Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- όμικρον το [ómikron] Ο (άκλ.) : ονομασία του δέκατου πέμπτου γράμματος του ελληνικού αλφαβήτου· (βλ. και Ο, ο): Kεφαλαίο / μικρό ~.
[λόγ. < μσν.(;) όμικρον < ελνστ. ὄ μικρόν (με τον. κατά τα σύνθ.) `μικρό ο΄ σε αντίθεση προς το “μεγάλο ο”, δηλ. το ωμέγα, αρχ. ονομασία: οy (κλειστό ο)· (δες και Ο, ωμέγα)]