Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αμαρτωλός -ή -ό [amartolós] Ε1 : ANT αναμάρτητος. α. που έχει κάνει αμαρτίες παραβιάζοντας ορισμένους θρησκευτικούς ή εκκλησιαστικούς κανόνες: Όλοι είμαστε αμαρτωλοί· κανείς δεν είναι αναμάρτητος. || (επέκτ.): Aμαρτωλή πράξη / σκέψη / ζωή. || (ως ουσ.): Mετάνοια / σωτηρία των αμαρτωλών. (ειδικότ. θηλ.) η αμαρτωλή, γυναίκα που έχει παράνομες ερωτικές σχέσεις. β. (μτφ.) που έχει παραβιάσει αρχές, κανόνες και ιδίως νόμους: H αμαρτωλή κυβέρνηση έπεσε κάτω από την πίεση της λαϊκής κατακραυγής. Tο αμαρτωλό παρελθόν κάποιου.
[ελνστ. ἁμαρτωλός, αρχ. σημ.: `σφαλερός΄]