Dictionary of Standard Modern Greek
436 items total [21 - 30] | << First < Previous Next > Last >> |
- ψαλμουδιά η [psalmuδjá] Ο24 : (λαϊκότρ.) ψαλμωδία.
[ελνστ. ψαλμῳδία (δες λ.) με τροπή [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] και συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]
- ψαλμωδία η [psalmoδía] Ο25 : ό,τι ακούμε να ψέλνεται σε μια ιερή ακολουθία: Mελωδική / χαρμόσυνη ~. Οι θρήνοι και οι πένθιμες ψαλμωδίες.
[λόγ. < ελνστ. ψαλμῳδία `τραγούδι με συνοδεία άρπας΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]
- ψαλμωδός ο [psalmoδós] Ο17 : (λόγ.) 1. ο ποιητής (εκκλησιαστικών) ψαλμών και ύμνων· (πρβ. υμνωδός). 2. αυτός που ψέλνει εκκλησιαστικούς ύμνους· (πρβ. ψάλτης).
[λόγ. < ελνστ. ψαλμῳδός]
- ψάλσιμο το [psálsimo] Ο50 : α.η ενέργεια του ψέλνω, ο τρόπος με τον οποίο ψέλνει κάποιος. β. (μτφ.) έντονη επίπληξη.
[ψαλ- (ψέλνω) -σιμο]
- ψαλτήρι το [psaltíri] Ο44 : 1.εκκλησιαστικό βιβλίο που περιέχει τους ψαλμούς· ψαλτήριο. 2. ο χώρος στο εσωτερικό της εκκλησίας που προορίζεται για τους ψάλτες. 3. (προφ.) για λόγια (επιτιμήσεις, συμβουλές κτλ.) που είναι βαρετά και επαναλαμβάνονται: Mην αρχίζεις πάλι το ίδιο ~.
[ελνστ. ψαλτήριον `το βιβλίο των Ψαλμών΄, αρχ. σημ.: `έγχορδο όργανο, μικρή άρπα΄ με αποφυγή της χασμ.]
- ψαλτήριο το [psaltírio] Ο40 : εκκλησιαστικό βιβλίο που περιέχει τους ψαλμούς· ψαλτήρι1.
[λόγ. < ελνστ. ψαλτήριον]
- ψάλτης ο [psáltis] Ο10 λαϊκότρ. πληθ. και ψαλτάδες θηλ. ψάλτρια [psáltria] Ο27α : αυτός που ψέλνει σε εκκλησία· ιεροψάλτης: Δεξιός / αριστερός ~. Ο ~ της ενορίας μας. Tις Kυριακές πήγαινε στην εκκλησία κι έκανε τον ψάλτη. ΦΡ απορία ψάλτου, βηξ, για την περίπτωση που κάποιος από αμηχανία καθυστερεί να δώσει απάντηση ή να συνεχίσει το λόγο του.
[ελνστ. ψάλτης, αρχ. σημ.: `παίκτης άρπας΄· λόγ. < αρχ. ψάλτρια `γυναίκα που παίζει άρπα΄ κατά την εξέλ. της σημ. του ψάλτης]
- ψαλτικά τα [psaltiká] Ο38 : η αμοιβή του ψάλτη εκκλησίας.
[πληθ. του μσν. ψαλτικόν < ψάκτ(ης) -ικόν, ουδ. του -ικός (διαφ. το ελνστ. ψαλτικόν `έγχορδο όργανο, παίξιμο άρπας΄)]
- ψαλτική η [psaltikí] Ο29 : η τέχνη του ψάλτη, η τέχνη του να ψέλνει κανείς εκκλησιαστικούς ύμνους: Είχε μάθει την ~ από τον πατέρα του.
[ελνστ. ψαλτική `παίξιμο έγχορδου οργάνου΄ κατά την εξέλ. της σημ. του ψάλτης]
- ψαμμίαση η [psamíasi] Ο33 : (ιατρ.) πάθηση κατά την οποία ουσίες που περιέχονται στα ούρα δε διαλύονται, αλλά παίρνουν μορφή κρυσταλλικών κόκκων: Πάσχω από ~. Ουρική / φωσφορική ~.
[λόγ. ψάμ μ(ος) + -ία(σις) -ση μτφρδ. γαλλ. gravelle]