ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΒΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός 

Γλώσσα και μετανάστευση [Β6] 

Μιχάλης Δαμανάκης (2001) 

Κείμενο 2: Τάμης, Α. Μ. Η ελληνική εθνόλεκτος στην Αυστραλία.

Αμέσως με την άφιξή τους στην Αυστραλία, οι 400.000 περίπου Αυστραλιώτες Έλληνες βρέθηκαν αντιμέτωποι με νέες έννοιες (ακουστικές εικόνες) και ονόματα του νέου περιβάλλοντός τους. Οι ακουστικές αυτές εικόνες εκφράζονται στον προφορικό κυρίως λόγο, αντλώντας λέξεις από το ελληνικό λεξιλόγιο ή υιοθετώντας λέξεις και φράσεις από την αγγλική. Η υιοθέτηση από την αγγλική συντελείται είτε με την πλήρη μεταφορά των λέξεων και της έννοιάς τους από την αγγλική ή με κάποιο βαθμό προσαρμογής στην ελληνική φωνολογία και τυπολογικό. Επειδή η ελληνική και η αγγλική έχουν τα ίδια μέρη του λόγου και τις ίδιες γλωσσικές λειτουργίες, οι μεταφερόμενες λέξεις διατηρούν βέβαια την ίδια λειτουργικότητα, αλλά διαφέρουν στον τρόπο εφαρμογής των γραμματικών τους σχέσεων για παράδειγμα, στην ελληνική οι ενδείκτες της λειτουργίας είναι ενσωματωμένοι στη λέξη. Για τον λόγο αυτό, οι λεξικές μεταφορές από την αγγλική (κυρίως ουσιαστικά -75%, ρήματα και επίθετα) υιοθετούνται στην ομιλία των Ελλήνων με την πρόσθεση του ελληνικού καταληκτικού μορφήματος, το οποίο και καθορίζει τη γραμματική σχέση.

Αν και η συνέπεια της πλήρους επίδρασης της αγγλικής επί της ελληνικής δεν είναι εφικτό να αξιολογηθεί επακριβώς, είναι θεμιτό να υποστηριχθεί ότι υπάρχει: (α) μια εμφανής διαδικασία γλωσσικής φθοράς [language attrition] της ελληνικής και (β) γλωσσική απόκλιση [language shift] προς την αγγλική σε διαγενεολογικό επίπεδο. Η γλωσσική απόκλιση προς την αγγλική είναι ασθενής ανάμεσα στους Έλληνες της πρώτης γενιάς, ωστόσο ανέρχεται σε 8,8% στη δεύτερη γενιά και 23% στην τρίτη γενιά. Ο βραδύς ρυθμός της γλωσσικής απόκλισης της ελληνικής είναι ο υψηλότερος στην Αυστραλία, σε σύγκριση με τις υπόλοιπες εθνοτικές ομάδες της χώρας, ακόμη και από αυτές τις ομάδες που επιδεικνύουν γλωσσική σύγκλιση [language maintenance] για λόγους αλυτρωτισμού. Η γλωσσική αφοσίωση [language loyalty] που θα επιδείξει η τέταρτη γενιά των Αυστραλιωτών Ελλήνων (μετά το 2010) θα είναι καθοριστικής σημασίας (α) για τη λειτουργική συνέχεια της ελληνικής στην Αυστραλία· (β) τον βαθμό και την έκταση της ενδογλωσσικής σταθερότητας και (γ) τον βαθμό της αποδεκτικότητάς της σε γλωσσικούς (κοινωνικούς) χώρους.

Η γλωσσική φθορά δεν είναι μόνον αφομοιωτική διαδικασία, αποτέλεσμα δηλαδή της κοινωνικής εδραίωσης και ένταξης των Ελλήνων της Αυστραλίας στον ευρύτερο κοινωνικό κορμό της χώρας, ούτε απλά συνέπεια της εξασθένησης του γλωσσικού αισθητηρίου [sprachgefuhl] των χρηστών της ελληνικής, αλλά κυρίως λειτουργική "συστολή" του προσδοκώμενου γλωσσικού ιδεώδους, που είναι η συμβατική ελληνική των μορφωμένων Ελλήνων στα μεγάλα αστικά κέντρα της Ελλάδας. Ο όρος συστολή υπονοεί ενδεχόμενη διαστολική πορεία, εφόσον η ελληνική λειτουργήσει σε περισσότερες κοινωνικές επικράτειες και εφόσον υπάρξει η ανάλογη προδιάθεση του δίγλωσσου ατόμου να αποκτήσει και να διευρύνει τα γλωσσικά του κυκλώματα. Η συνεσταλμένη μορφή της ελληνικής, εξαιτίας της επαφής της με την κυρίαρχη αγγλική, αποτελεί την αποκτηθείσα επικοινωνιακή ποικιλία, η οποία χαρακτηρίζεται από την παρείσφρηση λέξεων από την αγγλική. Ο αριθμός των μεταφερόμενων λέξεων, που είναι συνήθως απροσάρμοστες στο ελληνικό τυπολογικό, εξαρτάται από τον χρήστη, τα κοινωνικο-οικονομικά δεδομένα που τον χαρακτηρίζουν (παιδεία, επάγγελμα κλπ.) και την ψυχολογική του προδιάθεση απέναντι στη γλώσσα.

