Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- βιδάνιο το [viδánio] Ο41 : 1. ποσοστό που κρατάει η λέσχη ή ο οικοδεσπότης από το κέρδος των παικτών τυχερών παιχνιδιών· γκανιότα. 2. κακής ποιότητας κρασί.
[ίσως βεν. vadagno]