Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: όμικρον
1 εγγραφή
όμικρον το [ómikron] Ο (άκλ.) : ονομασία του δέκατου πέμπτου γράμματος του ελληνικού αλφαβήτου· (βλ. και Ο, ο): Kεφαλαίο / μικρό ~.

[λόγ. < μσν.(;) όμικρον < ελνστ. ὄ μικρόν (με τον. κατά τα σύνθ.) `μικρό ο΄ σε αντίθεση προς το “μεγάλο ο”, δηλ. το ωμέγα, αρχ. ονομασία: οy (κλειστό ο)· (δες και Ο, ωμέγα)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες