Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φιλια
2 εγγραφές [1 - 2]
φιλία η [filía] Ο25 : α. η στενή κοινωνική σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα άτομα και που βασίζεται στην αμοιβαία αγά πη, συμπάθεια και εκτίμηση. ANT έχθρα, εχθρότητα: Στενή / εγκάρδια / αληθινή / αδελφική / μακροχρόνια ~. Δεσμοί / δείγμα / απόδειξη / αισθή ματα φιλίας. Mε τιμάει με τη ~ του. Δε θέλω φιλίες μαζί της. Έπιασε φιλίες με τη γειτόνισσα. (λόγ. έκφρ.) χάριν φιλίας, με σκοπό τη φιλία. β. το συναίσθημα που διέπει τη σχέση αυτή. ANT έχθρα: Nιώθω / αισθάνομαι ~ για κπ. || (επέκτ.): Οι δυο λαοί συνδέονται με παραδοσιακή ~, συμπά θεια και εμπιστοσύνη. Yπόγραψαν σύμφωνο φιλίας. Aνάμεσα στο παιδί και στο σκυλάκι αναπτύχθηκε μια τρυφερή ~.

[λόγ. < αρχ. φιλία]

φίλιος -α -ο [fílios] Ε6 : (λόγ.) που ανήκει ή που αναφέρεται σε φίλο, φιλικός: Φίλια τμήματα / στρατεύματα. || που προέρχεται από φίλο: Φίλια πυρά.

[λόγ. < αρχ. φίλιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες