ΒΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
- Κείμενο 1: Baker, C. Υπό έκδοση. Εισαγωγή στη διγλωσσία και τη δίγλωσση εκπαίδευση, Επιμέλεια Μ. Δαμανάκης, μετάφραση Α. Αλεξανδροπούλου.
- Κείμενο 2: Τάμης, Α. Μ. Η ελληνική εθνόλεκτος στην Αυστραλία.
- Κείμενο 3: Baker, C. Υπό έκδοση. Εισαγωγή στη διγλωσσία και τη δίγλωσση εκπαίδευση. Κεφ. 3. Επιμέλεια Μ. Δαμανάκης, μετάφραση Α. Αλεξανδροπούλου. Αθήνα: Gutenberg.
- Κείμενο 4: Δαμανάκης, Μ., επιμ. 1996. Η Εκπαίδευση των Ελληνοπαίδων στο Βέλγιο και στη Γαλλία. Αθήνα: Gutenberg, σελ. 109-137.
- Κείμενο 5: Baker, C. Υπό έκδοση. Εισαγωγή στη διγλωσσία και στη δίγλωσση εκπαίδευση. Επιμ. Μ. Δαμανάκης. Μτφρ. Α. Αλεξανδροπούλου.
- Κείμενο 6: Baker, C. Υπό έκδοση. Εισαγωγή στη διγλωσσία και στη δίγλωσση εκπαίδευση. Επιμ. Μ. Δαμανάκης. Μτφρ. Α. Αλεξανδροπούλου.
- Κείμενο 7: Genesse, F., επιμ. 1997. Educating Second Language Children. The Whole Child, the Whole curriculum, the Whole Community. 5η έκδ. Κέμπριτζ: Cambridge university Press, σελ. 1-11.
- Κείμενο 8: Νόμος υπ' αριθ. 2413: Η ελληνική παιδεία στο εξωτερικό, η διαπολιτισμική εκπαίδευση και άλλες διατάξεις. ΦΕΚ 124/17-6-1996, τεύχος πρώτο.
- ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός
Γλώσσα και μετανάστευση [Β6]
Μιχάλης Δαμανάκης (2001)
Κείμενο 3: Baker, C. Υπό έκδοση. Εισαγωγή στη διγλωσσία και τη δίγλωσση εκπαίδευση. Κεφ. 3. Επιμέλεια Μ. Δαμανάκης, μετάφραση Α. Αλεξανδροπούλου. Αθήνα: Gutenberg.
ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΗ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ
Κανένας ανθόκηπος δεν είναι σταθερός και αμετάβλητος. Με την αλλαγή των εποχών και του καιρού έρχεται η ανάπτυξη και ο θάνατος, η ανθοφορία και η φυλλορροή. Σε παρόμοια κατάσταση συνεχούς αλλαγής βρίσκονται και οι μειονοτικές γλωσσικές κοινότητες. Αυτή η γλωσσική μετακίνηση μπορεί να είναι γρήγορη ή αργή, ανοδική ή καθοδική, αλλά εξίσου πιθανή με την ανάπτυξη του κήπου.
Γενικά, η γλωσσική μετακίνηση, όπως εμφανίζεται στη σχετική βιβλιογραφία, αναφέρεται στην καθοδική κίνηση της γλώσσας. Σημειώνεται, με άλλα λόγια, μείωση στον αριθμό των ομιλητών αυτής της γλώσσας, μείωση στη χρωματική διείσδυση [saturation] των ομιλητών της γλώσσας στον πληθυσμό, απώλεια της γλωσσικής ικανότητας ή μειωμένη χρήση αυτής της γλώσσας σε διαφορετικούς χώρους. Τα τελευταία στάδια της γλωσσικής μετακίνησης καλούνται γλωσσικός θάνατος. Η γλωσσική διατήρηση αναφέρεται συνήθως στη σχετική σταθερότητα της γλώσσας ως προς τον αριθμό και την κατανομή των ομιλητών, στην επαρκή χρήση της από παιδιά και ενήλικες και στη διασφάλιση της χρήσης της σε συγκεκριμένους χώρους (π.χ. σπίτι, σχολείο, θρησκεία). Η γλωσσική εξάπλωση αφορά στην αριθμητική, γεωγραφική ή λειτουργική αύξηση της γλώσσας στους χρήστες της, στα δίκτυα και στις χρήσεις […].
