Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καμπαναριό το [kambanarjó] Ο38 : χτιστή πυργοειδής κατασκευή με μεγάλο ύψος, συνήθ. ενσωματωμένη στο κτίριο του ναού, όπου κρεμούν την καμπάνα ή τις καμπάνες· κωδωνοστάσιο.
[μσν. καμπαναρειόν < καμπανάρ(ης < καμπάν(α) 1 -άρης) -είον με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. (πρβ. μσν. καμπανάριον < υστλατ. campanarium)]