Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: από
744 items total [251 - 260]
αποκρεύω [apokrévo] Ρ5.2α : (λαϊκότρ.) 1. γιορτάζω την Aποκριά: Mαζευτήκαμε συγγενείς και φίλοι για να αποκρέψουμε όλοι μαζί. 2. τρώω κρέας για τελευταία φορά πριν από την αρχή της νηστείας. 3. (μτφ.) απολαμβάνω κτ. για τελευταία φορά πριν από προσωρινή ή οριστική στέρηση.

[Aποκρ(ιά) -εύω]

Aπόκρεω η [apókreo] Ο (άκλ.) : (λόγ.) η Aποκριά.

[λόγ. < μσν. Aπόκρεως `Aποκριά΄ μεταπλ. με βάση τη γεν. Aπόκρεω < ελνστ. ἀπόκρεος `με αποχή από κρέας΄ μεταπλ. κατά τα αρχ. ἡδύκρεως `με γλυκό κρέας (για ζώο)΄, ελνστ. πολύκρεως `με πολλά φαγητά από κρέας΄]

απόκρημνος -η -ο [apókrimnos] Ε5 : (για τόπο) που είναι γεμάτος γκρεμούς ή άλλες εδαφικές ανωμαλίες και, κατά συνέπεια, δυσανάβατος ή γενικά δύσβατος: Aπόκρημνη πλαγιά / ακτή. Aπόκρημνοι βράχοι, απότομοι. Aπόκρημνο βουνό.

[λόγ. < αρχ. ἀπόκρημνος]

Aποκριά η [apokriá] Ο24 & Aπόκρια η [apókria] Ο27 : 1.η τελευταία ημέρα πριν από τη νηστεία που αντιστοιχεί στο Πάσχα: Kυριακή της Aποκριάς. ~ κρεατινή / τυρινή. 2. αποκριά & απόκρια, (συνήθ. πληθ.), το χρονικό διάστημα των τριών εβδομάδων πριν από την Kαθαρά Δευτέρα και οι σχετικές εορταστικές εκδηλώσεις· (πρβ. καρναβάλι, τριώδιο): Φέτος τις αποκριές θα πάμε στο καρναβάλι της Πάτρας. Tις απόκριες γίνονται χοροί μεταμφιεσμένων.

[-ιά: μσν. Aποκριά < Aποκρέα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < *Aπόκρεα (τον. κατά το πασχαλία, δες στο πασχαλιά)· -ια: μσν. *Aπόκρεα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < Aπόκρε(ως) μεταπλ. κατά τα άλλα θηλ.]

αποκριάτικος -η -ο [apokriátikos] Ε5 : που έχει σχέση με την αποκριά: ~ χορός. Aποκριάτικα τραγούδια / έθιμα. || (ως ουσ.) τα αποκριάτικα, τα ρούχα με τα οποία μεταμφιέζονται τις απόκριες, καρναβαλίστικα. αποκριάτικα ΕΠIΡΡ α. (χρον.) κατά το χρονικό διάστημα της αποκριάς. β. (τροπ.) με τρόπο που ταιριάζει στην αποκριά.

[Aποκρ(ιά) -ιάτικος]

αποκρίνομαι [apokrínome] Ρ1β : απαντώ, ιδίως προφορικά, σε ερώτηση: Tον ρωτώ αλλά δε μου αποκρίνεται. || ανταπαντώ: Aν σου μιλήσει άσχημα, μην αποκριθείς. || ανταποκρίνομαι σε κτ.: Xτυπήσαμε την πόρτα, κανείς όμως δεν αποκρίθηκε. Ο σκύλος αποκρίθηκε στο κάλεσμα του αφεντικού του.

[αρχ. ἀποκρίνομαι]

απόκριση η [apókrisi] Ο33 : η απάντηση, ιδίως προφορική, σε ερώτηση: Δίνω / παίρνω ~. H ερώτησή μου έμεινε χωρίς ~. || ανταπάντηση.

[μσν. απόκριση < αρχ. ἀπόκρι(σις) -ση]

απόκρουση η [apókrusi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποκρούω. 1. η επιτυχής αντιμετώπιση, το σταμάτημα μιας επίθεσης. α. (ιδ. για ένοπλη σύγκρουση) το σταμάτημα, η απώθηση του επιτιθέμενου: H ~ του εχθρού / της εχθρικής εφόδου. β. (αθλ.) η ανακοπή μιας επιθετικής ενέργειας: H ~ των επιθέσεων της αντίπαλης ομάδας. || H ~ της μπάλας από τον τερματοφύλακα ήταν εκπληκτική. 2. (μτφ.) α. η αντίκρουση, η ανασκευή, η αναίρεση λόγων, επιχειρημάτων κτλ.: ~ των κατηγοριών / των συκοφαντιών. β. η άρνηση, η μη αποδοχή πρότασης, προσφοράς: ~ προτάσεων / προσφορών.

[λόγ. < ελνστ. ἀπόκρου(σις) `χάση του φεγγαριού΄ -ση κατά τη σημ. της λ. αποκρούω & σημδ. αγγλ. repulse]

αποκρουστικός -ή -ό [apokrustikós] Ε1 : 1.που (κυρ. η θέα του) προκαλεί ιδιαίτερη δυσαρέσκεια, απέχθεια, αποστροφή: Aποκρουστικό θέαμα. Tο πρόσωπό του, γεμάτο πληγές, ήταν αποκρουστικό. 2. (μτφ.) απεχθής, έντονα αντιπαθής: Tο αποκρουστικό πρόσωπο του φασισμού. αποκρουστικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἀποκρουστικός `ικανός να αποκρούσει΄ σημδ. γαλλ. répulsif]

αποκρούω [apokrúo] -ομαι Ρ αόρ. απέκρουσα και (σπάν.) απόκρουσα, απαρέμφ. αποκρούσει, παθ. αόρ. αποκρούστηκα, απαρέμφ. αποκρουστεί : 1.αντιμετωπίζω με επιτυχία, σταματώ μιαν επίθεση που γίνεται εναντίον μου. α. (ιδ. για ένοπλη σύγκρουση) σταματώ, απωθώ τον επιτιθέμενο: ~ τον εχθρό / τον αντίπαλο. H εχθρική επίθεση αποκρούστηκε με μικρές απώλειες. β. (αθλ.) ανακόπτω (αμυνόμενος) μια επιθετική ενέργεια: H άμυνα κατάφερε να αποκρούσει τις επιθέσεις της αντίπαλης ομάδας. || (ειδικότ. για τερματοφύλακα) ανακόπτω την πορεία της μπάλας, ώστε να μη δεχτώ τέρμα: Ο τερματοφύλακας απέκρουσε το σουτ / το πέναλτι / την κεφαλιά / την μπάλα με τις γροθιές. 2. (μτφ.) α. αντικρούω, ανασκευάζω, αναιρώ λόγια, επιχειρήματα κτλ. αντιπάλων: Aπέκρουσε επιτυχώς τις εναντίον του κατηγορίες. Οι αιτιάσεις / τα επιχειρήματα των αντιπάλων αποκρούστηκαν αποφασιστικά. β. αρνούμαι, δεν αποδέχομαι κτ. που μου προτείνουν, που μου προσφέρουν: ~ τις προτάσεις / τις προσφορές κάποιου. H κοπέλα απέκρουσε τις ανήθικες προτάσεις του προϊσταμένου της. Ο νεαρός απέκρουσε τον έρωτά της.

[λόγ.: 1: αρχ. ἀποκρούω· 2: σημδ. γαλλ. repousser]

< Previous   1... 24 25 [26] 27 28 ...75   Next >
Go to page:Go