Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λογοκρισία η [loγokrisía] Ο25 : 1. ο προληπτικός έλεγχος που ασκείται συνήθ. από μια αρχή σε προϊόντα του γραπτού ιδίως λόγου αλλά και σε θεάματα ή ακροάματα (βιβλία, έντυπα, εφημερίδες, επιστολές, κινηματογραφικά ή θεατρικά έργα κτλ.) με δικαίωμα επέμβασης στο περιεχόμενό τους (διαγραφές, τροποποιήσεις, απαγόρευση δημοσιοποίησης, κυκλοφορίας κτλ.): Tο δικτατορικό καθεστώς επέβαλε αυστηρή ~ στον τύπο. Οι επιστολές προς και από τους κρατουμένους υποβάλλονται σε ~ από τη διεύθυνση των φυλακών. Προληπτική ~, ο έλεγχος που ασκείται πριν από τη δημοσιοποίηση, την κυκλοφορία των προϊόντων. (έκφρ.) η ψαλίδα* της λογοκρισίας. 2. η υπηρεσία που ασκεί τον έλεγχο: H ~ έκοψε μερικές σκηνές του έργου, γιατί τις θεώρησε πολύ τολμηρές.
[λόγ. λογοκρι(τής) -σία απόδ. γαλλ. censure]