ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΒΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός 

Το γλωσσικό ζήτημα [Δ2] 

Ρένα Σταυρίδη-Πατρικίου (2001) 

Κείμενο 9: Σταυρίδη-Πατρικίου, Ρ. 1999. Γλώσσα, Εκπαίδευση και Πολιτική, Αθήνα: Ολκός, σελ. 179-181, 183-185, ©.

Από τη στιγμή που ο δημοτικισμός αρχίζει να αναπτύσσεται ως κίνημα -στις αρχές του αιώνα και κυρίως λόγω της συνάρθρωσής του με την εκπαίδευση-, εξελίσσεται σε κίνημα εκσυγχρονισμού. Διαθέτει δηλαδή, και ως προς τα αιτήματά του και ως προς τους φορείς του, όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που παραπέμπουν σ' αυτό που γινόταν τότε, αλλά που γίνεται και σήμερα, αντιληπτό ως εκσυγχρονισμός: κοινωνική κινητικότητα, χειραφετήσεις από αρχαϊκά πρότυπα ζωής, επιστημονισμός, λαϊκοφροσύνη με την έννοια της αποσύνδεσης όχι μόνο της εκκλησίας από το κράτος αλλά και της θρησκευτικότητας από τη θετική σκέψη, διαφοροποιήσεις στο πεδίο της εργασίας, εθνικό κράτος, κτλ. Οι εκσυγχρονιστικές πιέσεις όμως, όπως ξέρουμε, έρχονται από τις δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες, όπου γεννήθηκαν και εξελίχθηκαν οι παραπάνω αλλαγές. Ο εκσυγχρονισμός γίνεται, έτσι, συνώνυμο του εξευρωπαϊσμού. Τούτο, ακριβώς, είναι και ένα από τα κυριότερα στοιχεία που εντοπίζουμε στην πορεία του δημοτικισμού. Γνωρίζοντας, βέβαια, πως δεν πρόκειται για διαδικασία που προγραμματίζεται ή ελέγχεται εκ των προτέρων, πρέπει ωστόσο να δεχτούμε πως και η προσήλωση του δημοτικισμού στα εθνικά προβλήματα του νέου ελληνισμού και η αγωνία του για την κοινωνική αρρυθμία του ελληνικού κράτους είναι αντιλήψεις που προέρχονται κατευθείαν από το εκσυγχρονιστικό ιδεολογικό συγκρότημα. Εξάλλου, οι ιστορικοί αρχηγοί του κινήματος συλλαμβάνουν ιδέες και προτείνουν μεθόδους με μέσα και νοητικά εργαλεία που έχουν αποκτήσει στην Ευρώπη. Αυτό ισχύει και για την πρώτη τριανδρία, Ψυχάρη/Πάλλη/Εφταλιώτη, που ζουν στη Δυτική Ευρώπη, και για τη δεύτερη, Γληνό/Δελμούζο/Τριανταφυλλίδη, που έχουν σπουδάσει σε ευρωπαϊκές χώρες.

Έτσι, όταν οι σκόρπιες φωνές των δημοτικιστών μεταβάλλονται σε κίνημα, το κίνημα αυτό αντιμετωπίζεται σαν μια απειλή απέναντι σ' έναν τρόπο ζωής που, όπως είπα ήδη, καθορίζεται από αμετάβλητους κώδικες κοινωνικών και θρησκευτικών αξιών. Ο εκσυγχρονιστικός χαρακτήρας του προκαλεί αντιδράσεις: και εξωτερικές (κοινωνικό σώμα, θεσμοί), ερμηνεύσιμες ως αντιστάσεις μιας ασθενέστερης κοινωνίας απέναντι σε λογιών λογιών ηγεμονισμούς, αλλά και εσωτερικές, μέσα στο κίνημα. Και τούτο διότι η δημοτική μπορεί εκείνη την περίοδο να αποτελεί το όργανο μιας εκσυγχρονιστικής ιδεολογίας και πρακτικής, δεν παύει όμως να είναι και το όχημα πάνω στο οποίο ταξιδεύουν συστήματα ιδεών που συνοδεύουν εν γένει το πρόβλημα της γλώσσας, αρχαΐζουσας, καθαρεύουσας ή δημοτικής, από τον καιρό των προεπαναστατικών διενέξεων, δηλαδή πριν από την ίδρυση του ελληνικού κράτους. Έχουμε με άλλα λόγια μια σειρά ιδεολογικών σχημάτων που επικάθηνται στην έννοια της γλώσσας, το ένα πάνω στο άλλο, έτσι που η τομή τους να δίνει την εικόνα μιας γεωλογικής διαστρωμάτωσης.

