Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άμβλωση η [ámvlosi] Ο33 : (ιατρ.) τεχνητή διακοπή της κυήσεως· έκτρω ση: Aποφασίστηκε η νομιμοποίηση των αμβλώσεων. Θεραπευτική ~. Aυτόματη ~, η αποβολή.
[λογ. < αρχ. ἄμβλω(σις) -ση]