Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ρεμπέτης
1 item total
ρεμπέτης ο [rebétis] Ο10, Ο11 θηλ. ρεμπέτισσα [rebétisa] Ο27 : 1.οργανοπαίκτης και τραγουδιστής που καλλιέργησε, κυρίως στις πόλεις της M. Aσίας, το 19ο και ως τις αρχές του 20ού αιώνα, ένα ιδιαίτερο είδος λαϊκού αστικού τραγουδιού της ταβέρνας: Οι ρεμπέτες της Aνατολής / της Σμύρνης. 2. άνθρωπος που κάνει μια ζωή ανέμελη και μάλλον περιθωριακή, αψηφώντας τις επίσημες ή κοινώς αναγνωρισμένες αξίες και τα ήθη της κοινωνίας· (πρβ. μάγκας).

[ίσως θ. της σλαβ. λ. rebyonok, rebyata· ρεμπέτ(ης) -ισσα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go