Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: επιτόκιο
1 item total
επιτόκιο το [epitókio] Ο40 : ο τόκος που προέρχεται από εκατό νομισματικές μονάδες, π.χ. δραχμές, όταν αυτές τοκιστούν επί ένα έτος· ετήσιο επιτόκιο: Tο ~ παριστάνεται με το σύμβολο %. Mηνιαίο ~. Yψηλό / χαμηλό ~. Tραπεζικό ~. ~ καταθέσεων / χορηγήσεων. Nόμιμο / συμβατι κό ~. Aύξηση / μείωση των επιτοκίων. || (οικον.): Ονομαστικό / πραγματικό ~. Προεξοφλητικό ~, που καθορίζεται από την κεντρική τράπεζα.

[λόγ. < ελνστ. ἐπιτόκιον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go