Dictionary of Standard Modern Greek
3 items total [1 - 3] | << First < Previous Next > Last >> |
- ανδρεία η [anδría] & αντρεία η [andría] Ο25α : η ιδιότητα του ανδρείου: H ~ των αγωνιστών του 1821.
[λόγ. < αρχ. ἀνδρεία (προφ. [nd] )· λόγ. επίδρ. στο αντρειά < μσν. αντρειά < αντρεία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < αρχ. ἀνδρεία (προφ. [nd] )]
- ανδρείος -α -ο [anδríos] & αντρείος -α -ο [andríos] Ε4 : που αντιμετωπίζει με θάρρος και τόλμη τον κίνδυνο συνήθ. της μάχης, τον εχθρό· γενναίος: ~ πολεμιστής. Aνδρεία ψυχή. || που δείχνει ή που απαιτεί ανδρεία: Aνδρεία απόφαση / στάση.
[αντρ-: αρχ. ἀνδρεῖος (προφ. [nd] )· ανδρ-: λόγ. επίδρ.]
- αντρειά η [andriá] Ο24 : (λαϊκότρ., λογοτ.) ανδρεία.
[μσν. αντρειά < αρχ. ἀνδρεία (προφ. [nd] ) με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]