Παρ' όλα αυτά, ο τρόπος χρήσης αυτών των όρων κρύβει έναν κίνδυνο. Καταρχήν, οι όροι αυτοί είναι αόριστοι και μπορεί να αναφέρονται στο αριθμητικό μέγεθος της γλωσσικής μειονότητας, στη διείσδυσή τους [saturation] σε μια περιοχή, στην ικανότητά τους στη γλώσσα ή στη χρήση της γλώσσας σε διαφορετικούς χώρους. Κατά δεύτερο λόγο, πρόκειται κυρίως για έννοιες της κοινωνιογλωσσολογίας. Οι γλωσσολόγοι χρησιμοποιούν αυτούς τους όρους με τον δικό τους τρόπο (π.χ. για να αναφερθούν σε αλλαγές στη γραμματική και το λεξιλόγιο με το πέρασμα του χρόνου […]). Τέλος, οι γλώσσες ούτε χάνουν ούτε αποκτούν ομιλητές. Αντίθετα, οι ομιλητές είναι εκείνοι που αποκτούν ή χάνουν γλώσσες.
Ποικίλοι παράγοντες προκαλούν τη γλωσσική μετακίνηση. Για παράδειγμα, η εξωτερική μετανάστευση από μια περιοχή ίσως να είναι ζωτική για την εξασφάλιση εργασίας, υψηλότερου μισθού ή προαγωγής. Η εσωτερική μετανάστευση μπορεί να έχει γίνει με εξαναγκασμό (π.χ. η αιχμαλώτιση σκλάβων) ή να οφείλεται στην ελεύθερη βούληση (π.χ. επισκέπτες εργάτες). Μερικές φορές έχουμε επίσης αναγκαστική ή εθελοντική κίνηση των μειονοτικών γλωσσικών ομάδων μέσα σ' έναν ορισμένο γεωγραφικό χώρο. Μέσα σε μια χώρα, η διγλωσσική μετακίνηση μπορεί να προκληθεί και από τον γάμο. Παραδείγματος χάρη, αν ένα δίγλωσσο άτομο προερχόμενο από μια μειονοτική γλωσσική κοινότητα παντρευτεί ένα μονόγλωσσο άτομο που ανήκει στη γλωσσική πλειονότητα, το αποτέλεσμα μπορεί να είναι μονόγλωσσα παιδιά που μιλούν την πλειονοτική γλώσσα. Η αύξηση της βιομηχανοποίησης και αστικοποίησης στον εικοστό αιώνα οδήγησε στην αυξανόμενη κίνηση του εργατικού δυναμικού. Με την ανάπτυξη της μαζικής επικοινωνίας, της πληροφορικής, του τουρισμού, των οδικών , θαλάσσιων και αεροπορικών δικτύων, φαίνεται πως οι μειονοτικές γλώσσες απειλούνται περισσότερο. Η δίγλωσση εκπαίδευση, ή η απουσία της, αποτελεί έναν ακόμη παράγοντα στην παλιρροιακή κίνηση των μειονοτικών και πλειονοτικών γλωσσών.
Οι Conklin & Lourie μας δίνουν ένα σχετικά περιεκτικό κατάλογο των παραγόντων που μπορεί να προκαλέσουνγλωσσική διατήρηση και μετακίνηση […], ο οποίος ουσιαστικά αναφέρεται περισσότερο στους μετοίκους παρά στις αυτόχθονες μειονότητες. Πολλοί, όμως, από τους παράγοντες είναι κοινοί και για τις δύο ομάδες. Από τον κατάλογο λείπει η παράμετρος της ισχύος (αν, λόγου χάρη, κάποιος έχει κατώτερο κύρος: π.χ. οι Πορτορικανοί στη Νέα Υόρκη […]).
ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΕΝΘΑΡΡΥΝΟΥΝ ΤΗ ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ | ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΕΝΘΑΡΡΥ-ΝΟΥΝ ΤΗ ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΑΠΩΛΕΙΑ |
---|---|
Α. Πολιτικοί, κοινωνικοί και δημογραφικοί παράγοντες | |
1.Μεγάλος αριθμός ομιλητών που ζουν πολύ κοντά | Μικρός αριθμός διασκορπισμένων ομιλητών |
2.Πρόσφατη ή και/ συνεχής εσωτερική μετανάστευση | Μακρόχρονη και σταθερή διαμονή |
3. Κοντινή απόσταση από την πατρίδα και ευκολία ταξιδιού προς αυτή | Απομακρυσμένη ή δυσπρόσιτη πατρίδα |
4. Επιθυμία επιστροφής στην πατρίδα και επιστροφή πολλών | Χαμηλό ποσοστό επιστροφής στην πατρίδα ή/και μικρή πρόθεση επιστροφής ή/και ανέφικτη επιστροφή |
5. Ακέραιη μητρική γλώσσα της κοινότητας | Φθίνουσα ανθεκτικότητα της μητρικής γλώσσας της κοινότητας |
6. Σταθερό επάγγελμα | Επαγγελματική μετακίνηση, ιδιαίτερα από τις αγροτικές στις αστικές περιοχές |
7. Εργασία όπου μιλιέται καθημερινά η μητρική γλώσσα | Εργασία που απαιτεί τη χρήση της πλειονοτικής γλώσσας |
8. Χαμηλή κοινωνική και οικονομική κινητικότητα στα βασικά επαγγέλματα | Υψηλή κοινωνική και οικονομική κινητικότητα στα βασικά επαγγέλματα |
9. Χαμηλό μορφωτικό επίπεδο ανεπαρκές να περιορίσει την κοινωνική και οικονομική κινητικότητα, αλλά μορφωμένοι και εύγλωττοι ηγέτες πιστοί στη γλωσσική τους κοινότητα | Υψηλό μορφωτικό επίπεδο που προκαλεί κοινωνική και οικονομική κινητικότητα. Ενδεχόμενοι ηγέτες αποξενώνονται από τη γλωσσική τους κοινότητα εξαιτίας της μόρφωσής τους |
10. Εθνική ταυτότητα ομάδας αντί για ταύτιση με την πλειοψηφική γλωσσική κοινότητα μέσω του τοπικισμού, του ρατσισμού και των εθνικών διακρίσεων | Άρνηση εθνικής ταυτότητας με σκοπό την επίτευξη κοινωνικής και επαγγελματικής κινητικότητας, που προκλήθηκε δια της βίας από τον τοπικισμό, τον ρατσισμό και τις εθνικές διακρίσεις |
Β. Πολιτιστικοί παράγοντες | |
1. Θεσμικά ιδρύματα που χρησιμοποιούν τη μητρική γλώσσα (π.χ. σχολεία, κοινοτικές οργανώσεις, μέσα μαζικής ενημέρωσης, δραστηριότητες ελεύθερου χρόνου) | Έλλειψη θεσμικών ιδρυμάτων που χρησιμοποιούν τη μητρική γλώσσα |
2. Πολιτιστικές και θρησκευτικές τελετές στη μητρική γλώσσα | Πολιτιστική και θρησκευτική δραστηριότητα στην πλειονοτική γλώσσα |
3. Εθνική ταυτότητα στενά συνδεδεμένη με τη μητρική γλώσσα | Εθνική ταυτότητα καθορισμένη από παράγοντες εκτός της γλώσσας |
4. Εθνικιστικές φιλοδοξίες ως γλωσσική ομάδα | Ελάχιστες εθνικιστικές φιλοδοξίες |
5. Η μητρική γλώσσα μοναδική εθνική γλώσσα της πατρίδας | Η μητρική γλώσσα δεν είναι η μοναδική εθνική γλώσσα της πατρίδας ή εκτείνεται και σε άλλα έθνη |