Επομένως γλώσσα του δημοτικισμού -ψυχαρική, του Εκπαιδευτικού Ομίλου, ή άλλη- μεταφέρει εν πάση περιπτώσει δύο παλαιότερα προκρίματα, και σ' αυτά προστίθενται κάποια νέα: (α) Η γλώσσα, απόδειξη εθνικής ενότητας- στοιχείο σημαντικό ιδίως σε πολυεθνικούς, οικουμενικούς ή αυτοκρατορικούς σχηματισμούς. (β) Η γλώσσα, απόδειξη εθνικής συνέχειας -στοιχείο σημαντικό όταν ο σχηματισμός μετατρέπεται σε εθνικό κράτος.

Εκτός από αυτά τα δύο, η δημοτική επιβαρύνεται με τα εξής: η δημοτική είναι η γλώσσα του λαού, της λαϊκής εκπροσώπησης, της λαϊκής παιδείας` με έναν λόγο, είναι η γλώσσα του αστικού φιλελευθερισμού. Άλλο: η δημοτική είναι η γλώσσα της εργατικής τάξης, το πνευματικό όπλο για την κοινωνική πάλη και για το μετασχηματισμό της κοινωνίας` κοντολογίς, είναι η γλώσσα του σοσιαλισμού. Τρίτον: η δημοτική είναι ο μείζων συνδετικός κρίκος ανάμεσα στην αρχαία και τη νεοελληνική παράδοση, η επιβεβαίωση της συναρμογής των δύο πολιτισμών, το βυζαντινό γεφύρωμα` εν ολίγοις, είναι η κατεξοχήν απόδειξη της αδιάλειπτης συνέχειας του ελληνισμού.

Κατά τη δεύτερη περίοδο της βενιζελικής διακυβέρνησης (1928-1932), αρχίζει να εμφανίζεται το έσχατο ιδεολογικό φορτίο που επιβαρύνει τη δημοτική. Πρόκειται για το γλωσσικό ιδίωμα που καλλιεργείται από τους φορείς οι οποίοι εκπροσωπούν τις παραπάνω δυνάμεις στο οργανωμένο πολιτικό επίπεδο, και ειδικότερα από το Κ.Κ.Ε. Οι δυνάμεις αυτές υιοθετούν το ανατρεπτικό σύμβολο, αλλά φροντίζουν να το τροποποιήσουν. Η συγκεκριμένη δημοτική πρέπει να ηχεί διαφορετικά, ώστε να μη συγχέεται με τη "βενιζελική" δημοτική των φιλελεύθερων αστών. Η νέα αυτή μορφή γλώσσας αποτελεί ένα επιδεικτικό σημείο συσπείρωσης και αναγνώρισης με το οποίο οι δυνάμεις αυτές μπορούν εφεξής να βρίσκονται σε ίσες αποστάσεις απέναντι στους καθαρολόγους και στους δημοτικιστές των εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων. Αποκτούν δηλαδή διακριτικά σημεία, τα οποία ξεχωρίζουν από τα -κατά την άποψή τους- σύμβολα τόσο των συντηρητικών αστικών δυνάμεων όσο και των εκσυγχρονιστικών. Το σχήμα αυτό θα λειτουργήσει για αρκετές δεκαετίες με έντονο το συμβολισμό της κοινωνικοπολιτικής αντιπαράθεσης.

Οι πρόσφατες μεταρρυθμίσεις (απάλειψη της γλωσσικής διάταξης από το Σύνταγμα του 1974, θεσμοθέτηση της διδασκαλίας της δημοτικής σε όλες τις βαθμίδες, καθιέρωση του μονοτονικού συστήματος, κ.ο.κ) θέτουν τέρμα στην ανατρεπτική διάσταση του συμβόλου. Οι γενικότερες συγκυρίες αλλάζουν και η διαλεκτική σχέση εθνικού-κοινωνικού μεταστρέφεται. Ο κοινωνικοπολιτικός συμβολισμός της γλώσσας υποχωρεί. Και η γλώσσα ως όχημα, με το ποικίλο, όπως είδαμε, φορτίο που μεταφέρει, έρχεται να εξυπηρετήσει τώρα την αντιμετώπιση μιας άλλης κρίσης, όχι καινούργιας, η οποία έχει σχέση με τα συνειδησιακά δεδομένα που ανέφερα στην αρχή.

