Dictionary of Standard Modern Greek
4 items total [1 - 4] | << First < Previous Next > Last >> |
- σουσού η [susú] Ο37 : ως μειωτικός και περιγελαστικός χαρακτηρισμός γυναίκας που από μεγαλομανία επιδεικνύει τρόπους και συμπεριφορές δήθεν αριστοκρατικούς: Οι σουσούδες της γειτονιάς. || μαντάμ Σουσού, κωμικοτραγικός χαρακτήρας θεατρικού έργου του Δ. Ψαθά. || περιπαικτικά, και για μικρό κορίτσι που προσπαθεί να μιμείται τρόπους μεγάλων.
[λόγ. < γαλλ. chouchou `η συμπάθειά μας΄]
- σουσουδίζω [susuδízo] Ρ2.1α : μειωτικά και περιγελαστικά, για γυναίκα που συμπεριφέρεται ως σουσού. || περιπαικτικά, και για μικρό κορίτσι που μιμείται τρόπους μεγάλης γυναίκας.
[σουσουδ- (σουσού) -ίζω]
- σουσουράδα η [susuráδa] Ο26 : 1. ωδικό μεταναστευτικό πτηνό με μακριά ίσια ουρά την οποία κουνά πάνω κάτω. 2. ως περιπαικτικός χαρακτηρισμός γυναίκας που ακκίζεται.
σουσουραδίτσα η YΠΟKΟΡ στη σημ. 2. [μσν. σουσουράδα < *σεισούρ(α) -άδα < σεισ- (σείω) + ουρά με υποχωρ. αφομ. [i-u > u-u] )· σουσουράδ(α) -ίτσα]
- σούσουρο το [súsuro] Ο41 : α. θόρυβος από ψιθυρισμούς πολλών ατόμων: H πρότασή του προκάλεσε ~ στην αίθουσα, κανείς όμως δεν τόλμησε να ζητήσει το λόγο. β. το να λέγονται και να διαδίδονται πολλά, (συνήθ. σχόλια επικριτικά, πληροφορίες ανησυχητικές κτλ.) για πρόσωπο ή για γεγονός: Πολύ ~ έγινε για τους λόγους της παραίτησής του.
[βεν. ρ. sussùr(o) `φωνάζω, απειλώ΄ -ο (αναδρ. σχημ.) (ουσ. sussùro `ψίθυρος΄)]