6. Συναισθηματικός δεσμός με τη μητρική γλώσσα που προσδίδει ατομική ταυτότητα και αγάπη για το έθνος | Ατομική ταυτότητα που προέρχεται από άλλους παράγοντες εκτός της κοινής μητρικής γλώσσας |
7. Έμφαση στους οικογενειακούς δεσμούς και στη συνοχή της κοινότητας | Χαμηλή έμφαση στους δεσμούς μέσα στην οικογένεια και στην κοινότητα |
8. Έμφαση στην εκπαίδευση σε σχολεία που χρησιμοποιούν τη μητρική γλώσσα. Σκοπός η ενίσχυση της εθνικής συνείδησης | Έμφαση στην εκπαίδευση στη μητρική γλώσσα |
9. Χαμηλή έμφαση στην εκπαίδευση, αν διεξάγεται στην πλειονοτική γλώσσα | Αποδοχή της εκπαίδευσης στην πλειονοτική γλώσσα |
10. Πολιτισμός διαφορετικός από αυτόν της πλειονοτικής γλώσσας | Πολιτισμός και θρησκεία όμοιος με εκείνον της πλειονοτικής γλώσσας |
Γ. Γλωσσικοί παράγοντες | |
1. Καθιερωμένη μητρική γλώσσα που υπάρχει και σε γραπτή μορφή | Μη καθιερωμένη ή και/ μη γραπτή μητρική γλώσσα |
2. Χρήση αλφαβήτου που διευκολύνει την εκτύπωση, τη γραφή και την ανάγνωση | Χρήση γραπτού συστήματος δαπανηρού στην αναπαραγωγή και δύσκολου στην εκμάθηση |
3. Διεθνές κύρος της μητρικής γλώσσας | Μητρική γλώσσα με ελάχιστη ή καμία διεθνή σπουδαιότητα |
4. Γραφή και ανάγνωση στη μητρική γλώσσα, που χρησιμοποιείται στην κοινότητα και στην πατρίδα | Έλλειψη ικανότητας γραφής και ανάγνωσης στη μητρική γλώσσα |
5. Ευελιξία στην ανάπτυξη της μητρικής γλώσσας (π.χ. περιορισμένη χρήση νέων όρων από την πλειονοτική γλώσσα) | Καμία ανοχή των νέων όρων από την πλειονοτική γλώσσα ή υπερβολική ανοχή γλωσσικών δανείων που οδηγούν στην ανάμειξη και εν τέλει στη γλωσσική απώλεια |
Εδώ κλείνει η αρχική εξέταση των παραγόντων της γλωσσικής μετακίνησης. Δείξαμε ότι αυτή η μετακίνηση σχετίζεται ιδιαίτερα με την οικονομική και κοινωνική αλλαγή, με την πολιτική και την ισχύ, με την ύπαρξη τοπικών κοινωνικών δικτύων επικοινωνίας ανάμεσα στους ομιλητές της μειονοτικής γλώσσας και στη νομοθετική και θεσμική υποστήριξη που παρέχεται για τη διατήρηση μιας μειονοτικής γλώσσας. Ενώ αυτοί οι παράγοντες βοηθούν να ξεκαθαρίσουμε τι επηρεάζει τη γλωσσική μετακίνηση, η σχετική σημασία τους είναι αμφισβητούμενη και ασαφής. Υπάρχουν διάφορα επίπεδα αιτίων της γλωσσικής μετακίνησης, όπως το πολιτικό, το οικονομικό, το ψυχολογικό (π.χ. σε ατομικό ή οικογενειακό επίπεδο) και το κοινωνιογλωσσικό. Ένας κατάλογος της αντίστοιχης σημασίας αυτών των παραγόντων είναι υπεραπλουστευτικός, διότι οι παράγοντες αλληλεπιδρούν και αναμειγνύονται σε μια πολύπλοκη εξίσωση. Δεν τοποθετεί κατά σειρά προτεραιότητας τους περισσότερο ή λιγότερο σημαντικούς παράγοντες, ούτε αποκαλύπτει τις διαδικασίες και τους μηχανισμούς της γλωσσικής μετακίνησης.
Είναι δύσκολο να προβλέψει κάποιος ποιες μειονοτικές γλώσσες βρίσκονται σε μεγαλύτερο ή μικρότερο κίνδυνο εξασθένησης και ποιες γλώσσες υπάρχει μεγαλύτερη ή μικρότερη πιθανότητα να επιβιώσουν. Ένα συχνό, αν το γενικεύσουνε, σενάριο για τους εσωτερικούς μετανάστες μας δίνουν οι Garcia & Diaz […]:
Οι περισσότερες ομάδες μεταναστών στις Η.Π.Α. βίωσαν μια γλωσσική μετακίνηση προς τα αγγλικά ως συνέπεια της αφομοίωσής τους στην αμερικανική ζωή. Η πρώτη γενιά μεταναστών διατηρεί τη μητρική ή πρώτη γλώσσα της, ενώ μαθαίνουν αγγλικά. Η δεύτερη γενιά, προσηλωμένη στην αφομοίωση της από τη μεγαλύτερη αγγλόφωνη κοινότητα, αρχίζει να μετακινείται προς τα αγγλικά χρησιμοποιώντας τη μητρική γλώσσα με τους ομιλητές της πρώτης γενιάς (γονείς, παππούδες, άλλους) και τα αγγλικά σε πιο επίσημες περιστάσεις. Σιγά σιγά, τα αγγλικά χρησιμοποιούνται σε περιβάλλοντα για τα οποία άλλοτε κρατούσαν τη μητρική. Όταν τα αγγλικά καταπατούν τους χώρους της πρώτης γλώσσας, αρχίζει η αποσταθεροποίηση της τελευταίας.
Τελικά, οι ομιλητές της τρίτης γενιάς διακόπτουν εντελώς τη χρήση της μητρικής γλώσσας. Η μετακίνηση ολοκληρώνεται, όταν στο μεγαλύτερο μέρος της η τρίτη γενιά αποτελείται από μονόγλωσσους αγγλόφωνους […].
Ωστόσο, το σχέδιο της "μετακίνησης τριών γενεών" δεν είναι το μόνο πιθανό. Η Paulston […] αναφέρει ότι Έλληνες στο Pittsburgh πέρασαν από μια μετακίνηση τεσσάρων γενεών και αποδίδει αυτή την αργοπορία στη χρήση της καθιερωμένης, περίβλεπτης γραπτής γλώσσας, στην πρόσβαση που είχαν σε ένα ίδρυμα που δίδασκε ελληνική γλώσσα και λογοτεχνία (π.χ. οι ελληνικές εκκλησίες στο Pittsburgh) και στους γάμους όπου ο ένας εκ των δύο συντρόφων ήταν μονόγλωσσος ομιλητής των ελληνικών από την Ελλάδα. Αντίθετα, η μετακίνηση τριών γενεών στους Ιταλούς του Pittsburgh αποδίδεται στο ότι μιλούν μια μη καθιερωμένη, προφορική διάλεκτο της ιταλικής χωρίς κανένα κύρος και χωρίς καμία υποστήριξη από θρησκευτικά ιδρύματα, αφού μοιράζονταν τις αγγλόφωνες λειτουργίες της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας με Ιρλανδούς, για παράδειγμα, ιερείς, μοναχές και λαϊκούς […].
Μεταξύ των παντζάμπι, των ιταλικών, των κελτικών και των ουαλικών κοινοτήτων της Βρετανίας, συμβαίνει συχνά να υπάρχουν άτομα "τέταρτης γενιάς" που επιθυμούν ενίοτε να αναβιώσουν τη γλώσσα της εθνικής τους προέλευσης. Για ορισμένους, η απορρόφηση από την πλειονοτική γλώσσα και κουλτούρα δεν παρέχει αυτοεκπλήρωση. Αντιθέτως, αυτοί οι αναβιωτές οπαδοί της ζητούν την επιστροφή στις ρίζες τους μέσα από την αποκατάσταση της εθνικής γλωσσικής και πολιτιστικής κληρονομιάς τους. Στην Ευρώπη, με την ταχεία αύξηση της πίεσης για μια ευρωπαϊκή ταυτότητα, τα μέλη των γλωσσικών μειονοτήτων μοιάζουν να συνειδητοποιούν ολοένα και περισσότερο τα οφέλη μιας πιο ξεχωριστής και στενά τοπικής ταυτότητας. Η πίεση να γίνουν μέρος ενός μεγαλύτερου συνόλου φαίνεται πως συνεπάγεται την αντισταθμιστική ανάγκη να έχουν ασφαλείς ρίζες στο πλαίσιο μιας πιο μικρής και πιο "οικιακής" κοινότητας. Σε αυτή την περισσότερο ιδιαίτερη ταυτότητα, οι τοπικές γλώσσες αποκτούν αξία. Η ατομική διγλωσσία αποτελεί το μέσο με το οποίο είναι κανείς και διεθνής και τοπικός.
ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΦΘΟΡΑ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ
Ένας άλλος τρόπος να εντοπίσουμε τα αίτια της γλωσσικής μετακίνησης είναι να εξετάσουμε μια παρεχόμενη γλώσσα μέσα σε μια ορισμένη περιοχή […].
H Susan Gal […] μελέτησε διεξοδικά την αντικατάσταση των ουγγρικών από τα γερμανικά στην πόλη Oberwart της ανατολικής Αυστρίας. Μετά από 400 χρόνια μιας σχετικά σταθερής ουγγρο-γερμανικής διγλωσσίας, η οικονομική, κοινωνική και οικογενειακή ζωή στηρίχθηκε περισσότερο στη γερμανική γλώσσα. Χρησιμοποιώντας έναν ανθρωπολογικό τρόπο εξέτασης, η Gal […] μελέτησε τη διαδικασία της γλωσσικής φθοράς. Για την Gal […] το θέμα δεν ήταν οι συσχετίσεις της γλωσσικής φθοράς, αλλά η διαδικασία της. Για παράδειγμα, ενώ η βιομηχανοποίηση σχετιζόταν με τη γλωσσική φθορά στο Oberwart, το κρίσιμο ζήτημα ήταν:
Με ποιες μεσολαβητικές διαδικασίες επιφέρει ο εκβιομηχανισμός, ή οποιαδήποτε άλλη κοινωνική μεταβολή, αλλαγές στους τρόπους με τους οποίους χρησιμοποιούν οι άνθρωποι τη γλώσσα τους στις καθημερινές τους επαφές;
Η Gal […] έδειξε πώς οι κοινωνικές αλλαγές (π.χ. μέσω του εκβιομηχανισμού και της αστικοποίησης) μεταβάλλουν τα κοινωνικά δίκτυα, τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων και τα πρότυπα χρήσης της γλώσσας στις κοινότητες. Καθώς κάνουν την εμφάνισή τους καινούρια περιβάλλοντα με καινούριους ομιλητές, οι γλώσσες προσλαμβάνουν καινούριες μορφές και σημασίες και δημιουργούν καινούρια πρότυπα κοινωνικής αλληλεπίδρασης.
Μια επίσης διάσημη μελέτη είναι εκείνη της Nancy Dorian […]. H Dorian διεξήγαγε μια λεπτομερή μελέτη περίπτωσης της φθοράς των κέλτικων στην ανατολική Sutherland, περιοχή της βορειοανατολικής Άνω Σκοτίας. Στην ιστορία της περιοχής, τα αγγλικά και τα κελτικά συνυπήρχαν, με τα αγγλικά να αποτελούν γενικά τη γλώσσα της ηγεσίας και του "πολιτισμού". Τα κέλτικα θεωρούνταν περισσότερο "πρωτόγονη" γλώσσα με μικρότερο κύρος. Σε αυτή την περιοχή της ανατολικής Sutherland, οι δύο τελευταίες ομάδες που μιλούν κελτικά ήσαν μικροκτηματίες (crofters) και ψαράδες. Η Dorian μελέτησε την κοινότητα των ψαράδων που είχαν εξελιχθεί σε ξεχωριστή ομάδα ανθρώπων μέσα σ' ένα μικρό γεωγραφικό χώρο. Περιτριγυρισμένοι από αγγλόφωνες κοινότητες, αυτοί οι ψαράδες αρχικά μιλούσαν μόνο κελτικά, ενώ αργότερα έγιναν δίγλωσσοι στα αγγλικά και τα κελτικά. Θεωρούσαν τον εαυτό τους και θεωρούνταν από τους γείτονές τους χαμηλότερου κοινωνικού επιπέδου. Παντρεύονταν στο πλαίσιο της ομάδας τους. Όταν η αλιευτική βιομηχανία άρχισε να παρακμάζει, οι ψαράδες που μιλούσαν κελτικά άρχισαν να βρίσκουν άλλες δουλειές. Τα σύνορα ανάμεσα στους ομιλητές των κελτικών και τους ομιλητές των αγγλικών άρχισαν να καταρρέουν. Η επιγαμία αντικατέστησε τον γάμο μέσα στην ομάδα και άνθρωποι "απ' έξω" μετοίκησαν στην περιοχή της ανατολικής Sutherland. Με το πέρασμα του χρόνου, η κοινότητα εγκατέλειψε την ψαράδικη ταυτότητα της μαζί με την οποία άρχισε να φθείρεται/ παρακμάζει και η κελτική γλώσσα:
Αφού τα κελτικά συνιστούσαν μία από τις συμπεριφορές που επέτρεπαν στον κόσμο να προσάπτει στα άτομα την ετικέτα του ψαρά, υπήρχε η τάση να εγκαταλειφθεί αυτή η γλώσσα μαζί με τις υπόλοιπες συμπεριφορές χαρακτηριστικές των "ψαράδων".
Από γενιά σε γενιά κατά τον εικοστό αιώνα τα κελτικά της ανατολικής Sutherland παρήκμασαν. Ενώ οι παππούδες μιλούσαν (και τους μιλούσαν) μόνο κελτικά, οι γονείς μιλούσαν κελτικά στους άλλους αλλά αγγλικά στα παιδιά τους και περίμεναν και από αυτά να τους αποκριθούν στα αγγλικά. Τα παιδιά μπορούσαν να καταλάβουν τα κελτικά επειδή άκουγαν τους γονείς τους να μιλούν, αλλά δεν είχαν συνηθίσει να τα χρησιμοποιούν τα ίδια:
Το σπίτι είναι ο τελευταίος προμαχώνας μιας υποδεέστερης γλώσσας που συναγωνίζεται μια επικρατούσα επίσημη γλώσσα ευρύτερης κυκλοφορίας (…) οι ομιλητές δεν κατόρθωσαν να μεταδώσουν τη γλώσσα στα παιδιά τους, ώστε να μην υπάρχει γενιά που να ευνοεί την αντικατάσταση όταν σβήσει η δική τους γενιά.
Μια διαφορετική και αντιφατική οπτική γωνία μας δίνει ο JohnEdwards. Όταν πεθαίνουν οι γλώσσες, ρωτά ο Edwards, δολοφονούνται ή αυτοκτονούν; Στην ιστορία των ντόπιων ινδιάνικων γλωσσών του Καναδά και των Ηνωμένων Πολιτειών και ιδιαίτερα στην ιστορία των αφρικανικών γλωσσών εκείνων που έγιναν σκλάβοι υπάρχουν αποδείξεις για δολοφονία. Στην ιστορία της ιρλανδικής, της ουαλικής και της κελτικής γλώσσας υποστηρίζεται συνήθως ότι η γλώσσα δολοφονήθηκε από τα αγγλικά και την ισχυρή κυριαρχία της Αγγλίας επί των βρετανικών περιφερειών. Άραγε αποτελούν τα μονόγλωσσα αγγλικά σχολεία κομμάτι μιας μηχανής που δολοφονεί γλώσσες; Υπάρχει διαφωνία σχετικά με τον αν η "καταστροφή" των κελτικών γλωσσών ήταν σκόπιμη και συνειδητή ή ασυνείδητη και αποτέλεσμα αδιαφορίας.
Όταν οι ομιλητές μιας μειονοτικής γλώσσας γίνονται δίγλωσσοι και προτιμούν την πλειονοτική γλώσσα, το τίμημα για τη μειονοτική γλώσσα ίσως να είναι η φθορά /παρακμή ή ακόμη και ο θάνατος. Εντούτοις, όπου οι άνθρωποι είναι αποφασισμένοι να κρατήσουν ζωντανή μια γλώσσα, μπορεί να είναι αδύνατο να καταστραφεί αυτή η γλώσσα. Οι γλωσσικοί ακτιβιστές, οι ομάδες πίεσης και οι οπαδοί της παροχής ιδιαίτερων ευκαιριών απασχόλησης στις εθνικές μειονότητες και της γλωσσικής διατήρησης πιθανόν να παλέψουν για την επιβίωση της απειλούμενης γλώσσας. Στο Πουέρτο Ρίκο η κυβέρνηση εισήγαγε τα αγγλικά στα σχολεία σε μια προσπάθεια να διαδώσει τη διγλωσσία στο νησί. Πάνω από τα τρία τέταρτα του πληθυσμού παραμένουν λειτουργικά μονόγλωσσοι στα ισπανικά. Ο Resnick […] έδειξε ότι ο εθνικισμός, η πολιτική αβεβαιότητα και η σχέση ανάμεσα στη γλώσσα και την ταυτότητα έκαναν πολλούς Πορτορικανούς να αντισταθούν στη γλωσσική αλλαγή και στη χρήση των αγγλικών.
Για τον Edwards […], η γλωσσική μετακίνηση συχνά αντανακλά την πραγματολογική επιθυμία για κοινωνική και επαγγελματική κινητικότητα, για βελτίωση του βιοτικού επιπέδου. Έτσι προστίθεται μια νέα κλίση στην αναλογία του γλωσσικού κήπου. Η απάντηση στον περιβαλλοντολόγο που επιθυμεί να διατηρήσει έναν κήπο ασύγκριτης ομορφιάς είναι ότι, όταν προέχει να φας και να ντυθείς, "δεν μπορείς να φας τη θέα". Μερικές φορές, ίσως να υπάρχει ένα χάσμα ανάμεσα στη ρητορική της γλωσσικής διατήρησης και στη σκληρή πραγματικότητα, όπως δείχνει και μια ιστορία που αναφέρει ο BernardSpolsky […]:
Κάποτε, μια Νάβαχο μαθήτριά μου έθεσε το πρόβλημα αρκετά ωμά: Αν είμαι υποχρεωμένη, είπε, να επιλέξω ανάμεσα σε μια ζωή στην ξύλινη καλύβα μας ένα μίλι μακριά από την πιο κοντινή πηγή, όπου ο γιος μου θα ανατραφεί μιλώντας τη γλώσσα των Νάβαχο, και στην εγκατάσταση σ' ένα σπίτι στην πόλη με εσωτερική υδροδότηση, όπου θα μιλά αγγλικά με τους γείτονες, τότε θα διαλέξω τα αγγλικά και το μπάνιο!
Μολοταύτα, όπου υπάρχουν καταπιεσμένες γλωσσικές μειονότητες οι οποίες είναι εξαναγκασμένες να ζήσουν σε κοινωνίες όπου εφαρμόζεται πολιτική φυλετικού διαχωρισμού, σπάνια μπορεί να επιλέξει κάποιος τον τόπο διαμονής και εργασίας του. Στο απόσπασμα, η Νάβαχο ίσως να είχε αυτή την επιλογή. Στην πραγματικότητα, πολλές γλωσσικές μειονότητες έχουν ελάχιστες ή μηδέν επιλογές. Άρα η εκλογή της γλωσσικής αυτοκτονίας είναι παραπλανητική. Η απόδοση του θανάτου σε αυτοκτονία είναι ένας τρόπος να "κατηγορήσουμε το θύμα" και να αποσπάσουμε την προσοχή από τον καθορισμό των πραγματικών αιτιών της γλωσσικής μετακίνησης. Η ελευθερία επιλογής είναι μάλλον φαινομενική και όχι ουσιαστική. Συχνά δεν υπάρχει βιώσιμη επιλογή για τους ομιλητές των μειονοτικών γλωσσών.