιζέλου το ιδιώνυμο. Η φιλελεύθερη κυβέρνηση θα καταφέρει ένα μεγάλο πλήγμα στον ίδιο της το φιλελευθερισμό, ίσως γιατί, όπως λέει ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου, "έχει έλλειψη πεποιθήσεως επί των ιδίων [της] αρχών και επί των ιδίων [της] πολιτικών δυνάμεων", ίσως και διότι θεωρεί ότι ήρθε η ώρα να οργανώσει μια αποτελεσματική άμυνα απέναντι στο αναπτυσσόμενο εργατικό κίνημα.

Έτσι, από το 1929, η δημοτική ως σύμβολο κοινωνικής ανατροπής και ως έκφραση επαναστατικού λόγου περιορίζεται στην ψυχαρική της εκδοχή και ταυτόχρονα αλλάζει οριστικά χέρια. Με βάση τις ψυχαρικές καταβολές που την έκαναν ευδιάκριτη απέναντι τόσο στην καθαρεύουσα όσο και στη γλώσσα του Εκπαιδευτικού Ομίλου, περνάει από το βενιζελισμό στο κομμουνιστικό κίνημα και με τη σταδιακή προσθήκη των στοιχείων που υπαινίχθηκα παραπάνω, θα αποκτήσει την ιδιομορφία του κομματικού λόγου.

Τελευταία Ενημέρωση: 16 Ιούν 2010, 12:07