Υπάρχει όμως και ένας αριθμός λέξεων στη νόρμα των αυστραλιωτών Ελλήνων, που μεταφέρονται από την αγγλική, οι οποίες προσαρμόζονται μορφοφωνητικά, καθώς και ορισμένες συντακτικές, εννοιολογικές και διαπολιτιστικές παρεκκλίσεις οι οποίες χρησιμοποιούνται σχεδόν από όλους τους δίγλωσσους. Οι σταθερώς διαμορφωμένοι αυτοί γλωσσικοί τύποι στην ομιλία των Ελληνο-Αυστραλών είναι το αποτέλεσμα της επαφής των δύο γλωσσών και δεν έχουν σχέση με το φαινόμενο της διγλωσσίας. Με άλλα λόγια, οι χρήστες της ελληνικής δεν μεταφέρουν πλέον τις γλωσσικής παρεκκλίσεις ως συνέπεια της επαφής τους με την αγγλική γλώσσα, αλλά επηρεαζόμενοι από τους άλλους χρήστες της ελληνικής. Η διαπίστωση αυτή σημαίνει ότι οι γλωσσικοί τύποι που παρείσφρησαν και εδραιώθηκαν στην ομιλία τους, δεν είναι πλέον απλά μέρος της νόρμας τους, αλλά της ίδιας της διαμορφωθείσας ελληνικής γλώσσας, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που χιλιάδες λέξεις ξένης καταγωγής εντάχθηκαν, προσαρμόστηκαν και λειτουργούν στην ελληνική, εκτοπίζοντας ή αντικαθιστώντας λειτουργικά ελληνικής καταγωγής λέξεις. Τη σταθερή αυτή μη συμβατική ποικιλία της ελληνικής την οποία γνωρίζουν και χρησιμοποιούν τα μέλη της παροικίας και αλλοεθνείς μέσα σε ένα διγλωσσικό καθεστώς, ονομάζουμε εθνόλεκτο. Αξιοσημείωτο είναι ότι η ελληνική εθνόλεκτος διαμορφώθηκε και γλωσσικά ωρίμασε στα πρώτα χρόνια της εποίκησης ως εκφραστικό όργανο των πρωτοπόρων και στη συνέχεια διατηρήθηκε αμετάβλητη στα χρόνια που ακολούθησαν. Μελέτες που έχουν ήδη ολοκληρωθεί […] αποδεικνύουν ότι η διάρκεια παραμονής στην Αυστραλία δεν επηρεάζει ποσοτικά ή ποιοτικά το φαινόμενο των γλωσσικών αποκλίσεων. Η σταθερή μορφή της εθνολέκτου προϋποθέτει μεγάλο βαθμό γλωσσικής συγκέντρωσης και επίγνωσης, ικανότητες που διακρίνουν συνήθως τους χρήστες που διατηρούν υψηλή γλωσσική επάρκεια στην ελληνική. Οι τελευταίοι έχουν εναργέστερη πρόσβαση στο επιδιωκόμενο γλωσσικό ιδεώδες, δηλαδή τη συμβατική ελληνική, και κατά συνέπεια θετικότερες προϋποθέσεις να διατηρήσουν τα γλωσσικά τους κυκλώματα ανεπηρέαστα από την αγγλική, και να αναχαιτίσουν τη γλωσσική απόκλιση.

Η εθνόλεκτος είναι κοινώς κατανοητή και χρησιμοποιείται ευχερώς στις κοινωνικές επικράτειες της ελληνικής (οικόλεκτος, εκκλησία, λέσχες, συνεδριάσεις, γήπεδα). Ωστόσο διατηρεί τις περιφερειακές της διαφοροποιήσεις και γεωγραφικές ποικιλίες, με αποτέλεσμα σε συγκεκριμένες λέξεις και φράσεις να παραβιάζεται το διαλεκτικό συνεχές [dialect continuum]. Έτσι οι χρήστες της εθνολέκτου σε μια συγκεκριμένη αγροτική περιφέρεια, για παράδειγμα τη Mildura, χρησιμοποιούν τις λέξεις ράξια, μπλόκο, ρίβακαιλόρι, που είναι άγνωστες στους Έλληνες της Μελβούρνης. Επίσης με αρκετές διαφοροποιήσεις παρουσιάζεται η εθνόλεκτος, όπως χρησιμοποιείται από δίγλωσσους στη Μελβούρνη και στο Σίδνεϋ. Στο Σίδνεϋ, για παράδειγμα, χρησιμοποιούνται οι προσαρμοσμένες στο ελληνικό τυπολογικό μεταφορές, ζίπα, μασίνια, ενώ στη Μελβούρνη αποδίδονται ως απλές λεξικές μεταφορές, δηλαδή ζιπ, μασίνς.

Μέσα στα πλαίσια της δυναμικής διγλωσσίας, όταν δεν ενυπάρχει αυτή σε καθεστώς διπλογλωσσίας, είναι θεμιτό να υποστηριχθεί ότι η αποκτηθείσαεπικοινωνιακήποικιλία αναμένεται να λειτουργεί όλο και πιο ελαστικά με εμφανή ροπή της γλωσσικής απόκλισης προς την αγγλική. Για παράδειγμα, η αλλαγή του γλωσσικού κώδικα και ο αριθμός μεταφερόμενων μη προσαρμοσμένων στο τυπολογικό της ελληνικής λέξεων θα αυξάνει διαρκώς. Παράγοντες ανάσχεσης ή και συγκράτησης της γλωσσικής απόκλισης προς την αγγλική αποτελούν η θετική προδιάθεση του ατόμου απέναντι στην ελληνική, η διαρκής ενθάρρυνση των γονέων όσον αφορά την εκμάθηση της ελληνικής, η προσοχή και η προσπάθεια συγκρότησης που καταβάλλεται από τον ομιλητή κατά τη διάρκεια της ομιλίας του.

Εν πάση περιπτώσει, με την παρούσα περιορισμένη και ισχνή λειτουργικότητα, όπου το σπίτι παραμένει ο κυριότερος κοινωνιογλωσσικός χώρος στον οποίο χρησιμοποιείται η ελληνική, η ανάγκη να επικοινωνήσει κάποιος στο αυστραλιανό περιβάλλον ικανοποιείται με μια γλωσσική επάρκεια η οποία ουσιαστικά δεν διαστέλλει περαιτέρω τη διαμορφωθείσα και αποκτηθείσα επικοινωνιακή ποικιλία, ώστε να απαιτηθεί η γλωσσική ανέλιξη του χρήστη στο επίπεδο του προσδοκώμενου γλωσσικού ιδεώδους, της συμβατικής δηλαδή νόρμας της ελληνικής. Επιπλέον, συντελούν και άλλες αιτίες για την παρατηρούμενη γλωσσική ανεπάρκεια των αυστραλογεννημένων χρηστών της ελληνικής, με κυριότερη τη σημειούμενη συρρίκνωση του λεξιλογικού ρεπερτορίου των ίδιων των γονέων, από το οποίο άλλωστε αντλούν το λεξιλόγιό τους τα παιδιά τους. Οι έρευνες έχουν δείξει, για παράδειγμα, ότι λέξεις που δεν λειτουργούν συχνά στην ομιλία των γονέων (πατάρι, νικέλωμα κλπ.) είναι άγνωστες στην ομιλία των παιδιών τους, ενώ αντίθετα λέξεις με χαμηλή συχνότητα ή και διαλεκτικές (δραγκώθηκε, αβγάτισμα) λειτουργούν. Δεν είναι λοιπόν θέμα γλωσσικής αφομοίωσης ή γλωσσικής απόκλισης η συρρικνωμένη και υπολειτουργούσα νόρμα (εθνόλεκτος) των αυστραλογεννημένων χρηστών, αλλά κυρίως η αναγκαστική χρήση μιας ήδη συρρικνωμένης και υπολειτουργούσας νόρμας (εθνολέκτου) των γονέων τους, των οποίων η ομιλία είναι για τα παιδιά όχι μόνον το γλωσσικό πρότυπο αλλά και η κύρια πηγή άντλησης των γλωσσικών τους κυκλωμάτων. Τα παιδιά τους, δηλαδή δεν αντλούν το γλωσσικό ιδεώδες από την συμβατική ελληνική της Ελλάδας, την οποία άλλωστε δεν γνωρίζουν και με την οποία δεν είχαν ποτέ άμεση πρόσβαση και λειτουργική σχέση, αλλά από την ήδη συνεσταλμένη γλωσσική νόρμα των γονέων τους.

