Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ώριμος
1 εγγραφή
ώριμος -η -ο [órimos] Ε5 : που έχει φτάσει σε ένα ανώτατο στάδιο ανάπτυξης, εξέλιξης, τελείωσης κτλ., και γι΄ αυτό είναι κατάλληλος για κτ. 1. (για καρπούς) γινωμένος. ANT άγουρος: Ώριμα φρούτα / σταφύλια / στάχυα. Kατακόκκινες ώριμες ντομάτες. (έκφρ.) έπεσε σαν ώριμο φρούτο*. || Ώριμο ωάριο. 2. (για πρόσ.) που έχει φτάσει σε ένα στάδιο βιολογικής ή πνευματικής τελείωσης. ANT ανώριμος: ~ άντρας. Ώριμη γυναίκα. Mεγάλωσε η κόρη σου· είναι πια ώριμη για γάμο. Οι σημερινοί νέοι είναι πολιτικά περισσότερο ώριμοι από ό,τι παλαιότερα. 3. που είναι αποτέλεσμα μιας ολοκληρωμένης εξελικτικής διαδικασίας: Ώριμη σκέψη: Aποφασίσα με ύστερα από ώριμη σκέψη. Ώριμοι προβληματισμοί. Ώριμο έργο μεγάλου καλλιτέχνη. 4. Ώριμες συνθήκες, που έχουν φτάσει σε ένα τέτοιο σημείο σταδιακής εξέλιξης, ώστε να ευνοούν την εκδήλωση μιας δραστηριό τητας, ενός γεγονότος κτλ., να είναι κατάλληλες για κτ.: Οι συνθήκες είναι ώριμες για δίκαιη λύση του κυπριακού προβλήματος. Οι συνθήκες δεν ήταν ακόμα ώριμες για την κήρυξη της επανάστασης. ώριμα ΕΠIΡΡ: Σκέφτομαι ~, συνετά.

[1: αρχ. ὥριμος· 2: & λόγ. < αρχ. ὥριμος· 3, 4: λόγ. σημδ. γαλλ. mûr]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες