Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- δανείζω [δanízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. παραχωρώ σε κπ. κτ. δικό μου για να το χρησιμοποιήσει, με την προϋπόθεση να μου το επιστρέψει μέσα σε κάποιο χρονικό διάστημα: Bιβλία δε ~. Mπορείς να μου δανείσεις για λίγο την ομπρέλα σου; Πήγε να δανειστεί ένα σφυρί. || δίνω χρήματα σε κπ., ο οποίος έχει την υποχρέωση να μου τα επιστρέψει με ή χωρίς τόκο: Δε θέλω να δανείζομαι. Δανείστηκε με υψηλό / χαμηλό τόκο. Οι τράπεζες δε δανείζουν σε πρόσωπα αφερέγγυα. ΠAΡ Όποιος δίνει σε φτωχό, δανείζει στο Θεό, ο Θεός θα του το ανταποδώσει. 2. με αφηρημένα ουσιαστικά, χρησιμοποιώ κτ. που δεν το έχω δημιουργήσει εγώ ο ίδιος: Δανείστηκα αυτή την ιδέα από τον τάδε. H νεοελληνική δανείστηκε πολλές λέξεις από την αγγλική / από τη γαλλική γλώσσα.
[1: αρχ. δανείζω· 2: λόγ. σημδ. γαλλ. emprunter]