Επιπροσθέτως, έχει ήδη αποδειχθεί ότι οι Ελληνο-Αυστραλοί δίγλωσσοι υιοθετούν την εθνόλεκτο, η οποία διαμορφώθηκε από τις παλαιότερες γενιές των μεταναστών και ότι η επίδραση της αγγλικής επί της εθνολέκτου, που χρησιμοποιούν οι αυστραλογεννημένοι, μεθοδεύεται διαμέσου της ίδιας της ελληνικής παροικίας και όχι ως αποτέλεσμα της άμεσης επαφής με την αγγλική γλώσσα και την αυστραλιανή κοινωνία. Το συμπέρασμα αυτό επαληθεύεται από το γεγονός ότι η χρήση λέξεων της αγγλικής που έχουν ήδη από καιρό κηρυχθεί αναχρονιστικές και δεν λειτουργούν πλέον στη νόρμα των μονόγλωσσων Αυστραλών, συνεχίζεται στην ελληνική εθνόλεκτο. Για παράδειγμα η αγγλική λέξη tobodge, με τα παράγωγά της bodgie, bodgies, που χρησιμοποιούνταν στα μέσα του 20ού αιώνα με τις έννοιες του 'αλήτη' και 'κατεργάρη', χρησιμοποιήθηκε ως προσαρμοσμένη στο ελληνικό τυπολογικό μεταφορά στην ομιλία των τότε πρωτοπόρων εποίκων ως μπότζης, μπότζηδες με το παράγωγο μποτζαρία. Με την εκπνοή του 20ού αιώνα, οι σύγχρονοι Αυστραλοί δεν χρησιμοποιούν τη λέξη tobodge στη νόρμα τους, ενώ αποτελεί βασική λέξη στην έκφραση των αυστραλιωτών Ελλήνων. Η ίδια λειτουργία ισχύει και για τις λέξεις threepence, shilling κλπ., οι οποίες όντας αναχρονιστικές πλέον στην νόρμα των σύγχρονων Αυστραλών συνεχίζουν να ακούγονται στην ελληνική εθνόλεκτο ως τριπένια και διπλοσέλινο.

Η παραπάνω αδρομερής ανάλυση έδειξε ότι η διαδικασία της γλωσσικής φθοράς μπορεί να αποτραπεί, εφόσον λειτουργήσουν -πέρα από το σπίτι και την οικογένεια- και άλλες κοινωνιογλωσσικές επικράτειες, όπως, για παράδειγμα, η επικράτεια της Εκκλησίας, της εργασίας, των κοινωνικών εκδηλώσεων. Με τη διεύρυνση της χρήσης της ελληνικής εθνολέκτου σε κοινωνιογλωσσικές επικράτειες πέραν της οικολέκτου, οι αυστραλογεννημένοι χρήστες της ελληνικής θα αναγκασθούν να διαστείλουν τα γλωσσικά τους κυκλώματα και πέραν της αποκτηθείσας επικοινωνιακής ποικιλίας, προσβλέποντας στο γλωσσικό ιδεώδες της συμβατικής ελληνικής.

Συμπερασματικά, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η σταθερότητα της ελληνικής εθνολέκτου και η διαστολική διεύρυνσή της στο παρόν δίγλωσσο καθεστώς, ώστε να πλησιάσει λειτουργικότερα τη συμβατική ελληνική, θα εξαρτηθεί: α) από την ποιότητα και τον βαθμό της επίδοσης [language achievement] του δίγλωσσου στη συμβατική ελληνική· β) την κοινωνικο-οικονομική κατάσταση και την πολιτική δύναμη της ελληνικής παροικίας· γ) την κοινωνική κινητικότητα (ανέλιξη) της ομογένειας· δ) τον βαθμό της κοινωνικής ενσωμάτωσης των μελών της παροικίας στην αγγλόφωνη κοινωνία· ε) το ποσοστό των διεθνικών γάμων· και (στ) την ευρύτερη αυστραλιανή κυβερνητική πολιτική.

Τελευταία Ενημέρωση: 23 Δεκ 2024, 13:20