Όπως και μετά τους Βαλκανικούς πολέμους και τη δημιουργία νέων συνθηκών εθνικής ζωής, έτσι και τώρα υπάρχει ένα ζήτημα επαναπροσδιορισμού της συνομιλίας της Ελλάδας με την Ευρώπη. Το αρχετυπικό δίλημμα Ανατολή/ Δύση οδηγούσε τότε, αλλά εν πολλοίς οδηγεί και σήμερα, στην αναζήτηση μιας εθνικής ιδιαιτερότητας, που θα κάλυπτε την όποια αδυναμία της ελληνικής πλευράς και θα εξασφάλιζε την ισότιμη επικοινωνία με το ηγεμονικό δυτικό περιβάλλον. Έτσι, η επικοινωνία αυτή γινόταν μέσα από ένα λόγο ο οποίος δήλωνε μόνιμα πως το εθνικό υποκείμενο είναι κάποιο άλλο: είτε η Αρχαία Ελλάδα είτε η Βυζαντινή Αυτοκρατορία.

Ο ρόλος της γλώσσας στη διολίσθηση προς την παγίδα αυτή είναι μεγάλος: οι σημερινοί κυρίαρχοι ευρωπαϊκοί πολιτισμοί έχουν αφομοιώσει, έχουν κάνει δικά τους συστατικά στοιχεία, και τον αρχαιοελληνικό και τον βυζαντινό πολιτισμό` και ενδιαφέρονται γι' αυτούς ακριβώς επειδή οι πολιτισμοί τούτοι αποτελούν ουσιώδεις συντελεστές του ευρωπαϊκού πολιτισμού, και όχι επειδή έχουν συντηρηθεί και επιβιώνουν μέσα στον νεοελληνικό πολιτισμό. Το γλωσσικό όργανο που συνιστά την απόδειξη της σύνδεσης του νέου ελληνισμού με τον αρχαίο δημιουργεί την εντύπωση μιας ισοτιμίας μέσω γλώσσας και μπορεί να ξεγελάσει και να οδηγήσει σε σύγχυση ως προς την πολιτιστική παραγωγή που εξάγεται και τίθεται σε κυκλοφορία: αυτό που εξάγεται και ανταλλάσσεται είναι το πολιτιστικό προϊόν και όχι η γλώσσα. Η γλώσσα είναι όχημα που ταξιδεύει χιλιοφορτωμένο από πραγματικότητες αλλά και από φαντασιώσεις και ιδεολογήματα.

Θα ήθελα, τελειώνοντας, να θυμίσω μια περιπέτεια της γλώσσας ως φορέα ιδεών. Το 1714, στη Συνθήκη του Ράστατ, ένα είδος παραρτήματος της Συνθήκης της Ουτρέχτης, καθιερώθηκε επίσημα ως γλώσσα της διπλωματίας η γαλλική. Η καθιέρωση αυτή ήταν βέβαια αποτέλεσμα της μεγάλης ισχύος και του ηγεμονισμού της Γαλλίας και του Λουδοβίκου του ΙΔ΄. Οι αυλές της Ευρώπης και των Βαλκανίων άρχισαν εσπευσμένα να μαθαίνουν γαλλικά. Μέσα στα επόμενα χρόνια η αναγκαστική γαλλομάθεια θα φέρει έναν ολόκληρο κόσμο σε επαφή με κάποιες νέες ιδέες. Ένας γλωσσικός καταναγκασμός θα βοηθήσει τελικά να διαδοθούν οι αρχές της Γαλλικής Επανάστασης. Από όργανο επιβολής, η γλώσσα θα γίνει αγωγός των ιδεών της ελευθερίας, της ισότητας και της ετερότητας…

Τελευταία Ενημέρωση: 16 Ιούν 2010, 12:07